Μεσάνυχτα Χριστουγέννων. Δύσκολη νύχτα να την περάσεις παρέα με έναν άστεγο στο κέντρο της Αθήνας. Να γυρίσεις το τελάρο και να προτείνεις να σταθείτε αντικριστά για το γιορτινό γεύμα. Κι όμως, υπάρχει άνθρωπος τόσο κοντά μας που η αυθόρμητη ευχή του που θα ήθελε να «πιάσει» είναι «να μη βρέχει». Αυτό, για να προστατεύεται το εκτεθειμένο «σπιτικό» του, όπως το αποκάλεσε, αφού περίπτωση να το εγκαταλείψει δεν υπάρχει. Ακόμη και όταν βρέχει.
Είχα τελειώσει το ωράριό μου στη δουλειά και έπειτα από ένα πέρασμα από τη βραδινή λειτουργία στη Μονή Πετράκη και τις εθιμοτυπικές επισκέψεις, είχε έρθει η ώρα του γυρισμού για το σπίτι. Κάπου εκεί με έπιασα να σκέφτομαι πως θα ήταν πολύ ωραία η εικόνα ενός ανθρώπου που δεν θα είχε πρόσκληση για ένα εορταστικό τραπέζι και πολύ περισσότερο δεν το περίμενε, να του προσφερθεί ως δώρο. Σκέφτηκα τους δεκάδες αστέγους στο κέντρο της Αθήνας. Υστερα από μικρή περιπλάνηση, και αφού είχα προμηθευτεί κάποια φαγητά από ένα διανυκτερεύον εστιατόριο, το βλέμμα στάθηκε στη φιγούρα γωνία Σταδίου και Κοραή.
«Το καλύτερο δώρο»
Η υποδοχή που μου επιφύλαξε ήταν οικοδεσπότη, προτείνοντάς μου μια ζεστή χειραψία εξαφανίζοντας κάθε ρυτίδα πάχνης που ήταν μαζεμένη τριγύρω μας. «Εχω σταματήσει να κάνω όνειρα. Δεν ξέρω κάθε μέρα τι θα μου συμβεί. Το μόνο που θα ήθελα είναι να μη χάνω τα πράγματά μου. Κάθε φορά που ξυπνάω, ψάχνω να βρω τι είναι αυτό που θα λείπει. Προσπαθώ να κοιμάμαι και να έχω πάνω μου όσα περισσότερα μπορώ, αλλά δεν γίνεται», εξιστορεί ο χριστουγεννιάτικος συνδαιτυμόνας μου, δείχνοντας να απολαμβάνει όσο τίποτα τα εδέσματα που ακουμπήσαμε στο αυτοσχέδιο τραπέζι που στήσαμε. «Είναι το καλύτερο δώρο που θα μπορούσα να έχω. Δεν είχα σκεφτεί ότι θα μπορούσε να γίνει. Πώς μπορεί κάποιος να μου κάνει τέτοιο δώρο. Θα κρατήσω και για αύριο. Το πρωί μόλις ξυπνήσω θα πάω στον Αγιο Γεώργιο Καρύτση να σου ανάψω ένα κερί. Γιορτάζω κιόλας», συμπληρώνει.
«Ημουν ευάλωτος. Η οικονομική κρίση, τα προβλήματα στην οικογένεια και ο τσακωμός με τον αδερφό μου με οδήγησαν εδώ», σημειώνει κοφτά, προσθέτοντας πως έχει μια κόρη που ελπίζει αυτές τις ημέρες να περνάει πολύ όμορφα. «Δεν πάω σε δομές, είναι πρόσκαιρα όλα αυτά. Εγώ πληρώνω τα λάθη μου. Ομως, τι δεν θα έδινα για να κοιμηθώ σ’ ένα κανονικό κρεβάτι… Αλλά σε σπίτι, σαν άνθρωπος, πουθενά αλλού. Εχω να κοιμηθώ σε κρεβάτι κοντά στα έξι χρόνια», διηγείται ενώ παρατηρεί την τηλεφωνική συσκευή που μόλις έβγαλα από το μπουφάν μου. «Τι είναι αυτό;» ρωτά. «Κινητό», απαντώ. «Να βγάλουμε φωτογραφία να έχεις, αν βγάζει. Παλιά ήμουν κούκλος. Νέος, ήμουν πολύ όμορφος», λέει ο 46χρονος σήμερα Χ. «Μου αρέσει να βλέπω τον κόσμο που περνά. Φαίνεται πως όλοι έχουν προβλήματα. Δεν βλέπω να χαμογελούν. Δεν με ξεχνούν όμως, ο καθένας μου αφήνει ό,τι μπορεί, δεν ζητάω κι εγώ».
Την ίδια ώρα δίπλα μας περπατούν άνθρωποι κάθε λογής, καλλωπισμένοι, έτοιμοι για τις χριστουγεννιάτικες εξόδους τους. Δεν βγήκαν από το κάδρο μας μιας και κάθε τόσο εισπράτταμε μερικά βλέμματα συμπόνιας και λύπης που καθόλου ταιριαστά δεν ήταν με τα δικά μας συναισθήματα.
Η αντίθεσή μας έμοιαζε μεγάλη, αλλά λεπτό δεν αισθανθήκαμε σαν σχήμα οξύμωρο. «Οι άνθρωποι φοβούνται, δεν με πλησιάζουν παρά μόνο από απόσταση. Δεν πειράζει. Εγώ ξέρω ότι όλα εξαρτώνται από μια λάθος κίνηση. Μια μόνο χρειάζεται. Στο λέω γιατί ξέρω από εμένα», τονίζει δείχνοντας πως εκείνος γνωρίζει καλύτερα πως η κλωστή ανάμεσα στην επιτυχία και την αποτυχία είναι εξαιρετικά λεπτή.
«Και μη με ξεχάσεις»
Tη νύχτα των Χριστουγέννων, ένας πολυσύχναστος δρόμος των Αθηνών, είχε μια λιγότερη σκοτεινή γωνιά. «Και μη με ξεχάσεις», ήταν αυτό που ειπώθηκε αντί… επιλόγου.