Ανάλυση: Εθνική στρατηγική για μάθηση και ποιοτική εκπαίδευση

Ανάλυση: Εθνική στρατηγική για μάθηση και ποιοτική εκπαίδευση

8' 23" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στα τέλη Απριλίου αναρτήθηκε προς διαβούλευση το νέο νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, που στοχεύει στην αναβάθμιση του σχολείου και περιλαμβάνει ρυθμίσεις και για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η διαβούλευση ολοκληρώθηκε και το Υπουργείο Παιδείας δεσμεύθηκε να το παρουσιάσει προς ψήφιση στη Βουλή σύντομα. Χιλιάδες σχόλια στην ιστοσελίδα του Υπουργείου δείχνουν το μεγάλο ενδιαφέρον της κοινωνίας στο θέμα. Ο χρόνος διαβούλευσης ήταν περιορισμένος, ενώ φαίνεται ότι η δημόσια συζήτηση δεν έγινε στη βάση συγκεκριμένων ερωτημάτων και οργανωμένων συζητήσεων με όλους τους φορείς.

Παρατηρήσεις

Είναι αξιέπαινο ότι το Υπουργείο Παιδείας ανήρτησε προς διαβούλευση ένα τόσο σημαντικό νομοσχέδιο εν μέσω μιας διεθνούς κρίσης και πρωτοφανούς διατάραξης του εκπαιδευτικού συστήματος. Κυρίως, καθώς την ίδια περίοδο επέδειξε εξαιρετικά αντανακλαστικά ως προς την άμεση εφαρμογή της εξ' αποστάσεως εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες, που συνοδεύτηκε από μια μοναδική κινητοποίηση της μεγάλης πλειοψηφίας των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων, και παρά τα γνώριμα προβλήματα του ψηφιακού χάσματος. Αυτό είναι ένα εξαιρετικό επίτευγμα για ένα εκπαιδευτικό σύστημα που δεν χαρακτηρίζεται πάντα από ευελιξία, καινοτομία και άμεση απάντηση σε προβλήματα και πρωτοφανείς κρίσεις.

Όμως η ανάγνωση του νομοσχεδίου και της αιτιολογικής έκθεσης δεν διασαφηνίζει ποιό είναι το πρόβλημα στο οποίο καλείται να απαντήσει. Δεν αντιμετωπίζει το μεγάλο πρόβλημα της επιδείνωσης των επιδόσεων και των μεγάλων ανισοτήτων (learning gap). Δεν παραπέμπει σε ένα στρατηγικό πρόγραμμα με σαφές όραμα, καθαρούς στόχους και μετρήσιμους δείκτες παρακολούθησης της προόδου, αναφορικά με τον προσδοκώμενο στόχο, το σχέδιο υλοποίησης με προϋπολογισμό και τις πηγές χρηματοδότησης. Δεν εξηγεί πώς οι προτεινόμενες αλλαγές θα βοηθήσουν όλους τους μαθητές, από το μικρότερο δήμο μέχρι τα μεγάλα αστικά κέντρα. Ενώ δεν είναι αναγκαίο το νομοσχέδιο να εμπεριέχει τον στρατηγικό σχεδιασμό, η αιτιολογική έκθεση θα πρέπει να εντάσσει στο σκεπτικό τα κύρια στοιχεία του. Φαίνεται να αντιμετωπίζονται μεγάλα ζητήματα αποσπασματικά (σχολική ζωή, bulling) ή άλλα να αγγίζονται ελάχιστα (άμεση βελτίωση της προσφερόμενης εκπαίδευσης στα ΕΠΑΛ), για δε τις πιλοτικές εφαρμογές δεν φαίνεται ότι σχεδιάζεται αξιόπιστη αξιολόγηση ως προς τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Δεν υπάρχουν στοιχεία ως προς την κατεύθυνση που θα πάρει η αναθεώρηση των προγραμμάτων, και η εποπτεία και αξιολόγηση των εκπαιδευτικών υπηρεσιών δεν παρουσιάζεται σε μια λογική συνεχούς μετρήσιμης βελτίωσης.

Στη δομή του το νομοσχέδιο είναι ανισοβαρές με μόλις 9 άρθρα για την λειτουργία των περίπου 13.500 σχολικών μονάδων, 13 άρθρα για τη λειτουργία των 62 πειραματικών και πρότυπων δημόσιων σχολείων, αλλά πλήθος άρθρων για την επίλυση επαγγελματικών ζητημάτων των εκπαιδευτικών (ελληνόγλωσση εκπαίδευση) και για τον τρόπο επιλογής και πρόσβασης στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση (για νιοστή φορά τα τελευταία 50 χρόνια). Φαίνεται η βαρύτητα να δίνεται στα 62 πειραματικά και πρότυπα σχολεία και όχι στα 13.500 σχολεία που φοιτά η πλειοψηφία. Δεν φαίνεται οργανωμένη ενσωμάτωση της αριστείας- με την έννοια των βέλτιστων αποτελεσμάτων -και των καινοτομιών στην τεράστια πλειοψηφία των δημοσίων σχολείων και αυτό δείχνει τουλάχιστον χαμηλές προσδοκίες και έλλειψη οράματος. 

Η αιτιολογική έκθεση είναι στην πραγματικότητα ένας ελάχιστος σχολιασμός των άρθρων χωρίς παράθεση φερέγγυων δεδομένων (data) που θα διευκόλυναν την διαβούλευση. Ίσως αυτό να είναι η παράδοση στο ελληνικό κοινοβούλιο, αλλά θα ήταν καλό να αλλάξει. Δεν υπάρχουν αναφορές στον προϋπολογισμό και στον τρόπο χρηματοδότησης των προτεινομένων αλλαγών και δράσεων.  

Ιδέες για μια νέα εκπαιδευτική στρατηγική

Το πρόβλημα: H μαθησιακή κρίση και το χάσμα: Εισαγωγικά θα πρέπει να τονισθεί ότι, συνήθως, μια εμπεριστατωμένη ανάλυση στη βάση αξιόπιστων δεδομένων εντοπίζει το κύριο πρόβλημα και τις προτεραιότητες επιζητώντας συναίνεση μέσα από ευρεία διαβούλευση. Στη συνέχεια ετοιμάζεται ο στρατηγικός σχεδιασμός για την αντιμετώπιση του προβλήματος, συνεχίζοντας τις διαβουλεύσεις. Η νομοθεσία είναι μια μόνο από τις θεσμικές δράσεις υλοποίησης του στρατηγικού πλάνου, όχι η μόνη. Η Ελλάδα διαθέτει σήμερα καλές αναλύσεις και διαγνώσεις που συγκλίνουν στο ίδιο συμπέρασμα: Το μεγάλο πρόβλημα είναι η μαθησιακή κρίση (learning crisis) που επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη του ανθρώπινου κεφαλαίου (human capital) στην Ελλάδα. Μελέτες όπως η Ετήσια Έκθεση 2019, της Ανεξάρτητης Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση – ΑΔΙΠΠΔΕ, η Έκθεση παρακολούθησης της εκπαίδευσης και της κατάρτισης 2019, Ευρωπαϊκή Επιτροπή 2019, και τα αποτελέσματα PISA 2012, 2015 και 2018, επιβεβαιώνουν την επιδείνωση στις επιδόσεις των μαθητών. Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η διαπίστωση ότι το 2018 οι επιδόσεις των μαθητών στην Ελλάδα υπολείπονταν κατά πολύ των επιδόσεων άλλων όμοιων χωρών, και μάλιστα το 2018 είναι σε πτώση σε σύγκριση με τα αποτελέσματα του 2014 (PISA 2018). Οι «άριστοι» μειώνονται, ενώ οι «αδύναμοι» πληθαίνουν. Μόλις το 6,2% των Ελλήνων μαθητών πέτυχε πολύ υψηλές επιδόσεις σ’ ένα έστω γνωστικό αντικείμενο το 2018, από 6,8% το 2015, ενώ στην Πορτογαλία είναι 15,2%, στην Εσθονία 22,5%. Η μαθησιακή κρίση αποτυπώνεται σκληρά στο 30% περίπου των δεκαπεντάχρονων που αδυνατούν να κατανοήσουν ένα απλό κείμενο. 2 στους 10 Έλληνες μαθητές δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν ούτε στα βασικότερα προβλήματα και στα τρία γνωστικά αντικείμενα -ποσοστό μεγαλύτερο από αυτό της Τουρκίας, της Σλοβακίας και της Λευκορωσίας. Παρατηρείται μια παγίωση και συχνά διεύρυνση των ανισοτήτων, το μαθησιακό χάσμα (learning gap). Οι μαθητές στα ιδιωτικά σχολεία και τα πρότυπα έχουν καλύτερες επιδόσεις από τους μαθητές στα άλλα σχολεία. Οι επιδόσεις  χαρακτηρίζονται από εσωτερική παγίωση, ενώ παρατηρούνται έντονες γεωγραφικές ανισότητες.

Επιπλέον, προβλέπεται ότι η μαθησιακή κρίση θα επιδεινωθεί περαιτέρω με το κλείσιμο των σχολείων λόγω της πανδημίας, παρά τις καλές προσπάθειες με την εξ' αποστάσεως εκπαίδευση και την κατ' οίκον διδασκαλία. Η Παγκόσμια Τράπεζα αναπτύσσει τρία σενάρια στην εξέτασή της για τις επιπτώσεις της πανδημίας: χαμηλότερος μέσος όρος για όλες τις κατηγορίες μαθητών, υψηλότερη τυπική απόκλιση (οι μαθητές που βρίσκονται στην κορυφή θα πάνε ακόμα πιο ψηλά, ενώ οι μαθητές στην κατώτερη βαθμίδα θα πέσουν ακόμα πιο χαμηλά), ή απότομη αύξηση των χαμηλών ποσοστών επιδόσεων και σχολική εγκατάλειψη https://www.huffingtonpost.gr/entry/koronoios-kai-mathese_gr_5ebe729fc5b6947fa4cfc993?utm_hp_ref=gr-koronoios). Αν και θα πάρει χρόνο να μάθουμε ακριβώς τις επιπτώσεις της πανδημίας στη μάθηση, είναι πιθανό οι μαθητές που βρίσκονται στην κορυφή να πάνε ακόμα πιο ψηλά, ενώ οι μαθητές στην κατώτερη βαθμίδα να πέσουν ακόμα πιο χαμηλά. Ακόμα κι αν ο ιός δεν ενδιαφέρεται για το αν κάποιος είναι πλούσιος ή φτωχός, οι μαθητές με καλύτερες συνθήκες στο σπίτι για εξ’ αποστάσεως εκπαίδευση και άλλες μορφές εκπαίδευσης και υποστήριξης είναι σε θέση να μετριάσουν τις επιπτώσεις του. Το μαθησιακό χάσμα ανάμεσα στους «άριστους» και στους «αδύνατους» μαθητές είναι πιθανό να διευρυνθεί περαιτέρω.

Η «μαθησιακή κρίση» στην Ελλάδα εδραιώνεται ανησυχητικά, σε βάρος του ανθρώπινου κεφαλαίου. Ο δείκτης «Ανθρώπινο Κεφάλαιο» που αναπτύχθηκε από την Παγκόσμια Τράπεζα μετράει πόσο κεφάλαιο χάνει μια χώρα λόγω της έλλειψης ή της κακής ποιότητας εκπαίδευσης και υγείας. Βέλτιστες ποιοτικές υπηρεσίες δημόσιας εκπαίδευσης για όλους είναι ένας από τους κύριους τρόπους επένδυσης σε όλους τους νέους και τις νέες μιας χώρας (The Human capital index; The Learning crisis; The World Bank, 2019). Η Ελλάδα έχει χαμηλή συγκριτικά θέση εξαιτίας της μαθησιακής κρίσης. Αυτό σημαίνει ότι η χώρα μας δεν επενδύει αποτελεσματικά στους ανθρώπους της, στους νέους της. Η τάση αυτή είναι άκρως ανησυχητική για την ανάπτυξη του ανθρωπίνου κεφαλαίου στην Ελλάδα, καθώς παγιώνει και διευρύνει τις ανισότητες και είναι μεγάλο εμπόδιο για την βιώσιμη ανάπτυξη στη χώρα μας. Δυστυχώς η μαθησιακή κρίση δεν έχει αναδειχθεί ως το κύριο πρόβλημα της εκπαίδευσης από καμία κυβέρνηση ή πολιτικό κόμμα και δεν εντοπίζεται στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο.

Το όραμα: ποιοτική εκπαίδευση για όλους τους μαθητές και μείωση του «μαθησιακού χάσματος». Το όραμα πρέπει να τεθεί με σαφήνεια γιατί έτσι θα λειτουργήσει ως μοχλός για την μετά την δημοσιονομική κρίση και την μετά την πανδημία εποχή, για την συμμετοχή στην 4η βιομηχανική επανάσταση, τη βιώσιμη ανάπτυξη για ευημερία και καλύτερη ζωή σύμφωνα με τους στόχους 2030. Το όραμα για ποιοτική εκπαίδευση για όλους τους μαθητές και μείωση του μαθησιακού χάσματος μέσω της ανύψωσης του δημόσιου σχολείου στη χώρα μας θα πρέπει να καθοδηγήσει το σχεδιασμό και την υλοποίηση των πολιτικών και των νομοθετικών παρεμβάσεων και να κινητοποιεί τους πάντες: εκπαιδευτικούς, μαθητές, γονείς, τους οικονομικούς και παραγωγικούς τομείς, την τοπική αυτοδιοίκηση, τους ερευνητικούς φορείς και τα πιο καινοτόμα στοιχεία της ελληνικής κοινωνίας.

Ο στόχος: βασικές γνώσεις και δεξιότητες του 21ου αιώνα για όλους. Στις χώρες όπου οι κυβερνήσεις έχουν ως επείγουσα προτεραιότητα την ευημερία όλων των πολιτών τους, οι εκπαιδευτικές πολιτικές έχουν ένα μεγάλο στόχο: όλοι οι νέοι και οι νέες να αποκτήσουν τις γνώσεις, τις δεξιότητες, τις αξίες και τις ηθικές αρχές, ώστε να εντάσσονται σε ένα όλο και πιο αλληλοσυνδεόμενο και πολύπλοκο κόσμο και να έχουν πρόσβαση σε ικανοποιητική εργασία και σε μια καλύτερη ζωή (Βιώσιμη Ανάπτυξη 2030, Στόχος Εκπαίδευση, Ηνωμένα Έθνη). Σχεδιάζουν δηλαδή τις εκπαιδευτικές πολιτικές με αναφορά στους αναπτυξιακούς στόχους για την εκπαίδευση 2030 των Ηνωμένων Εθνών .

Το νομοσχέδιο για την εκπαίδευση δεν περιγράφει τον απώτερο στόχο, ούτε και τους επιμέρους μετρήσιμους στόχους, ώστε ολόκληρη η κοινωνία να συμμετάσχει στην επίτευξη τους και η Ελλάδα να επιδείξει πρόοδο ως προς τους στόχους 2030 (Ηνωμένα Έθνη, 2030).    

Στρατηγικός σχεδιασμός: η χώρα μας δεν έχει την πολυτέλεια και το χρόνο για αποσπασματικά μέτρα και συμβολικές πράξεις. Απαιτείται πολύ υψηλού επιπέδου στρατηγικός σχεδιασμός με στόχο τη βελτίωση των δεξιοτήτων και γνώσεων όλων των νέων, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικό-συναισθηματικών δεξιοτήτων και των τεχνολογικών δεξιοτήτων για τον 21ο αιώνα. Απαιτούνται σαφείς μετρήσιμοι στόχοι για την βελτίωση των επιδόσεων των μαθητών σε όλες τις βαθμίδες, με σημείο εκκίνησης (baseline) και μετρήσιμη πρόοδο. Μόνο η αισθητή βελτίωση των επιδόσεων των μαθητών θα κάνει τη δημόσια εκπαίδευση πιο αποτελεσματική με στόχο την αριστεία, πιο δίκαιη με ιδιαίτερη υποστήριξη των αδύναμων, και ποιοτική. Η μετρήσιμη βελτίωση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης από τα δημόσια σχολεία της χώρας μας αποτελεί την πιο δίκαιη στρατηγική παρέμβαση προς όφελος των μεσαίων και χαμηλών εισοδημάτων και υποστηρίζει την όποια οικονομική ανάκαμψή και βιώσιμη ανάπτυξη.

Οι εκπαιδευτικές πολιτικές πρέπει να έχουν προτεραιότητα την αναστροφή της αρνητικής μαθησιακής τάσης, την ραγδαία βελτίωση των επιδόσεων όλων των μαθητών και την αριστεία ταυτόχρονα με την μείωση των έντονων ανισοτήτων.   

Διαβούλευση, μετρήσιμοι στόχοι και λογοδοσία. Ο στρατηγικός σχεδιασμός με μετρήσιμους στόχους θα ενισχύσει τη λογοδοσία, θα δημιουργήσει κίνητρα για βελτίωση, θα επιβραβεύσει τα σχολεία που βελτιώνονται και μειώνουν το εκπαιδευτικό χάσμα και θα καθοδηγήσει τις εκπαιδευτικές πολιτικές.

Ας μπολιάσουμε το κάθε ένα σχολείο από τα 13.500 με στοιχεία ενός πρότυπου και πειραματικού σχολείου με επιβράβευση της αριστείας και της καινοτομίας και με δίκαιη υποστήριξη αυτών που έχουν περισσότερη ανάγκη, για μείωση του μαθησιακού χάσματος.

*Αίγλη Ζαφειράκου, PhD, Εμπειρογνώμων Εκπαιδευτικών Στρατηγικών & Πολιτικών, Σύμβουλος στη Παγκόσμια Τράπεζα και σε άλλους σημαίνοντες διεθνείς οργανισμούς.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή