Αφιέρωσα τις τελευταίες εβδομάδες δουλεύοντας με ανθρώπους του Δήμου της Αθήνας, αλλά και Αθηναίους που χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες του. Δύο πράγματα μου είναι ξεκάθαρα: ο δήμος έχει παθογένειες όμοιες με αυτές του κεντρικού κράτους και, αντίθετα από το κεντρικό κράτος, μπορεί να τις διορθώσει άμεσα εάν αλλάξει στόχους και δομές.
Οι δημοτικές υπηρεσίες λειτουργούν όπως τα υπουργεία: δρουν αποσπασματικά και σε σιλό, ελαχίστως σχεδιάζουν από κοινού και σπανίως συνεργάζονται για να λύσουν κοινά προβλήματα. Οι διαδικασίες τους, καθορισμένες σε μεγάλο βαθμό από τα υπουργεία, μας φέρνουν αντιμέτωπους με κενά αρμοδιοτήτων, επικαλύψεις ρόλων και θολές συναρμοδιότητες. Στελέχη του δήμου, με φιλότιμο και όρεξη, αναγκάζονται να λειτουργούν στις παρυφές του οργανισμού και να αντλούν χρήματα για το έργο τους από ξένες πηγές.
Οταν τελειώνουν τα χρηματοδοτούμενα προγράμματα, σταματούν να λειτουργούν και οι υπηρεσίες. «Οκταμηνίτες» συμβασιούχοι αναλαμβάνουν να φέρουν εις πέρας κρίσιμα έργα τα οποία, όταν τελειώνει το οκτάμηνο, περνούν σε άλλα χέρια. Η γνώση, αλλά και η εμπιστοσύνη, που χάνεται σε κάθε αλλαγή είναι ανυπολόγιστη.
Παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες στελεχών και υπαλλήλων, οι πολίτες της Αθήνας νιώθουμε ότι το σύστημα δεν λειτουργεί, ότι κάθε προσπάθεια είναι μάταιη και ότι η εγκατάλειψη είναι ο κανόνας. Και κάπως έτσι, το σπιράλ της εγκατάλειψης συνεχίζει την καθοδική του πορεία.
Μπορεί ο δήμος να αντιστρέψει αυτή την πορεία; Ενας τρόπος είναι να προσεγγίσουμε το πρόβλημα συμβατικά. Να βασιζόμαστε σε ανθρώπους με γνώση και διάθεση αυτοθυσίας, που θα είναι διατεθειμένοι να πάρουν τεράστιο προσωπικό ρίσκο και πενιχρούς μισθούς για να αντιμετωπίσουν κάθε δυσεπίλυτο πρόβλημα. Ο δεύτερος είναι να αλλάξουμε τις δομές και τη λειτουργία του δήμου ώστε ο πολίτης να απολαμβάνει ολοκληρωμένη εμπειρία υπηρεσιών και όχι μισοτελειωμένα προγράμματα. Να κάνουμε, δηλαδή, τον δήμο μας ανθρωποκεντρικό για να γίνει η πόλη μας ανθρώπινη.
Πώς επιτυγχάνεται αυτό; Η διαδικασία δεν είναι απλή, αλλά έχει δοκιμαστεί. Ξεκινά από το να αντιμετωπίσουμε τη ρίζα του προβλήματος και όχι μόνο αυτό που φαίνεται. Αυτό πρέπει να το πετύχει μια δυνατή επιτελική ομάδα που συνεργάζεται στην κορυφή. Το δεύτερο βήμα είναι να δώσουμε αξία στο έργο των ανθρώπων του δήμου και να τους εμπνεύσουμε να αντιληφθούν την τεράστια σημασία των λειτουργημάτων που επιτελούν.
Το τρίτο είναι να δημιουργήσουμε δομές συνεργασίας, όπου κάθε φορέας, κάθε ενδιαφερόμενος Αθηναίος μπορεί να συμβάλει στην επίλυση ενός ζητήματος. Κάθε πόλη που έχει λύσει προβλήματα ασφάλειας, για παράδειγμα, τα έχει λύσει με τη συμβολή του δήμου, του κράτους, αλλά πρωτίστως των πολιτών.
Πάντα πίστευα ότι η πόλη στην οποία επέλεξα να ζήσω, να δουλέψω και να μεγαλώσω τα παιδιά μου είναι γεμάτη ανεκπλήρωτη αξία, αξία που χάνεται. Από τα παιδιά μας, που φεύγουν σε πόλεις που προσφέρουν περισσότερα, μέχρι την κάθε γειτονιά μας, που δοκιμάζεται, η Αθήνα κρύβει τον πλούτο που χρειαζόμαστε για να προοδεύσουμε. Πάντα πίστευα ότι οι λύσεις βρίσκονται ανάμεσά μας, αν είμαστε έτοιμοι να καθίσουμε γύρω από ένα τραπέζι και να συνεργαστούμε. Στη Δημοτική Αγορά Κυψέλης, νέοι άνθρωποι εφαρμόζουν πρακτικές που γεννήθηκαν μέσα από διαβούλευση με τη γειτονιά και κάνουν θαύματα. Και πάντα πίστευα ότι είμαστε ένας λαός που ανταποδίδουμε την αξία που μας δίνουν. Η συμπεριφορά μας στο μετρό, στο νέο αεροδρόμιο, στο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης δείχνει ότι κάθε εξουσία, θεσμός και έργο υποδομής που μας σέβεται απολαμβάνει τον σεβασμό μας.
Σε αυτές τις τρεις συνθήκες κρύβεται και η συνταγή για την αντιστροφή της πορείας του σπιράλ. Διότι όπου υπάρχει πλούτος να αξιοποιήσουμε, όπου υπάρχει διάθεση να συνεργαστούμε και όπου υπάρχει σεβασμός να ανταποδώσουμε, μπορούμε να πετύχουμε λύσεις διαχρονικές.
Με ρωτούν γιατί διεκδικώ τον δήμο της Αθήνας. Είναι λάθος το ερώτημα. Διεκδικώ να χτίσουμε μαζί τον «δήμο των Αθηναίων». Μια πόλη που έχει εμάς στο επίκεντρο της προσοχής της και σχεδιάζει με μόνο γνώμονα τη δική μας ασφάλεια και ευημερία.
* Ο κ. Παύλος Γερουλάνος είναι πρώην υπουργός του ΠΑΣΟΚ.