Γράμμα από το μέτωπο IX

2' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αγαπητέ μου Γκρι, αυτό είναι το πρώτο γράμμα που σου γράφω με το παιδί να είναι στο σπίτι, μαζί μας. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι μπορώ να σου μεταφέρω το αίσθημα: σαν να μας χάρισαν και πάλι τη ζωή μας πίσω, έπειτα από δύο μήνες συνεχούς νοσηλείας.

Εννοείται πως τίποτα δεν τελείωσε. Δεν υπάρχει επανάπαυση· ανεξαρτήτως κορωνοϊού, το παιδί βρίσκεται σε αυστηρή απομόνωση στο σπίτι, δεδομένου ότι παραμένει σε ανοσοκαταστολή και, βέβαια, οι θεραπείες συνεχίζονται: τέσσερα πρωινά την εβδομάδα τα περνάμε στα εξωτερικά ιατρεία του «Ελπίδα» για χημειοθεραπεία και άλλες εξετάσεις. Της χορηγούμε και ένα χάπι στο σπίτι ημερησίως. Ο δρόμος είναι μακρύς και ανηφορικός, και ίσως σε κάποια γωνιά να μας περιμένει ένα δυσάρεστο απρόοπτο, αλλά είναι όλα αλλιώς τώρα· το σπίτι ολόκληρο κελαηδάει.

Ηθελα μονάχα να σου πω ότι αυτό το πιο δύσκολο δίμηνο της ζωής μας είχαμε στήριγμα πολύτιμο τα εκατοντάδες πλέον μηνύματα στήριξης (γραπτά, ηλεκτρονικά, ηχητικά, δημόσια και ιδιωτικά, επιστολικά επίσης) από αγνώστους – όσο «άγνωστος» μπορεί να είναι, βέβαια, ο αναγνώστης σου. Εσύ που γράφεις δεν τον/την ξέρεις, αλλά εκείνος/εκείνη, όλοι τους σε γνωρίζουν και ξαφνικά εμφανίζονται για να εκφράσουν την αγάπη τους και τη στήριξή τους για όλα αυτά τα χρόνια που σε διάβαζαν. Δεν υπάρχει τρόπος να τους ευχαριστήσω, δυστυχώς, όπως θα τους άξιζε…

Πολλά από αυτά τα μηνύματα μιλούν για γενναιότητα εκ μέρους μου. Πρέπει πια να ομολογήσω και δημοσίως ότι αυτό δεν είναι αλήθεια. Ηταν πολλές οι φορές, ειδικά τον πρώτο μήνα, που γονάτισα, λύγισα, έκλαψα, έκλεισα τα μάτια κι έπιασα το πρόσωπό μου με απελπισία διπλωμένος στα δύο, υπήρξαν στιγμές που έκλεινα τα αυτιά μου για να μην ακούω τις σκέψεις μου. Φορές που είπα «δεν αντέχω, δεν θα το βγάλω πέρα όλο αυτό, είμαι κατώτερος των περιστάσεων, λίγος, ελάχιστος». Σε αντίθεση με το παιδί, σε αντίθεση με τη μητέρα του, δεν άντεξα. Είπα πόσο μισώ τη ζωή, τον Θεό (αν υπάρχει), τον εαυτό μου στο τέλος. Είναι αυτές οι στιγμές λιγοψυχίας που με ακολουθούν από παλιά. Ευτυχώς ήταν μονάχα στιγμές. Δεν είχαν διάρκεια χάρη στο παιδί και χάρη στη μαμά του, χάρη στη γιαγιά του και στην νταντά του, που μας στήριξαν και μας στηρίζουν, χάρη στους ανεκτίμητους φίλους, χάρη και στην περίφημη, απρόσμενη, γενναιόδωρη «καλοσύνη των ξένων» με τα μηνύματά τους.

Πολλά με συγκίνησαν. Ενα από αυτά μου το έστειλε ο αναγνώστης Παναγιώτης Αϊβαλιώτης. Ενας ακόμη «άγνωστος» που μου εμπιστεύθηκε την ιστορία του και μου έδωσε την άδεια να την παραθέσω εδώ. Ενα ανθρώπινο flash (non-)fiction για τις απρόσμενες στιγμές που σε βρίσκει το ανθρώπινο μεγαλείο εκεί που δεν το περιμένεις: «Το φθινόπωρο του 2002», μου έγραψε, «ξεκίνησα εσπευσμένα από τη Βοιωτία να γυρίσω πίσω στη Θεσσαλονίκη, γιατί ο γιος μου, εννέα μηνών, έπρεπε να νοσηλευθεί σε νοσοκομείο. Στη διαδρομή σταμάτησα να κλάψω. Τυχαία πέρασε το αυτοκίνητο της Ασφάλειας και, αφού κατέβασα το παράθυρο και απάντησα για τον τόπο και τον λόγο του προορισμού μου, δεν θα ξεχάσω τα λόγια του αστυνομικού: “Ολα καλά θα πάνε, φίλε μου, γι’ αυτό θέλω να προσέχεις γυρίζοντας. Διότι σε περιμένουν”».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή