Γ. Σανιδάς: Ομως υπάρχουν και Δικαστές και Εισαγγελείς στο Βόλο

Γ. Σανιδάς: Ομως υπάρχουν και Δικαστές και Εισαγγελείς στο Βόλο

16' 37" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Επί τριάντα σχεδόν χρόνια μετά τη μεταπολίτευση, είχαν κάνει την εμφάνισή τους και δρούσαν τρομοκρατικές οργανώσεις με διάφορες ονομασίες, με κυριώτερη και μακροβιώτερη εκείνη με την ονομασία «17 Νοέμβρη». Η δράση των οργανώσεων αυτών, που στόχο είχε την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος, όπως με τις προκηρύξεις διακήρυσσαν, δεν περιοριζόταν σε επιθέσεις κατά πραγμάτων και εγκαταστάσεων, με τη χρήση κυρίως εκρηκτικών υλών.

Είχε ως στόχο και συνέπεια την εν ψυχρώ δολοφονία δεκάδων ανθρώπων, οι οποίοι, κατά τη λογική των τρομοκρατών, ήταν «εχθροί του λαού». Μεταξύ των θυμάτων περιλαμβάνονταν πολιτικά πρόσωπα, όπως ο Παύλος Μπακογιάννης, επιχειρηματίες, όργανα της αστυνομίας, αλλά ακόμη και τέσσερις Εισαγγελικοί λειτουργοί, εκ των οποίων ένας δολοφονήθηκε το έτος 1985 και οι λοιποί δέχθηκαν τις δολοφονικές επιθέσεις τον μήνα Ιανουάριο του 1989, που ήταν ο μήνας του πένθους και της οδύνης για τη Δικαιοσύνη, κυρίως όμως για τους Εισαγγελικούς λειτουργούς, που είχαν μπει κι αυτοί στο στόχαστρο των τρομοκρατών.

Επί τριάντα περίπου χρόνια, η ελληνική κοινωνία, συγκλονισμένη, έβλεπε μέλη της, να γίνονται «αμνοί προς σφαγήν», στο βωμό μιας ιδεολογικής και τυφλής ένοπλης βίας. Γιατί έτσι έκριναν οι ανακηρύξαντες εαυτούς σε υπέρτατους κριτές των πάντων και σωτήρες και οι ορίσαντες εαυτούς και χωρίς οποιοδήποτε νομιμοποιητικό έρεισμα, σε κριτές και εκτελεστές, στα πλαίσια του δικού τους νόμου, που φυσικά, είναι πέρα και πάνω από κάθε λογική, και ξένος προς τα δημοκρατικά ιδεώδη.

Είναι προφανές ότι όλα τα ανωτέρω δικαιολογούσαν την ταχύτατη παρέμβαση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, δια της, περί την 21η ώρα της Παρασκευής 17.5.2019, ασκήσεως αναιρέσεως (ενέργεια, από πλευράς ώρας, αμφιβόλου νομιμότητος), κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου. Με το βούλευμα αυτό απορριπτόταν δεύτερη αίτηση για χορήγηση αδείας, του καταδικασμένου σε ενδεκάκις ισόβια κάθειρξη, για αντίστοιχες, εν ψυχρώ δολοφονίες. Η εκδίκαση της αιτήσεως αναιρέσεως, ενώπιον του ΣΤ' τμήματος του Αρείου Πάγου ήταν ταχύτατη (χρειάστηκε τέσσερις ημέρες) – όπως ταχύτατη (εντός δύο ημερών) ήταν και η έκδοση αποφάσεως, με την οποία γινόταν δεκτή η αίτηση αναιρέσεως. Η πρόεδρος του εν λόγω τμήματος, μετά πάροδο ολίγων ημερών, επελέγη υπό του υπουργικού συμβουλίου για τη θέση της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου.

Είναι επίσης προφανές, ότι όλα τα ανωτέρω είναι εντελώς συμπτωματικά και κατέτειναν στη διόρθωση του τεραστίου σφάλματος (!) που είχε διαπράξει το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Βόλου, το οποίο τόλμησε να απορρίψει την αίτηση για χορήγηση τακτικής αδείας σε έναν κοινωνικό αγωνιστή, που απλώς είχε διαπράξει έντεκα δολοφονίες και είχε καταδικασθεί σε ισόβια κάθειρξη ένδεκα φορές, και εξ αιτίας της απορρίψεως έκανε απεργία πείνας, της οποίας ο σκοπός ήταν προφανής.

Το νομικό πλαίσιο

Το ζήτημα των προϋποθέσεων για τη χορήγηση τακτικών αδειών σε κρατουμένους ρυθμίζεται από το άρθρο 55 του Σωφρονιστικού Κώδικα. Η διάταξη αυτή προβλέπει ως τυπική προϋπόθεση για τη χορήγηση της αδείας την έκτιση ορισμένου χρόνου ποινής. Ειδικότερα, ορίζει το χρόνο ποινής που πρέπει να έχει εκτίσει ένας κατάδικος:

α. Επί μίας ποινής προσκαίρου καθείρξεως ή επί μιας ποινής φυλακίσεως (το 1/5)

β. Επί πολλών ποινών προσκαίρου καθείρξεως ή πολλών ποινών φυλακίσεως ή πολλών ποινών προσκαίρου καθείρξεως και φυλακίσεως (το 1/5 της συνολικής ποινής εφ’ όσον έχει γίνει επιμέτρηση, άλλως το 1/5 του αθροίσματος των επί μέρους ποινών)

γ. Επί μίας ποινής ισοβίου καθείρξεως (τουλάχιστον οκτώ έτη)

Η διάταξη του άρθρου 55 του Σ.Κ., ουδέν προβλέπει ούτε ρυθμίζει σχετικά με τη χορήγηση αδείας σε καταδικασμένους σε περισσότερες της μίας ποινές ισοβίου καθείρξεως. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι επιτρεπτή η χορήγηση τακτικής άδειας σε καταδικασμένους σε ποινές ισοβίου καθείρξεως περισσότερες της μιας. Θα ήταν άλλωστε παράδοξο και αντίθετο προς τη λογική, να γίνει δεκτό ότι ο νομοθέτης αποδέχεται  δυνατότητα χορήγησης τακτικής αδείας, επί εκτίσεως πολλών προσκαίρων καθείρξεων και φυλακίσεων, υπό την προϋπόθεση ότι λαμβάνονται υπόψη όλες οι ποινές (η συνολική ποινή, εάν έχει γίνει καθορισμός συνολικής ποινής ή το άθροισμα των επιμέρους ποινών, εάν δεν έχει γίνει επιμέτρηση και καθορισμός συνολικής ποινής) και επί εκτίσεως περισσοτέρων της μίας ποινών ισοβίου καθείρξεως, να λαμβάνεται υπόψη και να αρκεί, για τη χορήγηση τακτικής άδειας, η μία μόνο ποινή ισοβίου καθείρξεως.

Πέραν όμως τούτων, η διάταξη του άρθρου 55 Σ.Κ., προβλέπει ότι είναι επιτρεπτή η χορήγηση τακτικής αδείας στον εκτίοντα μία ποινή ισοβίου καθείρξεως, εφ’ όσον δεν εκκρεμεί κατ’ αυτού ποινική διαδικασία, για αξιόποινη πράξη σε βαθμό κακουργήματος. Η προϋπόθεση αυτή οδηγεί εξ αντιδιαστολής, στο λογικό επιχείρημα και συμπέρασμα, ότι δεν είναι δυνατή η χορήγηση τακτικής αδείας σε κρατούμενο, με ποινή ισοβίου καθείρξεως, κατά του οποίου δεν εκκρεμεί απλώς ποινική διαδικασία για αξιόποινη πράξη σε βαθμό κακουργήματος, αλλά είναι ήδη καταδικασμένος και για άλλη ή άλλες κακουργηματικές πράξεις, και μάλιστα σε ισόβια κάθειρξη ή ισόβιες καθείρξεις.

Εάν δεν γίνονταν δεκτά τα ανωτέρω, θα οδηγούμεθα στο εξής άτοπο και παράλογο: Ο καταδικασμένος άπαξ σε ισόβια κάθειρξη, κατά του οποίου εκκρεμεί απλώς ποινική διαδικασία για πράξη σε βαθμό κακουργήματος (από την οποία ενδέχεται και να απαλλαγεί), να απαγορεύεται να λαμβάνει τακτική άδεια, ενώ ο καταδικασμένος σε ισόβια κάθειρξη (δύο, τρεις ή δέκα φορές), να μπορεί να λαμβάνει τακτική άδεια, εφ’ όσον έχει κρατηθεί οκτώ τουλάχιστον έτη.

Οι ανωτέρω σκέψεις, αλλά και άλλες επί πλέον σκέψεις, που καταλαμβάνουν τέσσερις περίπου σελίδες του βουλεύματος, αποτελούν το θεμέλιο στο οποίο το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Βόλου στήριξε την κρίση του, σύμφωνα με την οποία, οι καταδικασμένοι σε περισσότερες από μία, ποινές ισοβίου καθείρξεως, δεν έχουν δικαίωμα και δεν μπορούν, γιατί δεν προβλέπεται, να λαμβάνουν τακτικές άδειες, κρίση η οποία είναι ορθή, εδραζόμενη σε άρτιες νομικές σκέψεις.

Παρά ταύτα, το ΣΤ τμήμα του Αρείου Πάγου, σε Συμβούλιο και τριμελή σύνθεση, ανήρεσε το ως άνω βούλευμα, με ελάχιστες σκέψεις, και επιχειρήματα μη συμβατά μάλιστα προς τους ερμηνευτικούς κανόνες, και χωρίς καν να ασχοληθεί και να αντικρούσει την επιχειρηματολογία του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου, κρίνοντας ότι οι καταδικασμένοι σε περισσότερες της μίας, ισόβιες καθείρξεις, έχουν δικαίωμα να λαμβάνουν τακτικές άδειες, κρίση, βεβαίως, η οποία είναι καταδήλως εσφαλμένη.

IΙΙ. Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται από αυτό τούτο το κείμενο της αποφάσεως του Αρείου Πάγου, το οποίο, ως προς το ανωτέρω ζήτημα, έχει ως ακολούθως: «…σε περίπτωση έκτισης ισόβιας κάθειρξης (θα πρέπει η κράτηση του καταδίκου) να έχει διαρκέσει τουλάχιστον οκτώ έτη, ανεξαρτήτως εάν πρόκειται περί ποινής ισόβιας κάθειρξης, πέραν της μιας, κατά την κρατούσα για το θέμα νομολογία (Γνωμ. Εισ. ΑΠ 14/14.11.2011, 2588/13.12.1995 και 7/21.10.1993) και την κρατούσα στη θεωρία αντίληψη, κατά την οποία και στις περισσότερες της μιας, ισόβιες καθείρξεις, αρκεί η οκταετής πραγματική έκτιση της ποινής για τη χορήγηση της αδείας (βλ ενδεικτικά Π. Μπρακουμάτσος: "ο θεσμός της χορήγησης άδειας σε κρατουμένους κατά το ν. 2776/1999. Θεωρία και πράξη", και να μην εκκρεμεί σε βάρος του ποινική διαδικασία για κακούργημα (αρνητική τυπική προϋπόθεση)…

Τούτο, βέβαια, προϋποθέτει ότι συνεκτίονται με κοινή έναρξη, είτε περισσότερες ποινές ισόβιας κάθειρξης, είτε ποινή ή ποινές ισόβιας κάθειρξης και πρόσκαιρης κάθειρξης ή φυλάκισης. Άλλωστε, η προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 55 παρ. 1 εδ. 3 του Σ.Κ., επιβάλλει, για τη χορήγηση της άδειας, τον αθροιστικό υπολογισμό των ποινών εκείνων που είναι δυνατόν να προσμετρηθούν κατά το άρθρο 94 παρ. 1 ΠΚ (πολύ περισσότερο στις περιπτώσεις που η αθροιστική έκτιση ποινών επιβάλλεται υποχρεωτικά από το νόμο και δεν χωρεί επιμέτρηση). Συνάγεται, επομένως, εξ αντιδιαστολής, ότι, αν η επιμέτρηση δεν είναι δυνατή κατά το νόμο, δεν μπορεί να γίνει λόγος περί αθροίσματος των ποινών αυτών (βλ. σελ. 7 και 8 της αποφάσεως του Αρείου Πάγου).

Επί των πιο πάνω σκέψεων της αποφάσεως του ΣΤ' τμήματος του Αρείου Πάγου, θα παρατηρήσουμε τα ακόλουθα:

α) Κατ’ αρχάς είναι πρόδηλο ότι το ΣΤ' τμήμα του Αρείου Πάγου, δεν θεμελιώνει σε δικές του σκέψεις την κρίση του, αλλά επικαλείται την κρατούσα, δήθεν, νομολογία, παραπέμποντας σε τρεις γνωμοδοτήσεις της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, και την κρατούσα, στη θεωρία, αντίληψη, παραπέμποντας ενδεικτικά! σε απόψεις που έχει διατυπώσει ο Π. Μπρακουμάτσος.

Όμως, πέραν του ότι τα τμήματα του Αρείου Πάγου κάνουν επίκληση, μόνον αποφάσεων της Ολομελείας του και ανεξαρτήτως του ότι εάν, τα μέλη του ΣΤ' τμήματος θεμελίωναν στην κρίση τους σε δικές τους σκέψεις, δεν θα ήταν ανάγκη να επικαλεσθούν τα ανωτέρω, φέρονται να αγνοούν τα πασίδηλα. Και αυτά είναι ότι, ούτε οι γνωμοδοτήσεις της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου αποτελούν νομολογία (νομολογία είναι η ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου υπό του δικαστηρίου), ούτε η μεμονωμένη θέση οποιουδήποτε μπορεί να συνιστά κρατούσα αντίληψη στη θεωρία. Όταν κάνεις λόγο για κρατούσα αντίληψη, παραπέμπεις, έστω ενδεικτικά, σε περισσότερους του ενός θεωρητικούς.

β) Τι εννοεί το ΣΤ' τμήμα του Αρείου Πάγου, με την παραδοχή «Τούτο (δηλ. η χορήγηση τακτικής άδειας σε πολυισοβίτη που έχει εκτίσει οκτώ έτη) προϋποθέτει ότι συνεκτίονται με κοινή έναρξη είτε περισσότερες ποινές ισόβιας κάθειρξης, είτε ποινή ή ποινές ισόβιας κάθειρξης και πρόσκαιρης κάθειρξης ή φυλάκισης», αφού ούτε συνέκτιση ποινών είναι επιτρεπτή, ούτε, πολύ περισσότερο, συνέκτιση και κοινή έναρξη περισσοτέρων της μιας ποινών ισοβίου καθείρξεως είναι επιτρεπτή αλλά και νοητή;

Και που κατατείνει αυτή η παραδοχή;

γ). Από πού συνάγεται εξ αντιδιαστολής ότι είναι επιτρεπτή η χορήγηση τακτικής άδειας σε καταδικασμένους σε περισσότερες της μιας ποινές ισοβίου καθείρξεως, επειδή δεν είναι δυνατή η προσμέτρηση και ο καθορισμός συνολικής ποινής, επί εκτίσεως πολλών ποινών ισοβίου καθείρξεως:

1.  όταν με το συμπέρασμα αυτό καλύπτεται ζήτημα μη ρυθμιζόμενο από το νόμο και συνεπώς, με την παραδοχή αυτή, οι δικαστές του ΣΤ' τμήματος μεταβάλλονται σε νομοθέτη

2. όταν το συμπέρασμα αυτό έρχεται σε αντίθεση προς τη λογική, αφού γίνεται δεκτό ότι ο καταδικαζόμενος σε πέντε π.χ. ισόβιες καθείρξεις, μπορεί να λαμβάνει τακτική άδεια, εάν έχει εκτίσει οκτώ έτη, ενώ ο καταδικασμένος σε άπαξ ισόβια κάθειρξη, κατά του οποίου εκκρεμεί κατηγορία σε βαθμό κακουργήματος, δεν μπορεί να λαμβάνει τακτική άδεια και

3. όταν με την παραδοχή της θέσεως του ΣΤ τμήματος του Αρείου Πάγου, παραβιάζεται η αρχή της ισότητας, αφού οι άπαξ ισοβίτες τίθενται στην ίδια μοίρα με τους πολυισοβίτες.

ΙV.  Πέραν των διαλαμβανομένων στις σελίδες 7 και 8, η απόφαση του ΣΤ τμήματος του Αρείου Πάγου, προκειμένου να ενισχύσει, υποτίθεται, τη θέση της, στη σελίδα 34 διαλαμβάνει τα ακόλουθα: «… Η θέση αυτή του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου, η οποία φαίνεται να εδράζεται στη γραμματική διατύπωση του συγκεκριμένου άρθρου, είναι εσφαλμένη, σύμφωνα και με όσα σχετικώς εξετέθησαν στις αρχικές σκέψεις της παρούσης αποφάσεως, καθώς πρέπει να σημειωθεί ότι ο νομοθέτης, στο αφηρημένο επίπεδο της κατάστρωσης διάταξης νόμου, χρησιμοποιεί πάντοτε τον ενικό αριθμό, χωρίς αυτό να υποδηλώνει ότι η εφαρμογή του εξαντλείται στην άπαξ πραγμάτωση του σχετικού κανόνα».

Η πιο πάνω σκέψη της αποφάσεως σε Συμβούλιο του Αρείου Πάγου:

α. Κατά το αρχικό σημείο, συνιστά ανεπίτρεπτη παραμόρφωση του περιεχομένου του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου, το οποίο, την κρίση του περί του ανεπιτρέπτου χορηγήσεως τακτικών αδειών σε πολυισοβίτες τη στηρίζει, όχι μόνο στη γραμματική ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 55 του Σ.Κ, όπως δέχεται η απόφαση του Αρείου Πάγου, αλλά σε πλειάδα στέρεων επιχειρημάτων και νομικών συλλογισμών, απότοκων των ερμηνευτικών κανόνων, που καταλαμβάνουν τέσσερις σχεδόν σελίδες του βουλεύματος (πολλοί απ’ αυτούς εξετέθησαν ανωτέρω), μεταξύ των οποίων και εκείνος, σύμφωνα με τον οποίο δεν μπορεί να ισχύσει κάτι που δεν ρυθμίζει ο νόμος, και αν σ’ αυτή την περίπτωση παρέμβει ο δικαστής, μετατρέπεται ανεπιτρέπτως σε νομοθέτη.

β. Κατά το σημείο που αναφέρει ότι η κρίση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου είναι εσφαλμένη «σύμφωνα και με όσα σχετικώς εξετέθησαν στις αρχικές σκέψεις της παρούσας αποφάσεως», οι σκέψεις αυτές, και για τους λόγους που εκθέσαμε, ουδέ κατ’ ελάχιστο μπορούν να κλονίσουν τις άρτιες νομικές σκέψεις του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου, με τις οποίες ο Άρειος Πάγος ούτε ασχολήθηκε ούτε αντέκρουσε.

γ. Κατά το τελευταίο σημείο η διατύπωση και το επιχείρημα είναι τουλάχιστον άστοχα και χωρίς λογικό και νομικό έρεισμα. Τι σημαίνει αλήθεια η φράση «ο νομοθέτης στο αφηρημένο επίπεδο της κατάστρωσης διάταξης χρησιμοποιεί πάντοτε τον ενικό αριθμό, χωρίς αυτό να υποδηλώνει ότι η εφαρμογή του εξαντλείται στην άπαξ πραγμάτωση του σχετικού κανόνα», αφού στο Ποινικό Δίκαιο δεν τίθεται πουθενά ζήτημα «πραγμάτωσης του ποινικού κανόνα» αλλά ζήτημα τελέσεως ενός εγκλήματος και εφαρμογής του προβλέποντος και τιμωρούντος αυτό, κανόνα.

Πέραν όμως τούτων, δεν εξηγεί η απόφαση, για ποιο λόγο, ενώ το άρθρο 55 του Σ.Κ χρησιμοποιεί ενικό αριθμό  και σε σχέση προς τις πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές (πρόσκαιρη κάθειρξη ή φυλάκιση), ο οποίος, κατά τη λογική της αποφάσεως του Αρείου Πάγου «δεν θα εξαντλείτο στην άπαξ πραγμάτωση του σχετικού κανόνα», στη συνέχεια, θεωρεί αναγκαίο να ρυθμίσει το ζήτημα του τι γίνεται στην περίπτωση που συντρέχουν πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές (πρόσκαιρες καθείρξεις ή φυλακίσεις ή και τα δύο), ενώ αντιθέτως, δεν ρυθμίζει το ζήτημα του τι θα πρέπει να γίνει εάν συντρέχουν σε βάρος ενός καταδίκου, περισσότερες της μίας ποινές ισοβίου καθείρξεως.

Εάν ο νομοθέτης ήθελε να λαμβάνουν τακτική άδεια, καταδικασμένοι σε περισσότερες της μιας ισόβιες καθείρξεις, θα έπρεπε να ορίζει τούτο ρητώς, ή άλλως, και κατά πάσα περίπτωση, θα έπρεπε να ορίζει ότι για κάθε μία επιπλέον της πρώτης, ποινή ισοβίου καθείρξεως, θα πρέπει να εκτίει επί πλέον των οκτώ, ποινή πχ τριών, πέντε ή και επτά ετών.

Όμως, δεν το ρυθμίζει, και τούτο πράττει ο νομοθέτης ενσυνείδητα, διότι κρίνει ότι δεν πρέπει και  δεν μπορεί να λαμβάνει τακτικές άδειες, ο καταδικασμένος σε περισσότερες της μιας ποινές ισοβίου καθείρξεως.

Είναι αναγκαίο να επισημανθεί ότι και αν δεν υπήρχαν στο Σωφρονιστικό Κώδικα τα ανωτέρω, θα αρκούσε η επίκληση της διατάξεως του άρθρου 4 του Συντάγματος, με την οποία θεσπίζεται η αρχή της ισότητας, η οποία σημαίνει εκτός των άλλων, και ισότητα ποινής και εντεύθεν και ποινικής μεταχειρίσεως, εν ισότητι αδικοπραγίας, για να μην οδηγούμεθα στο ανεπέρειστο συμπέρασμα που κατέληξε το ΣΤ τμήμα του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με  το οποίο, ο πολυισοβίτης δικαιούται να έχει την ίδια μεταχείριση με τον άπαξ ισοβίτη.

Γ. Πέραν όμως των ανωτέρω, το ΣΤ τμήμα του Αρείου Πάγου:

i) Έκρινε ότι το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου ήταν αναιρετέο, για έλλειψη αιτιολογίας και ειδικότερα, διότι υπήρχε αντίφαση στην κρίση του, ως προς την έλλειψη και των ουσιαστικών προϋποθέσεων για τη χορήγηση τακτικής αδείας στον ενδεκάκις ισοβίτη. Το συμπέρασμα όμως αυτό είναι κατά πάντα εσφαλμένο. Και είναι εσφαλμένο, διότι το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου είναι εμπεριστατωμένο, πλήρως αιτιολογημένο στις σκέψεις του δε, δεν υπάρχουν ασάφειες, αντιφάσεις και λογικά κενά. Απλή ανάγνωση του σημείου στο οποίο το ΣΤ τμήμα εντοπίζει ύπαρξη αντιφάσεως στις σκέψεις του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου, επιβεβαιώνει τούτο.

Ειδικότερα, το ΣΤ τμήμα του Αρείου Πάγου δέχεται ύπαρξη αντιφάσεως, επειδή, ενώ το Συμβούλιο του Βόλου δέχεται αρχικά ότι «στην έννοια του σωφρονισμού δεν περιλαμβάνεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ιδεολογική μεταστροφή του καταδίκου, στη συνέχεια, αντιφατικά, δέχεται ότι ο κρατούμενος δεν είναι πρόθυμος να αλλάξει στάση ζωής και να μεταμεληθεί, αλλ’ εμμένει στην άποψή του, περί ένοπλης ανατροπής του κρατικού μονοπωλίου της βίας και άρα καθιστά εναργές ότι ευκαιρίας δοθείσης, δεν αποκλείεται να τελέσει νέες αξιόποινες πράξεις, ιδιαίτερης απαξίας».

Όμως, αυτά, όχι απλώς δεν ενέχουν αντίφαση, αλλ’ αποτελούν λογικές σκέψεις και εκτιμήσεις, στις οποίες στηρίζεται η τελική κρίση του.

Και αληθώς, με την πρώτη φράση το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Βόλου δέχεται το αυτονόητο, και δη ότι σε μια δημοκρατική κοινωνία, ούτε το φρόνημα ούτε η ιδεολογία διώκονται και τιμωρούνται και εντεύθεν η ιδεολογική μεταστροφή δεν μπορεί να αποτελέσει στοιχείο και αντικείμενο του σωφρονισμού. Όμως, στη δημοκρατική κοινωνία διώκονται και τιμωρούνται οι εγκληματικές πράξεις και πολύ περισσότερο πρέπει να διώκονται και να τιμωρούνται τα εγκλήματα τρομοκρατίας, τα οποία κατατείνουν στην ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος, και τα οποία δεν μπορεί να είναι ανεκτά και πολύ περισσότερο να νομιμοποιούνται υπό το πρόσχημα οποιασδήποτε ιδεολογίας. Εάν συνεπώς κάποιος, σε μια δημοκρατική πολιτεία, όντας καταδικασμένος για εγκλήματα τρομοκρατίας, εξακολουθεί να θεωρεί ότι οι πράξεις του αυτές, υπό τον μανδύα της ιδεολογίας, είναι νόμιμες και ότι σε δεδομένη στιγμή και υπό κατάλληλες συνθήκες μπορεί να τις επαναλάβει, είναι προφανές ότι αφ’ ενός δεν είναι επιδεκτικός σωφρονισμού, και αφ’ ετέρου είναι  επικίνδυνος για τη δημοκρατία και την κοινωνία. Αυτή την επικινδυνότητα του καταδικασμένου σε ενδεκάκις ισόβια, θεμελιώνει με τις εκτεθείσες σκέψεις του το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου, την οποία στηρίζει στο γεγονός ότι αυτός εμμένει στη θέση του για ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος με ένοπλη δράση, στην οποία εμπεριέχονται και δολοφονίες μελών της κοινωνίας, υπό το πρόσχημα ότι αποτελούν εχθρούς του λαού, θέση η οποία συνάγεται αβιάστως από δηλώσεις του, τόσο ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, όσο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Είναι πρόδηλο, συνεπώς, ότι δεν υφίσταται αντίφαση μεταξύ της πρώτης από τις εκτεθείσες σκέψεις και της δεύτερης, και είναι απορίας άξιο, πώς τα μέλη του ΣΤ τμήματος του Αρείου Πάγου διαπίστωσαν την ύπαρξη αντιφάσεως.

ii) α. Αγνόησε ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Βόλου, στηρίζει την κρίση του στην εκτίμηση – πιθανολόγηση, με βάση συγκεκριμένα στοιχεία και περιστατικά, που διαλαμβάνονται στο βούλευμα, ότι υπήρχε μεγάλος κίνδυνος να διαπράξει νέα εγκλήματα ο ενδεκάκις ισοβίτης, κατά το χρόνο της αδείας (βλ. σελ. 32 της 1001/2019 αποφάσεως), στοιχείο το οποίο προβλέπεται από την παρ. 3 του άρθρου 55 του Σ.Κ. και είναι άσχετο προς την κακή χρήση της αδείας, που προβλέπεται από την παράγραφο 4 του αυτού άρθρου. Ολίγο είναι ανάγκη να επισημανθεί, ότι η κρίση αυτή το Συμβουλίου Βόλου, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη.

β. Υπεισέρχεται είτε αμέσως είτε εμμέσως πλην σαφώς, οπωσδήποτε πάντως ανεπιτρέπτως, σε κρίσεις επί της ουσίας, ως προς τη συνδρομή ή μη των ουσιαστικών προϋποθέσεων, για τη χορήγηση τακτικής αδείας, στον ενδεκάκις ισοβίτη, με τις παραδοχές ότι ενώ το Συμβούλιο Βόλου δέχθηκε ότι ο τελευταίος είχε επιδείξει καλή διαγωγή, κατά τη διάρκεια της κρατήσεώς του, ότι έκανε καλή χρήση των αδειών που έλαβε και ότι ως εκ τούτου, δεν συνέτρεχαν λόγοι που να δικαιολογούν ότι δεν θα κάνει κακή χρήση της αδείας, παρά ταύτα, αρνήθηκε τη χορήγηση αυτής.

Όπως όμως προκύπτει από το κείμενο του βουλεύματος του Συμβουλίου Βόλου, με τις σκέψεις του αυτές το ΣΤ τμήμα του Αρείου Πάγου, παραμορφώνει κατά τρόπο ανεπίτρεπτο τις θέσεις του βουλεύματος του άνω Συμβούλιου. Τούτο διότι, στο τελευταίο, εκτίθεται πλειάδα περιστατικών, τα οποία οδηγούν είτε αμέσως είτε εμμέσως πλην σαφώς, στο συμπέρασμα και την κρίση, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, ότι ο ενδεκάκις ισοβίτης ούτε καλή διαγωγή επέδειξε, κατά τη διάρκεια της κρατήσεώς του, ούτε ότι δεν έκανε και δεν θα κάνει κακή χρήση της αδείας του, εφόσον αυτή χορηγηθεί, το γεγονός δε, ότι ο ενδεκάκις ισοβίτης δεν τιμωρήθηκε πειθαρχικά, κατά τη διάρκεια της κρατήσεώς του, συνιστά κατ’ επίφαση καλή διαγωγή.

Δ. Όπως προκύπτει από όλα όσα μέχρι τώρα εκθέσαμε, το αναιρεθέν βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου ήταν άρτιο και  πλήρως αιτιολογημένο, χωρίς ασάφειες, αντιφάσεις και λογικά κενά και ως προς τις νομικές σκέψεις και ως προς το ουσιαστικό του περιεχόμενο, εν τέλει δε και το διατακτικό, και ως εκ τούτου δεν θα έπρεπε να αναιρεθεί.

Είναι εξ άλλου προφανές, με βάση επίσης όλα τα εκτεθέντα, ότι η υπ’ αριθμόν 1001/2019 απόφαση του ΣΤ τμήματος του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο (Τριμελής Σύνθεση) είναι παντελώς εσφαλμένη, και όπως σημείωνε και ο επίτιμος Αρεοπαγίτης και Δ.Ν. Λουκάς Λυμπερόπουλος, σε άρθρο του στην Καθημερινή της 8.6.2019, διάτρητη.

Το διατί η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου άσκησε, και μάλιστα με σπουδή, αναίρεση κατά του πιο πάνω βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου και τελικώς αυτή έγινε ταχύτατα δεκτή από το ΣΤ τμήμα του Αρείου Πάγου, το γνωρίζουν η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και τα μέλη της συνθέσεως του ΣΤ τμήματος.

Το ευτύχημα, βεβαίως, είναι ότι οι Δικαστές και οι Εισαγγελείς του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου, όπως είναι προφανές, διέθεταν γνώσεις, σθένος, υψηλό δικαστικό φρόνημα, το οποίο δεν έκαμψαν ούτε οι απειλές κατ’ αυτών, και ακέραια δικαστική συνείδηση, στοιχεία τα οποία θα πρέπει να κοσμούν κάθε δικαστικό λειτουργό, και τα οποία πιστεύουμε ότι διαθέτει η μεγάλη πλειοψηφία των δικαστικών λειτουργών.

Απόρροια τούτων ήταν, κατά την έκδοση του νέου, μετ’ αναίρεση, βουλεύματος, ο νέος Εισαγγελέας και τα νέα μέλη της συνθέσεως του νέου Συμβουλίου, να εμμείνουν στη θέση του αναιρεθέντος βουλεύματος, να μη λάβουν υπόψη τις «θέσεις και υποδείξεις» του ΣΤ τμήματος του Αρείου Πάγου και να απορρίψουν εκ νέου την αίτηση για χορήγηση τακτικής άδειας στον καταδικασθέντα σε ισόβια κάθειρξη ενδεκάκις.

Με τη θέση τους και τη στάση τους αυτή, οι εισαγγελείς και οι δικαστές των δύο Συμβουλίων Πλημμελειοδικών Βόλου περιέσωσαν το κύρος της Δικαιοσύνης και ενίσχυσαν την εμπιστοσύνη των πολιτών προς αυτήν.

Το ελάχιστο ως εκ τούτου, που μπορούμε να πούμε για τους δικαστές και εισαγγελείς των δύο Συμβουλίων Πλημμελειοδικών Βόλου, είναι ότι προσήκει μεγάλος έπαινος, έστω και αν οι ίδιοι, όντας ταπεινοί, θα μας απαντήσουν ότι δεν έπραξαν κάτι το ηρωικό, αλλά εξεπλήρωσαν απλώς το καθήκον τους, σύμφωνα με το νόμο και τη συνείδησή τους.

* Ο κ. Γ.Χ. Σανιδάς είναι εισαγγελέας Αρείου Πάγου ε.τ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή