Ανεπάρκεια ή σκοπιμότητα;

4' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πολύς λόγος γίνεται για τις γνωμοδοτήσεις του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ), που αφορούν την κήρυξη και οριοθέτηση αρχαιολογικού χώρου στον Δήμο Πειραιά και στην επιβολή όρων στο Αρχικό Αναπτυξιακό Πρόγραμμα και στη Μελέτη Διαχείρισης (master plan) του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ). Οι δύο γνωμοδοτήσεις συμπλέκονται στην αναπτυξιακή προοπτική του Πειραιά και στο επενδυτικό σχέδιο του ΟΛΠ, όπως περιγράφεται στη σύμβαση παραχώρησης μεταξύ του ελληνικού Δημοσίου και του ΟΛΠ Α.Ε., που κυρώθηκε από τη Βουλή (Ν. 4404/2016).

Ο Πειραιάς ήταν δήμος της αρχαίας Αθήνας και το ισχυρό επίνειό της, από την εποχή του Θεμιστοκλή. Κατάλοιπα της αρχαιότητας είναι γνωστά σε πολλά σημεία στην εντός των αρχαίων τειχών περιοχή του σημερινού Δήμου Πειραιά. Ιχνη αρχαίων κτιρίων έχουν εντοπιστεί και εντός της χερσαίας ζώνης του εμπορικού λιμένα, χωρίς να έχουν εμποδίσει στο παρελθόν –2013 και 2014– τη χωροθέτηση σύγχρονων χρήσεων, με έγκριση του υπουργείου Πολιτισμού.

Η γνωμοδότηση του ΚΑΣ «υπέρ της κήρυξης και οριοθέτησης ως αρχαιολογικού χώρου της αρχαίας εντός των τειχών πόλης του Πειραιά, από τα τείχη έως την ακτογραμμή» δεν στερείται αιτιολογίας και λογικής, σε αντίθεση με την πρόταση της αρμόδιας Εφορείας Αρχαιοτήτων για κήρυξη ως αρχαιολογικού χώρου του συνόλου του δήμου.

Το παράλογο και αναιτιολόγητο έγκειται στην απόφαση της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου να προχωρήσει τη διαδικασία στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή: Ελάχιστο χρόνο πριν από τις αυτοδιοικητικές εκλογές, με αντίθετους –δεδομένης της απουσίας ουσιαστικής ενημέρωσης και διαβούλευσης– τον δήμο και τους παραγωγικούς φορείς της πόλης, και σε άμεση συνάφεια με το master plan του ΟΛΠ.

Το υπουργείο Πολιτισμού όφειλε να έχει κηρύξει και οριοθετήσει τον αρχαιολογικό χώρο πριν από την υπογραφή της Σύμβασης το 2016, ώστε να είναι εκ των προτέρων γνωστοί στους επενδυτές οι όροι και οι προϋποθέσεις, που θέτει το Δημόσιο. Η κήρυξη δεν απαγορεύει a priori την ανοικοδόμηση ή συγκεκριμένες χρήσεις και λειτουργίες. Ομως, οποιαδήποτε αντίστοιχη δραστηριότητα, εντός του κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου, οφείλει να τύχει της έγκρισης της αρμόδιας Εφορείας Αρχαιοτήτων, η οποία αναλόγως αποφαίνεται ή παραπέμπει τα προς αδειοδότηση θέματα στο Τοπικό Συμβούλιο Μνημείων Αττικής ή στο ΚΑΣ. Αν το υπουργείο δεν αντιμετωπίσει τα αιτήματα με στιβαρές και ταχείες διαδικασίες, οι καθυστερήσεις μπορεί να είναι μεγάλες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Με δεδομένη την κύρωση της σύμβασης παραχώρησης το 2016, η εκ των υστέρων κήρυξη είναι καταχρηστική. Εκθέτει απολύτως την ελληνική πλευρά, θέτει εν αμφιβόλω τη συγκεκριμένη επένδυση και εκπέμπει μηνύματα αναξιοπιστίας προς μελλοντικούς επενδυτές.

Το ανάλογο συμβαίνει και με τον ΟΛΠ. Το ΚΑΣ, δικαιολογημένα, ζήτησε τη μείωση του εμβαδού των κτιρίων υποδοχής, στον επιβατικό λιμένα της κρουαζιέρας. Ογκοι 24.000 και 18.000 τ.μ. είναι εκτός κλίμακας του Πειραιά – συγκριτικά το Μουσείο της Ακρόπολης είναι περίπου 15.000 τ.μ. Ζητήθηκε, επίσης δικαιολογημένα, η ανέγερση του πεντάστερου ξενοδοχείου, στο Πόρτε Λεόνε να λάβει υπόψη το ευρισκόμενο σε άμεση γειτνίαση σωζόμενο τμήμα του κονωνείου τείχους. Ομως, αυτές οι αρχές και τα κριτήρια θα έπρεπε να έχουν συμπεριληφθεί στο Ν. 4404/2016, που συμπτωματικά(;) δεν φέρει την υπογραφή του τότε υπουργού Πολιτισμού, Αριστείδη Μπαλτά, ο οποίος όμως ψήφισε τον νόμο ως μέλος του Κοινοβουλίου. Ανεπάρκεια, άγνοια διοικητικών διαδικασιών ή πολιτική σκοπιμότητα; Αποτέλεσμα, η χώρα να εκτίθεται, η επένδυση να κινδυνεύει, οι μελλοντικοί επενδυτές να αποθαρρύνονται.

Το πρόβλημα δεν αφορά το ΚΑΣ, αλλά την πλημμελή διαχείριση της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου, η οποία δεν αξιοποίησε εγκαίρως τα εργαλεία του Ν. 3028/2002 «Περί της προστασίας των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς», ούτε και τις διατάξεις «Ρυθμίσεις για αρχαιολογικές έρευνες και εργασίες στο πλαίσιο μεγάλων ιδιωτικών έργων» του Ν. 4072/2012 «Βελτίωση του Επιχειρηματικού Περιβάλλοντος», προσαρμοσμένες στο συγκεκριμένο επενδυτικό σχέδιο.

Με αφορμή το master plan του ΟΛΠ, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου θυμήθηκε, οψίμως, το Μουσείο Εναλίων Αρχαιοτήτων, το οποίο απεμπόλησε από αδράνεια, ανικανότητα ή σκοπιμότητα το 2016. Στην ανακοίνωση, που εξέδωσε μετά τη γνωμοδότηση του ΚΑΣ, αναφέρεται ότι «επιβεβαιώνεται η ανάγκη υλοποίησης του προγράμματος της Πολιτιστικής Ακτής Πειραιά, για την επίτευξη των στόχων της οποίας κρίνεται απαραίτητη η λειτουργία του Δημοσίου Μουσείου Εναλίων Αρχαιοτήτων στο κτίριο του Silo».

Η δημιουργία Μουσείου Εναλίων Αρχαιοτήτων, ως μέρος του Προγράμματος της Πολιτιστικής Ακτής, στο Silo –το κτίριο των διαμετακομιστικών αποθηκών σιτηρών, εμβαδού 11.700 τ.μ., το οποίο μαζί με τους ταινιοδρόμους διατηρείται ως δείγμα βιομηχανικής αρχαιολογίας– σχεδιάστηκε το 2010. Ως το 2014, η Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων εκπόνησε μουσειολογική και μουσειογραφική μελέτη, που εγκρίθηκαν από τα κεντρικά συμβούλια του υπουργείου. Παράλληλα, ο ΟΛΠ διενήργησε διεθνή διαγωνισμό για τη μετατροπή του κτιρίου σε μουσείο, το αποτέλεσμα του οποίου απέσπασε διθυραμβικά σχόλια.

Ολα σταμάτησαν το 2016, όταν η ηγεσία του υπουργείου όχι μόνον απέτυχε –αντίθετα με άλλους φορείς του Δημοσίου και της Αυτοδιοίκησης– να εξαιρεθεί το Silo από τη σύμβαση παραχώρησης και να αποδοθεί στο υπουργείο Πολιτισμού, αλλά λόγω ιδεοληψίας αποθάρρυνε τους επενδυτές, που αρχικά έδειξαν ενδιαφέρον για το συγκεκριμένο μουσείο. Η αναφορά στο Παράρτημα 3.5 του Ν. 4404/2016 –όπου περιλαμβάνονται εκτάσεις και κτίρια εξαιρούμενα της παραχώρησης– ότι το κτίριο μπορεί «είτε να επισκευασθεί είτε να αξιοποιηθεί ως μουσείο» δεν δημιουργεί καμία δέσμευση σε κανέναν. 

Η ανακοίνωση του υπουργείου καταλήγει ότι «η προστασία και ανάδειξη των αρχαιοτήτων και της πολιτιστικής κληρονομιάς δεν αποτελεί εμπόδιο για το επενδυτικό πλάνο του ΟΛΠ και την οικονομική ανάπτυξη του Πειραιά, αντίθετα προσδίδει ισχυρή προστιθέμενη αξία…». Θεωρητικά δύσκολα μπορεί να υπάρξει διαφωνία. Η ορθολογική διαχείριση του πολιτιστικού πλούτου μπορεί να εξασφαλίσει πολυεπίπεδες επενδυτικές και αναπτυξιακές δυνατότητες.

Ομως, απαιτείται δημιουργία κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των μερών. Απαιτούνται η έγκαιρη διαβούλευση, η συνεργασία ανάμεσα στους εμπλεκόμενους, με σαφή κριτήρια και διαφανείς διαδικασίες. Απαιτούνται πρόδρομες ενέργειες, προκειμένου να διασφαλιστεί η μέριμνα του πολιτιστικού αποθέματος, αλλά και η απρόσκοπτη υλοποίηση επενδυτικών προγραμμάτων. Απαιτούνται η τήρηση των συμφωνιών και όχι η εκ των υστέρων τροποποίηση όρων και προϋποθέσεων, ο ουσιαστικός και όχι ο προσχηματικός διάλογος. Απαιτούνται όλα όσα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και το υπουργείο Πολιτισμού, σήμερα, δεν εφαρμόζει από άγνοια διοίκησης, ανεπάρκεια ή σκοπιμότητα…

* Η κ. Λίνα Μενδώνη είναι δρ αρχαιολόγος στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών, πρώην γενική γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή