Προτού χριστεί επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης είχε τη γλώσσα του λυτή. Σε ένα πάνελ, στο συνέδριο των Δελφών, είχε πει ότι προτιμούσε τον ακριβό δανεισμό από την προληπτική πιστωτική γραμμή. Προτιμούσε δηλαδή να επιβαρύνεται ο φορολογούμενος με επιπλέον κόστος, για να ανακτήσει η κυβέρνηση αυτό που ο ίδιος είχε περιγράψει ως μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας.
Τώρα, υπό τη νέα του ιδιότητα, ο Κουτεντάκης προειδοποιεί την κυβέρνηση που τον διόρισε για το τίμημα της ελευθερίας. Τυχόν αθέτηση των δεσμεύσεων, τυχόν εκλογική χαλαρότης θα στείλει το λάθος μήνυμα. Θα σημάνει (παράταση στην) αδυναμία δανεισμού. Πράγματα αυτονόητα, αλλά όχι δεσμευτικά για τον ΣΥΡΙΖΑ. Αξίζει κανείς να αναρωτηθεί: Αν έχει φτάσει ο Δεκέμβριος και η εικόνα της κυβέρνησης δεν έχει βελτιωθεί· αν ο Τσίπρας έχει να διαλέξει μεταξύ του αξιόχρεου της χώρας και μιας δαπανηρής –και, παρεμπιπτόντως, υπονομευτικής για την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας– εκλογικής σπέκουλας· τι θα διαλέξει; Αυτοσυγκράτηση ή «δώσ’ τα όλα»;
Η απάντηση στο ερώτημα εξηγεί και γιατί η κυβέρνηση εξαρχής προτιμούσε την ιδέα ενός «μαξιλαριού» από την προληπτική πιστωτική γραμμή. Την προτιμούσε μεν για λόγους προπαγανδιστικούς – για να λέει ότι εκείνη δεν φόρεσε μετά την έξοδο το κοστούμι που ετοιμάζονταν να φορέσουν οι Σαμαροβενιζέλοι. Την προτιμούσε, όμως, κυρίως επειδή της έδινε την ευχέρεια να αγνοήσει τις αγορές και τους δανειστές για ένα μικρό, προεκλογικό διάστημα. Ολοι –μέχρι και ο Κουτεντάκης– λένε ότι τα πρώτα βήματα μετά την αποσωλήνωση θα είναι τα πιο κρίσιμα. Ολοι αναγνωρίζουν ότι το «μαξιλάρι» δεν πρέπει να πειραχτεί. Ποιος όμως μπορεί να στοιχηματίσει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα αντισταθεί στον πειρασμό να παίξει προεκλογικά; Ποιος έχει προλάβει να ξεχάσει ότι το έχει ξανακάνει;