Με τον «νόμο Διαμαντοπούλου», η πολιτεία προσπάθησε να διορθώσει λάθη του παρελθόντος στα Πρότυπα Πειραματικά Σχολεία, αναβαθμίζοντάς τα μέσω της αυτονομίας, λογοδοσίας και αξιολόγησης. Ο νέος νόμος δεν αναγνωρίζει στο Επιστημονικό Εποπτικό Συμβούλιο την αρμοδιότητα να ελέγχει τα κριτήρια για την πλήρωση των θέσεων στα σχολεία, αλλά αυτή ανατίθεται σε κεντρική υπηρεσία του υπουργείου.
Στον προηγούμενο νόμο, η λογική της διπλής πενταετούς θητείας ήταν οι υπηρετήσαντες στα ΠΠΣ να μεταφέρουν την τεχνογνωσία και σε άλλα σχολεία, ώστε να υπάρχει διάχυση. (Οσοι έχουν μετάσχει στη διαδικασία, βελτιώθηκαν παιδαγωγικά, επιστημονικά, διδακτικά). Με τον νέο νόμο η απόδοση ισόβιας οργανικής και η κατάργηση της αξιολόγησης όχι μόνον παρατείνουν δύο βασικές παθογένειες της δημόσιας εκπαίδευσης, αλλά επαναφέρουν πολιτισμικές συμπεριφορές του Ελληνα που δεν συνάδουν με τον 21ο αιώνα. Η ανασφάλεια και η έλλειψη εμπιστοσύνης είναι χαρακτηριστικά μιας πολιτείας φοβικής και ατελούς, που δεν έχει βρει ακόμη μηχανισμούς αξιόπιστους και θεσμούς που υπηρετούν στόχους, οι οποίοι ξεπερνούν τον κύκλο ζωής μιας υπουργικής θητείας. Το πρόβλημα εντείνεται γιατί οι θεσμοί της ανώτερης εκπαιδευτικής ιεραρχίας στελεχώνονται με τον τρόπο της μεταπολίτευσης: η ανυπαρξία ουσιαστικής αξιολόγησης (ο πυρήνας του λειτουργήματος του εκπαιδευτικού είναι η διδασκαλία), οδηγεί στην επιλογή –μέσω της μοριοδότησης– εκπαιδευτικών όχι απαραίτητα κατάλληλων για τη θέση που καταλαμβάνουν. Το ιστορικό ζητούμενο είναι η θέσπιση Ανεξάρτητης Αρχής που θα θέτει στόχους συγκεκριμένους και εντός χρονικού πλαισίου εξαετίας ή επταετίας· στοιχείο απαραίτητο κατά τις διεθνείς πρακτικές για να αλλάξει αποτελεσματικά ένας οργανισμός.
* Ο κ. Αχιλλέας Ντελλής είναι εκπαιδευτικός στο 1ο Πειραματικό ΓΕΛ Αθηνών, υπότροφος Fulbright 2019.