Πέντε δεσμεύσεις μετά το μνημόνιο

Πέντε δεσμεύσεις μετά το μνημόνιο

5' 38" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Την ώρα που κορυφώνονται οι διαπραγματεύσεις για το χρέος, με τη Γερμανία να δέχεται πιέσεις για ελαστικότερη στάση όχι μόνο από το ΔΝΤ, αλλά και από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στήνεται σταδιακά και ο μηχανισμός της μεταμνημονιακής παρακολούθησης της Ελλάδας, με επίκεντρο τις δεσμεύσεις της χώρας που δεν προλαβαίνουν να υλοποιηθούν έως τη λήξη του μνημονίου. Οι δεσμεύσεις αυτές θα κινούνται, σύμφωνα με πληροφορίες από κυβερνητική πηγή, κυρίως γύρω από πέντε άξονες:

1. Την ολοκλήρωση των ιδιωτικοποιήσεων με πρώτο το Ελληνικό.

2. Την ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης στη δημόσια διοίκηση, με την αξιολόγηση και την τοποθέτηση στελεχών της σε όλες τις βαθμίδες.

3. Την αγορά ενέργειας (Χρηματιστήριο Ενέργειας, πώληση μεριδίου ΔΕΗ).

4. Νέες μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντων και υπηρεσιών.

5. Την επίτευξη του στόχου μείωσης των κόκκινων δανείων στα 60 δισ. ευρώ ώς το τέλος του 2019.

Οπως αναφέρει η ίδια πηγή, οι παραπάνω μεταρρυθμίσεις, καθώς βεβαίως και η επίτευξη των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022, θα αποτελέσουν το βασικό αντικείμενο ελέγχων των δανειστών στη μεταμνημονιακή περίοδο. Ολα αυτά θα προσδιοριστούν στο πλαίσιο των επικείμενων αποφάσεων του Eurogroup για την «ενισχυμένη εποπτεία» της χώρας, η οποία θα συνεχιστεί ώς το 2022.

Εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση κατέθεσε την Παρασκευή το πολυνομοσχέδιο με τα προαπαιτούμενα της τέταρτης αξιολόγησης θέλοντας να εμφανιστεί συνεπής προς τις δικές της υποχρεώσεις και ελπίζοντας να εξασφαλίσει απόφαση εκταμίευσης μιας δόσης της τάξης των 11 δισ. ευρώ στο Eurogroup της 21ης Ιουνίου.

Η μείωση των συντάξεων το 2019 και του αφορολογήτου το 2020, συνολικού ύψους 5 δισ. ευρώ (3 δισ. ευρώ θα κοπούν από τις συντάξεις και 2 δισ. ευρώ θα αυξηθούν τα έσοδα από το αφορολόγητο), καταγράφονται στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα 2019-2022, στο πλαίσιο του πολυνομοσχεδίου και δίνουν το στίγμα για τα επόμενα χρόνια. Τα πρωτογενή πλεονάσματα φτάνουν έτσι στο πρωτοφανές ποσοστό του 5,19% του ΑΕΠ το 2022 ή 11 δισ. ευρώ.

Η κυβέρνηση υπόσχεται, μέσω του Mεσοπρόθεσμου, να διαθέσει το υπερβάλλον πλεόνασμα έναντι του στόχου του 3,5% του ΑΕΠ σε φοροελαφρύνσεις και κοινωνικές δαπάνες. Ετσι, για το 2018, όπως ήδη το έχει προαναγγείλει ο πρωθυπουργός, περίπου 700 εκατ. ευρώ προορίζονται για παρεμβάσεις μείωσης των φορολογικών βαρών. Στη συνέχεια, το 2020, οπότε το υπερπλεόνασμα θα φτάσει το 1,3 δισ. ευρώ, θα διατεθεί κατά 75% σε νέες φορολογικές ελαφρύνσεις και 25% σε κοινωνικές δαπάνες, ενώ για τα επόμενα έτη προβλέπεται κατανομή του εξίσου μεταξύ φοροελαφρύνσεων και κοινωνικών δαπανών. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν όντως υλοποιηθούν όλα αυτά (από ποια κυβέρνηση, άραγε;) στο τέλος, το 2022, θα μοιράζονταν 3,5 δισ. ευρώ, ενώ θα είχαν αφαιρεθεί από συνταξιούχους και φορολογούμενους 5 δισ. ευρώ.

Αλλες βασικές ρυθμίσεις του νομοσχεδίου περιλαμβάνουν τα εξής:

• Την υποχρεωτική κατάθεση στον Ενιαίο Λογαριασμό Θησαυροφυλακίου της Τράπεζας της Ελλάδος όλων των διαθεσίμων των φορέων της γενικής κυβέρνησης, που σήμερα βρίσκονται σε εμπορικές τράπεζες, με εξαίρεση όσα είναι απολύτως απαραίτητα για την κάλυψη ταμειακών αναγκών τους 15 ημερών. Υπολογίζεται ότι ποσό που φτάνει τα 5-6 δισ. ευρώ, θα μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν για τον δανεισμό της κυβέρνησης μέσω ρέπος, πλέον των 22 δισ. ευρώ, τα οποία ήδη έχει αντλήσει για τον σκοπό αυτό. Μάλιστα, οι φορείς που θα αρνηθούν να συμμορφωθούν απειλούνται με σοβαρές κυρώσεις εις βάρος των διοικήσεών τους, αλλά και με περικοπή της επιχορήγησής τους.

• Την παροχή εγγύησης από το υπερταμείο προς τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας για τα δάνεια που χορηγεί ο τελευταίος στην Ελλάδα για ποσό έως 25 δισ. ευρώ. Σε περίπτωση αθέτησης μιας πληρωμής στον ESM, αυτός θα μπορεί να διεκδικήσει τα οφειλόμενα από το υπερταμείο.

• Τη δυνατότητα υπαγωγής στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης χρεών ληξιπρόθεσμων οφειλών που γεννήθηκαν εντός του 2017.

• Αλλαγές στον νόμο Κατσέλη με κυριότερη την άρση του τραπεζικού απορρήτου των οφειλετών.

• Απλοποίηση της αδειοδότησης των δραστηριοτήτων στον κλάδο της μεταποίησης, έτσι ώστε να γίνεται με τη διαδικασία της απλής γνωστοποίησης.

•  Ενίσχυση του ανταγωνισμού στη λιανική αγορά ηλεκτρισμού, μέσω της αναπροσαρμογής των ΝΟΜΕ, δηλαδή των ποσοτήτων ενέργειας που διαθέτει η ΔΕΗ μέσω δημοπρασιών.

• Ενίσχυση του καθεστώτος μεσολάβησης στα εργασιακά, ώστε να περιοριστεί η προσφυγή στη διαιτησία, χωρίς πάντως να καταργείται η δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία.

• Στα φορολογικά καταργείται ο –μηδέποτε εφαρμοσθείς– φόρος υπεραξίας ακινήτων και προβλέπεται η φορολόγηση με την κλίμακα των μισθωτών και των συνταξιούχων των περιστασιακά ή ευκαιριακά απασχολουμένων.

Οι ρυθμίσεις για την αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών και τον ΕΝΦΙΑ αναμένεται να κατατεθούν τις επόμενες μέρες ως τροπολογία στο νομοσχέδιο. Επίσης, η κατάργηση του μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ στα νησιά του βορείου Αιγαίου αναφέρεται ρητά στο Μεσοπρόθεσμο, αν και το νομοσχέδιο δεν περιέχει σχετική ρύθμιση.

ΕΚΤ- ΔΝΤ για το χρέος

Στο μέτωπο του χρέους, η διελκυστίνδα με τη Γερμανία έχει στο άλλο άκρο της όχι μόνο το ΔΝΤ, αλλά και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, πηγές της οποίας διαμηνύουν σε κάθε τόνο ότι δεν θα κάνουν εκπτώσεις στις απαιτήσεις τους για την εξασφάλιση της βιωσιμότητάς του. Σε περίπτωση που αυτή δεν εξασφαλισθεί, σύμφωνα με τους όρους που θέτουν, θα αρθεί το waiver, το οποίο σήμερα επιτρέπει την αποδοχή των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου από την ΕΚΤ, εξασφαλίζοντας φθηνότερη χρηματοδότηση για τις τράπεζες και φυσικά η Ελλάδα δεν θα συμμετάσχει στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.

Η ΕΚΤ, σύμφωνα με πληροφορίες, δεν θα δημοσιοποιήσει την έκθεση βιωσιμότητας του χρέους της. Ωστόσο, η απόφασή της για το waiver θα φανερώσει σε κάθε περίπτωση το περιεχόμενο της ανάλυσής της.

Εξάλλου, η ανάλυσή της δεν θα απέχει λογικά από αυτές της Κομισιόν και του ESM, αφενός και του ΔΝΤ αφετέρου. Το τελευταίο θα συντάξει τη δική του ανάλυση σύντομα, μετά από επισκόπηση της ελληνικής οικονομίας, στο πλαίσιο του λεγόμενου «άρθρου 4».

ΕΚΤ και ΔΝΤ πιέζουν για παράταση των δανείων του ΕFSF κατά 15 χρόνια, όσο είναι το ανώτατο όριο που προβλεπόταν στην περυσινή απόφαση του Eurogroup, καθώς και πλήρη αυτοματοποίηση των μέτρων ελάφρυνσης, χωρίς προϋποθέσεις. Η Γερμανία υποχώρησε στα πέντε χρόνια, μετά την αρχική της πρόταση για μόλις τρία χρόνια. Σημειώνεται, πάντως, ότι η Τράπεζα της Ελλάδος είχε πραγματοποιήσει μελέτη που έδειχνε ότι το χρέος γίνεται βιώσιμο με μεσοσταθμική επέκταση των δανείων κατά 8,5 χρόνια. Αυτό ίσως αποτελέσει ένα σημείο συμβιβασμού στο τέλος, έτσι ώστε ΔΝΤ και ΕΚΤ να δώσουν το πράσινο φως για τη βιωσιμότητα του χρέους και οι αγορές να μην τιμωρήσουν σκληρά την Ελλάδα, με υπερβολικά υψηλό κόστος δανεισμού, βγαίνοντας από το μνημόνιο.

Ενα τέτοιο υψηλό κόστος, επισημαίνουν τραπεζικές πηγές, ακόμη κι αν δεν επηρεάσει άμεσα το Δημόσιο, σε περίπτωση που οι ανάγκες του θα καλύπτονται από το «μαξιλάρι» ασφαλείας, θα ανεβάσει στα ύψη το κόστος δανεισμού των τραπεζών, μέσω ρέπος και άλλων προϊόντων, επηρεάζοντας το σύνολο της οικονομίας.

Ωστόσο, ακόμη δεν έχει βρεθεί το σημείο αυτό του συμβιβασμού. Η δε Γερμανία έδωσε ένα ακόμη δείγμα της «σκληρής» της στάσης την Παρασκευή, όταν απέτρεψε απόφαση του ESM να εκταμιεύσει 1 δισ. ευρώ προς την Ελλάδα, επειδή δεν είχε τηρήσει μέχρι κεραίας τις υποχρεώσεις της για την εξόφληση ληξιπρόθεσμων οφειλών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή