«Αντιμετωπίσατε πιο αποφασιστικά την πανδημία, νιώθουμε ασφαλείς»

«Αντιμετωπίσατε πιο αποφασιστικά την πανδημία, νιώθουμε ασφαλείς»

5' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μαζί με τους μόνιμους κατοίκους της Ελλάδας, «εγκλωβίστηκαν» και πολλοί ξένοι που διαθέτουν σπίτι στη χώρα μας και έτυχε να είναι εδώ αυτή την περίοδο. Προφανώς οι περισσότεροι βρίσκονται σε νησιά και νιώθουν μάλλον τυχεροί που ξέμειναν εκεί, αντί για τις πατρίδες τους. Κύριο ζήτημα βέβαια είναι η απουσία ενός χρονικού ορίζοντα, στον οποίο θα μπορούν εφόσον το επιθυμούν να επιστρέψουν.

«Είναι τέλεια στην Κρήτη»

Η σχέση της Τζούλιας και του Πίτερ Φάρερ με την Ελλάδα, όπως πολλών Βρετανών, είναι βαθιά. «Ερχόμαστε στην Ελλάδα από παιδιά, γυρίσαμε νέοι με σακίδια τα νησιά τη δεκαετία του ’80, ξαναήρθαμε μετά με τα δικά μας παιδιά. Ταξιδέψαμε πολύ στη ζωή μας, ζήσαμε σε πολλά μέρη. Υπάρχουν όμως κάποια μέρη που τα έχεις στην καρδιά σου, που νιώθεις ότι ανήκεις. Για εμάς οι Ελληνες είναι οι καλύτεροι άνθρωποι. Ετσι, το 2015 αποφασίσαμε να αγοράσουμε ένα σπίτι στο Παϊδοχώρι, στα Χανιά», λέει η Τζούλια.

«Στην Αγγλία είχαμε συνηθίσει να μένουμε στην επαρχία, σε φάρμα, οπότε θέλαμε ένα σπίτι σε χωριό. Δεν θέλαμε επίσης να μένουμε με άλλους ξένους, αλλά με Ελληνες, να μάθουμε τη γλώσσα, να πηγαίνουμε στα πανηγύρια, να μαζεύουμε μαζί ελιές. Για εμάς το Παϊδοχώρι είναι το τέλειο μέρος».

Το ζευγάρι περνάει το έτος ανάμεσα στις δύο χώρες. «Κάναμε Χριστούγεννα στην Αγγλία και τον Ιανουάριο ήρθαμε στην Κρήτη. Οταν ακούσαμε για τον κορωνοϊό, αποφασίσαμε ότι θα ήμασταν πιο ασφαλείς αν μέναμε στην Ελλάδα. Το χωριό μας είναι ήσυχο, απομονωμένο. Επιπλέον αισθανόμασταν ευθύνη γιατί έχουμε πολλούς ηλικιωμένους φίλους εδώ και δεν θέλαμε να τους αφήσουμε μόνους. Τελικά ήταν σωστή επιλογή, γιατί νομίζω ότι στην Ελλάδα αντιμετώπισαν πιο αποφασιστικά την υπόθεση αυτή από ό,τι στην Αγγλία. Το μόνο που μας λείπει είναι η οικογένειά μας», λέει η Τζούλια.

Η ζωή στο χωριό του Αποκόρωνα κυλά ήσυχα. «Δεν πηγαίνουμε στα μαγαζιά περισσότερο από μία φορά την εβδομάδα. Εχουμε κάποια δικά μας λαχανικά, κρέας δεν τρώμε τόσο συχνά, αλλά άμα θέλουμε είναι εύκολο να βρούμε τοπικά. Είμαστε τυχεροί, στην Κρήτη αν βάλεις σπόρους στη γη, θα έχεις τα πάντα στην αυλή σου. Και τελικά, μεγαλώνοντας καταλαβαίνεις ότι δεν χρειάζεσαι τόσα όσα νόμιζες. Ετσι περνούν οι ώρες εδώ, με κηπουρική, δουλειές του σπιτιού… Παλαιά ισχυριζόμουν ότι δεν έκανα κάποια πράγματα στο σπίτι επειδή δεν είχα χρόνο, τώρα καταλαβαίνω ότι δεν ήταν αυτό το πρόβλημα!».

«Καλύτερα στην Οία»

Γερμανοί στην εθνικότητα, μόνιμοι κάτοικοι Γαλλίας, το ζεύγος Γκιζέλα και Ερικ Βίτσλεμπεν περνάει ένα μεγάλο μέρος του χρόνου στην Οία. «Πρωτοήρθαμε στη Σαντορίνη το 1972. Τότε υπήρχαν λίγοι άνθρωποι, ήταν ένα φτωχό νησί. Οι γονείς του συζύγου μου είχαν ένα σπίτι εδώ – αρχικά το νοίκιαζαν γιατί δεν επιτρεπόταν σε έναν ξένο να αγοράσει σπίτι στη Σαντορίνη και μετά το αγόρασαν», λέει η Γκιζέλα. «Τα τελευταία χρόνια περνάμε τον χειμώνα εδώ και φεύγουμε για τη Γαλλία και τη Γερμανία το καλοκαίρι».

«Αντιμετωπίσατε πιο αποφασιστικά την πανδημία, νιώθουμε ασφαλείς»-1

Η Γκιζέλα Βίτσλεμπεν και ο σύζυγός της Ερικ είναι Γερμανοί που ζουν στη Γαλλία και συνηθίζουν να περνούν τους χειμώνες τους στην Οία της Σαντορίνης.

Φέτος το ζευγάρι ήρθε στο νησί τον Νοέμβριο. «Προτιμάμε τον χειμώνα. Δεν μπορείς να κολυμπήσεις στη θάλασσα, αλλά απολαμβάνεις τη θέα, το περπάτημα, έχει λίγο κόσμο, όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους. Βέβαια, τα τελευταία δύο χρόνια άρχισαν να έρχονται Κινέζοι ακόμα και τον χειμώνα. Σε κάθε περίπτωση, είμαστε πολύ ευτυχισμένοι εδώ, παρότι το νησί δεν είναι πια το ίδιο, έχει μετατραπεί σε “παιχνίδι” για άπληστους και επενδυτές από όλο τον κόσμο».

Με το ξέσπασμα της επιδημίας, το ζευγάρι αποφάσισε να παραμείνει στο νησί. «Νιώθουμε καλύτερα εδώ. Οι Ελληνες ήταν εξίσου αυστηροί με την τήρηση των περιορισμών, φάνηκε από την αρχή. Επίσης το νησί έχει ένα καινούργιο νοσοκομείο που λένε ότι είναι μια χαρά. Τα παιδιά μας (έχουμε έναν γιο στην Καρλσρούη και μία κόρη στο Αμβούργο) συμφωνούν ότι είναι καλύτερα να μείνουμε εδώ. Εχουμε την ηρεμία μας. Μια φορά την εβδομάδα πηγαίνουμε για ψώνια, παίρνουμε όλα τα απαραίτητα. Μετά η ημέρα κυλά ήσυχα. Διαβάζουμε πολλά βιβλία, περπατάμε στο Αμμούδι – δεν συναντάς περισσότερους από δύο ανθρώπους. Καλύτερα να είσαι κλεισμένος στην Οία από μια πόλη, δεν μπορώ να σκεφτώ καλύτερο μέρος στον κόσμο», καταλήγει η Γκιζέλα. Δεν γνωρίζει αν υπάρχουν άλλοι ξένοι όπως αυτοί στη Σαντορίνη την περίοδο αυτή. «Γνωρίζουμε μόνο Ελληνες. Δεν μάθαμε ελληνικά βέβαια, από τεμπελιά».

«Ηρεμοι στην Κάρπαθο»

Τις ημέρες που έγινε η συζήτηση με τον Τζιάνι και τη Φράνκα Ουρμπινάτι, στην Κάρπαθο είχε μόλις ανιχνευτεί το πρώτο κρούσμα του κορωνοϊού. «Εφτασα στις 21 Φεβρουαρίου. Ολοι ξέρουν ότι είμαστε Ιταλοί, αλλά δεν ήξεραν από πού. Με ρωτούσαν λοιπόν αν είμαστε από το Μιλάνο – τους εξηγούσα ότι είμαι από το Ρίμινι και χαλάρωναν. Δεν έχω προβλήματα, είμαι καλά ενσωματωμένος και έχω πολλούς Ελληνες φίλους», λέει ο Τζιάνι. «Ηρθαμε απόλυτα υγιείς, δεν θα θέταμε την κοινωνία εδώ σε κίνδυνο».

Η σχέση του ζεύγους με την Κάρπαθο, αγαπημένο προορισμό πολλών Ιταλών, ξεκίνησε πριν από μία δεκαπενταετία. «Ηρθα για πρώτη φορά στην Κάρπαθο το 2003 και από την τρίτη ημέρα ήξερα ότι ήθελα να έχω σπίτι εδώ. Ενα χρόνο μετά, αγόρασα σπίτι στην Αμμωπή. Οσο εργαζόμουν, ως στέλεχος σε ασφαλιστική εταιρεία, ερχόμουν μόνο για μερικές εβδομάδες τον χρόνο. Από τη συνταξιοδότησή μου, περνάμε πέντε μήνες το καλοκαίρι και τρεις μήνες τον χειμώνα στην Κάρπαθο. Φέτος είχαμε προγραμματίσει να επιστρέψουμε στην Ιταλία στις 30 Μαρτίου και στη συνέχεια να γυρίσουμε στην Κάρπαθο στα μέσα Μαΐου, αλλά όπως ήρθαν τα πράγματα θα μείνουμε εδώ όλο το καλοκαίρι».

«Αντιμετωπίσατε πιο αποφασιστικά την πανδημία, νιώθουμε ασφαλείς»-2

Οι Ιταλοί Τζάνι και Φράνκα Ουρμπινάτι τους περισσότερους μήνες τον χρόνο διαμένουν στο σπίτι τους στην Αμμωπή Καρπάθου.

Ο Τζιάνι με τη σύζυγό του λατρεύουν την πεζοπορία. «Πηγαίνουμε συνέχεια εκδρομές με τον πεζοπορικό σύλλογο ή μόνοι μας. Εχω και ένα οικόπεδο 10 στρεμμάτων και έχω ελιές, σύκα, φιστίκια και πολλά αμπέλια. Το καλοκαίρι ψαρεύω με ένα μικρό σκάφος. Στην Κάρπαθο αισθάνομαι ότι ζω πραγματικά».

Παρ’ όλα αυτά, οι ειδήσεις από την Ιταλία δεν έχουν πάψει να τον αναστατώνουν. «Εχουμε δύο παιδιά, 35 και 38 χρόνων, που εργάζονται, έχουν οικογένειες. Είναι λογικό να ανησυχούμε γι’ αυτούς. Οταν φύγαμε στις 21 Φεβρουαρίου, κανείς μας δεν είχε καταλάβει ακόμα τι συνέβαινε, το είχαμε υποτιμήσει. Νομίζαμε ότι η υπόθεση αυτή θα τελειώσει γρήγορα και προτιμήσαμε να είμαστε στην Κάρπαθο, ασφαλείς στην ηρεμία μας, πριν όλο αυτό επηρεάσει και την περιοχή μας. Αυτό που σκέφτομαι για την Ιταλία είναι ότι δυστυχώς βρέθηκε “πρώτη στη σειρά” αυτής της επιδημίας. Πιστεύω ότι μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα για άλλες χώρες, ώστε να μην υποτιμήσουν το πρόβλημα όπως κάναμε εμείς. Νομίζω ότι η Ελλάδα έχει παρέμβει πιο έγκαιρα».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή