Η συστηματική απαξίωση των «διατηρητέων» της Αθήνας

Η συστηματική απαξίωση των «διατηρητέων» της Αθήνας

3' 1" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η σπουδή για την «τεχνητή αποσάθρωση» των διατηρητέων αρχιτεκτονημάτων της Αθήνας (και όχι μόνον) υπερβαίνει πλέον κάθε λογικό όριο. Τις τελευταίες δεκαετίες, η εκ του πονηρού πλήρης εγκατάλειψη αυτών των κτιρίων (από ιδιοκτήτες και κρατικές αρχές) οδηγεί μεθοδικά στην επιστημονικά λεγόμενη «προϊούσα αποδιοργάνωση του φέροντος οργανισμού». Και ενώ, για παράδειγμα, οι γείτονές μας κάτοικοι της Ρώμης έχουν το προνόμιο να χρησιμοποιούν με άνεση τα παραδοσιακά σπίτια τους, ηλικίας 400 ή και 500 ετών, εμείς χάνουμε μέσα από τα χέρια μας τα δικά μας, των 100 ή 150 ετών ζωής, γιατί δεν γνωρίζουμε –ή κάνουμε ότι δεν γνωρίζουμε– ότι τα περισσότερα δικά μας είναι βγαλμένα μέσα από την οικονομική ανέχεια της νεότερης Ελλάδας. Κτισμένα με λιθάρια από τα Τουρκοβούνια και το Σχιστό, στερεωμένα με λάσπες και λατύπια για τις τοιχοποιίες, σκέτοι σοβάδες για τους κλασικούς ρυθμούς των κορωνίδων και γείσων – εκεί όπου οι γείτονές μας είχαν μόνο λαξευτούς λίθους.

Με λίγα λόγια: η αρχιτεκτονική αναγέννηση της Ελλάδας βγήκε μέσα από την ανέχεια, όμως την έθρεψε η ζωογόνος δύναμη της εθνικής ιδέας. Της Ευρώπης η Αναγέννηση, αντίθετα, είχε πλουσιότατο οικονομικό υπόβαθρο, κάτω από την όποια ιδεολογία της.

Και αυτός είναι ο λόγος που η εγκατάλειψη και ο κλιμακούμενος αφανισμός των δικών μας «διατηρητέων» του πάνδημου κλασικισμού (μακρύ είναι το… μητρώο των πυρκαγιών) αποτελούν απεχθείς πράξεις μιας βαθιάς απαξίωσης. Οχι μόνο στο πεδίο της ιστορικότητας του αθηναϊκού αστικού τοπίου, αλλά και στην αναγνωρισμένη (εδώ και διεθνώς!) μοναδικότητα των κοινωνικών παραμέτρων διάπλασης αυτού του φαινομένου. Παραμέτρων ηθικών και ιδεολογικών.

Από τη Μεταπολίτευση και ύστερα, το νομικό μας πλαίσιο για την προστασία της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς εξελίχθηκε ως ένα από τα καλύτερα παγκοσμίως. Επί του πεδίου των αποκαταστάσεων, αρχαίων, μεσαιωνικών και νεότέρων μνημείων, έλαμψαν επιστημονικές προσωπικότητες, επιβραβεύθηκαν μελέτες και εφαρμογές, δρομολογήθηκαν –με αφάνταστες θυσίες– μεταπτυχιακά προγράμματα σε ανώτατες σχολές. Ομως, η παιδεία και ο πολιτισμός σταματούν, ως γνωστόν, εκεί ακριβώς απ’ όπου αρχίζει το απαραβίαστο της απόλυτης σκοπιμότητας. Και όταν μία ιδιοκτησία υπόκειται στον περιορισμό της διατήρησης (κατ’ ουσίαν της «δουλείας») προς χάριν του δημοσίου συμφέροντος, τότε ρυθμιστής του προβλήματος είναι το κράτος (άρθρο 24 του Συντάγματος, νόμος 3028/2002, αρ. 11 κ.λπ.).

Ομως, η πολιτική βούληση του παρελθόντος έστρεψε τη ροή των πλουσιοπάροχων επιδοτήσεων από τα ευρωπαϊκά προγράμματα κατά κανόνα σε έργα βραχυπρόθεσμης σκοπιμότητας: στην Αθήνα, στου Ψυρρή· στη Θεσσαλονίκη, στα Λαδάδικα… Εν αφθονία σε «παραδοσιακούς» ξενώνες, σε ψευδογκαλερί, σε στέκια συλλόγων (βλέπε Πλάκα), τα οποία ουδέποτε ή σχεδόν λειτούργησαν, κ.ο.κ. Μόνο κατ’ εξαίρεσιν υπήρξε ουσιαστική πριμοδότηση στις απλές, τις ανώνυμες αστικές κατοικίες… Αυτές, που σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο αποτέλεσαν τη μακροβιότερη επένδυση με σταθερά οικονομικά (υπεραξίας και αντισταθμικοί φόροι) και κοινωνικά, βεβαίως, οφέλη.

Η επί των ημερών μας παρακμή και ερείπωση φέρνουν στην επιφάνεια αναπότρεπτα τεχνικά όπως και δεοντολογικά προβλήματα. Το συγκροτημένο κάποτε με γνώση και πνευματικό μόχθο νομικό πλαίσιο (δεμένο με τις διεθνείς διακηρύξεις) θα αποτελέσει, αργά ή γρήγορα, μια… ευχάριστη ανάμνηση. Ας δώσουμε, εντέλει, ένα άνοιγμα σε ρηξικέλευθες λύσεις, που θα ταυτίσουν τον πολιτισμό και την αισθητική της πόλης με τη θεμελιώδη (και συνταγματικά) έννοια του δημοσίου συμφέροντος και τη δυνατότητα του κράτους να υψώσει τη δαμόκλειο σπάθη εκεί όπου χρονίζουν τα αίσχη των πολλών «σάπιων δοντιών» της οδού Σταδίου, της οδού Φειδίου αρ. 3, Μάρνη και 3ης Σεπτεμβρίου, Πατησίων στο ύψος της Αλεξάνδρας ένθεν και ένθεν (πολυκατοικία Παπαλεονάρδου και η απέναντί της), τα πυρίκαυστα του άλσους Κλωναρίδου και παραπάνω στου Δρακόπουλου, κ.ά., κ.ά…

Πέραν των άλλων, ας δοθεί ως αρχικό κεφάλαιο ένα ελάχιστο ποσοστό (ως χρησιδάνειο) εκ του πακτωλού των χρημάτων που ήδη επενδύονται σε τουριστικά και εταιρικά αστικά ακίνητα, ή πρόκειται εν αφθονία να εισρεύσουν για τα θηριώδη έργα της περιβόητης Αθηναϊκής Ριβιέρας.

* Ο κ. Μάνος Μπίρης είναι αρχιτέκτονας, ομότιμος καθηγητής ΕΜΠ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή