Aνάλυση: Η oριοθέτηση ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας

Aνάλυση: Η oριοθέτηση ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας

6' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Την 21 Ιουνίου 1978, η Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας δημοσίευε το Νόμο Υπ’ αριθ. 786/1978. Έγραφε στο Άρθρο πρώτον: «Κυρούται και έχει ισχύν νόμου η εν Αθήναις την 24ην Μαΐου 1977 υπογραφείσα Συμφωνία, μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ιταλικής Δημοκρατίας «περί οριοθετήσεως των ζωνών υφαλοκρηπίδος των ανηκουσών εις έκαστον των δύο κρατών…». Στη παράγραφο 3 του ιδίου Άρθρου, ο νόμος, προέβλεπε: «Τα συμβαλλόμενα Μέρη συμφωνούν όπως προς το παρόν η οριοθέτηση μη επεκταθή προς Βορράν πέραν του σημείου 1 και προς Νότον πέραν του σημείου 16. Η οριοθέτησις αυτή θα επεκταθεί μεταγενεστέρως προς τας αυτάς κατευθύνσεις προς τας δύο πλευράς μέχρι των σημείων συναντήσεως μετά των ζωνών της υφαλοκρηπίδας των αντιστοίχων γειτονικών χωρών».

Της υπογραφής της πιο πάνω Συμφωνίας, στις 24 Μαΐου 1977, είχαν προηγηθεί οι απειλές της Τουρκίας (15 Απριλίου) ότι την 1η Μαΐου, θα απόστελλε το σεισμογραφικό σκάφος «Σισμίκ» για πετρελαϊκές έρευνες στο Αιγαίο, ένα επιχείρημα που απέβλεπε σε επίδειξη ισχύος σε βάρος της Ελλάδας, ενώ στις 7 Μαΐου, παράκτιο πυροβολείο της Σάμου άνοιξε πυρ κατά τουρκικής ακταιωρού που είχε παραβιάσει δύο φορές τα ελληνικά χωρικά ύδατα προσπαθώντας να συλλάβει ένα ελληνικό αλιευτικό. 

Σε ένα πρώτο συμπέρασμα που μπορεί κάποιος να φτάσει, χωρίς βέβαια αυτό να έχει αποδειχθεί ή επιβεβαιωθεί ποτέ, είναι ότι η Συμφωνία είχε πολιτικές προεκτάσεις και προθέσεις. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι με αυτήν ως πρότυπο, θα άνοιγε ο δρόμος για μία αντίστοιχη Συμφωνία με την Τουρκία σε ό, τι αφορούσε στο ζήτημα της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου. Εκτιμώ ότι, αυτήν την πεποίθηση είχε, τουλάχιστον, η τότε ελληνική ηγεσία. Αυτό βέβαια, δεν έγινε ποτέ.

Από αυτή, όμως, καθαυτή την οριοθέτηση προκύπτουν κάποια σημεία τα οποία παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ένα σημαντικό σημείο για την Ελλάδα φαίνεται να είναι ότι η Συμφωνία, συνομολογήθηκε με βάση τις διατάξεις της τότε εν ισχύ Σύμβασης της Γενεύης του 1958 για την Υφαλοκρηπίδα. Αυτό που γίνεται φανερό είναι ότι, μπορεί να μην αμφισβητήθηκε η απόδοση επήρειας των νησιών σε υφαλοκρηπίδα, δεν αναγνωρίσθηκε όμως η πλήρης επήρεια τους. Στη νησιωτική συστάδα των Οθωνών νήσων, στο βόρειο Ιόνιο και στην αντίστοιχη των Στροφάδων (Άρπυια και Σταμφάνη), στο νότιο Ιόνιο, αποδόθηκε μειωμένη επήρεια, γεγονός που δεν έτυχε καμίας ένστασης από την ελληνική πλευρά. Ένα άλλο σημείο είναι ότι η τελική γραμμή οριοθέτησης, φαίνεται ότι έχει μετρηθεί από τις Ευθείες Γραμμές Βάσεως, που υιοθέτησε με νόμο η Ιταλία, μετά την υπογραφή της Συμφωνίας και από τη φυσική ακτογραμμή του ηπειρωτικού εδάφους της Ελληνικής επικράτειας. Ως αποτέλεσμα αυτού του υπολογισμού ήταν ο, υπέρ της Ιταλίας, επηρεασμός αυτή της οριοθετικής γραμμής της τάξεως μερικών τετραγωνικών ναυτικών μιλίων. Αυτή η Γραμμή δημιουργείται από 16 σημεία. Όπως προκύπτει από τη Συμφωνία, το βόρειο σημείο του βρίσκεται περίπου 7 νμ νοτιότερα του τριεθνούς Ελλάδας, Ιταλίας και Αλβανίας, ενώ το νότιο, περίπου 10 νμ ή 29 νμ βορειότερα από το τριεθνές Ελλάδας, Ιταλίας και Λιβύης, να υπολογιστεί με κλειστό ή ανοικτό τον κόλπο της Σύρτης αντίστοιχα. Σε ό, τι αφορά, τώρα, στο ζήτημα της αλιείας, ένα θέμα που οι Ιταλοί τότε δεν ήθελαν να συζητήσουν, αφού με βάση το Άρθρο V της Συμφωνίας, «Ουδεμία των διατάξεων της Συμφωνίας θίγει το καθεστώς των υπερκειμένων υδάτων και του εναερίου χώρου», (λογικό, αφού για υφαλοκρηπίδα συζητούσαν) δεν επήλθε καμία συμφωνία. Φαίνεται ότι αυτό, αποτελούσε προϋπόθεση. Τέλος, το πιο σημαντικό σημείο αυτής παλιάς ιστορίας είναι ότι, η Συμφωνία του 1977, έδιδε το δικαίωμα στην Ελλάδα να εκμεταλλευτεί τον υποθαλάσσιο πλούτο της περιοχής αφού, υφαλοκρηπίδα σημαίνει βυθός και υπέδαφος αυτού.

Μια νέα ιστορία με …πολιτικές προεκτάσεις

Η Συμφωνία της 9ης Ιουνίου 2020, μεταξύ της Ελλάδας και της Ιταλίας, που στην ουσία αποτελεί μια μεταβολή της Συμφωνίας του 1977 σε μία αντίστοιχη ενιαίων θαλασσίων συνόρων, ως εκ του αποτελέσματος, είναι σίγουρο ότι και αυτή πρόκειται μία συμφωνία με πολιτικές προεκτάσεις και μηνύματα προς όλες τις γείτονες χώρες, ότι η Ελλάδα είναι προσηλωμένη στο Διεθνές Δίκαιο και νομιμότητα. Η οριοθέτηση της ΑΟΖ συμπίπτει με αυτή της Ηπειρωτικής Υφαλοκρηπίδας του 1977, όπως άλλωστε επιβάλλει η σύγχρονη τάση για κοινή οριοθέτηση των υπόψη λειτουργικών ζωνών. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση σε αυτή την περίπτωση, θα αποτελούσε παραδοξότητα χωρίς πρακτικό όφελος, για διάφορούς λόγους. Αποτελεί συμφωνία ιστορικής σημασίας; Προφανώς και εκτιμώ ότι ουδείς μπορεί να πει το αντίθετο. Προσδίδει πρόσθετη αξία στην ήδη υφιστάμενη συμφωνία; Θα ήταν παράλογο κάποιος να ισχυρισθεί το αντίθετο διότι η ΑΟΖ, εκτός από τις προβλέψεις για βυθό και υπέδαφος αφορά στη στήλη του θαλάσσιου ύδατος και στην επιφάνεια. Δηλαδή, πλήρη εκμετάλλευση του θαλασσίου χώρου. Η Ιταλία, ωστόσο, ακολούθησε την ίδια τακτική, όπως και το 1977, σε ό, τι αφορά στα «ιστορικά» αλιευτικά δικαιώματα της και αυτό που βγαίνει ως κύριο συμπέρασμα είναι ότι η συμφωνία του 2020, έγινε δυνατή αφού η ελληνική πλευρά συμβιβάστηκε με αυτό, με τα δικαιώματα, βεβαίως, των Ιταλών αλιέων να περιγράφονται σαφώς ως προς τους περιορισμούς της αλιείας. Αν αυτό βέβαια φαίνεται κάπως παράδοξο, το απαράδεχτο κατά την άποψη μου είναι η επιπλέον συμφωνία για διατήρηση της ίδιας αλιευτικής πολιτικής, έστω και με τους περιορισμούς της, στα ελληνικά χωρικά ύδατα, όταν η Ελλάδα αποφασίσει να τα επεκτείνει από τα 6 νμ στα 12 νμ, στην περιοχή που θα βρίσκεται μεταξύ των 6 νμ και των 12 νμ.

Αυτό καταργεί την έννοια της ΑΟΖ και αποδεικνύει ότι η Συμφωνία έχει πολιτική χροιά παρά οικονομική. Κατά πόσον όμως αυτό ισχύει; Τι κερδίζει η Ελλάδα στον πολιτικό στίβο; Από επίσημες δηλώσεις βγαίνει ότι η Συμφωνία επιβεβαιώνει το δικαίωμα των νησιών σε θαλάσσιες ζώνες και επισημαίνεται η αυτονόητη σημασία του δικαιώματος επέκτασης των χωρικών υδάτων κατά μήκος όλων των ηπειρωτικών ακτών της επικράτειας. Σε ό, τι αφορά στο πρώτο θέμα, όλη σχεδόν η διεθνής νομολογία έχει επιβεβαιώσει ότι όλα τα νησιά (όπως καθορίζεται στο Άρθρο 121 της Σύμβασης του 1982) έχουν δικαίωμα σε όλες τις θαλάσσιες ζώνες η έκταση όμως αυτού του δικαιώματος διαφέρει από περίπτωση σε περίπτωση και εξαρτάται από τη θέση στην οποία βρίσκονται στην περιοχή οριοθετήσεως και το μέγεθος τους. Δυστυχώς αυτό το θέμα στις εργασίες για την Συμφωνία του 1977 φαίνεται ότι δε συζητήθηκε και το καθεστώς της μειωμένης επήρειας, κυρίως των Οθωνών νήσων, είναι σίγουρο ότι θα αποτελέσει προηγούμενο σε τυχόν προσπάθεια επανεκκίνησης των διαπραγματεύσεων με την Αλβανία για την οριοθέτηση της ΑΟΖ. Είναι επίσης σίγουρο ότι η Άγκυρα δε θα το αφήσει ανεκμετάλλευτο και θα το εντάξει στα ήδη παράλογα επιχειρήματα της.

Σε ό, τι αφορά στο ζήτημα των χωρικών υδάτων, η εκτίμηση μου είναι ότι δεν απαιτείται Συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ, ως προϋπόθεση, για άσκηση του αναφαίρετου δικαιώματος καθορισμού των, με βάση τη Σύμβαση του 1982 η οποία στο θέμα αυτό είναι ξεκάθαρη. Πόσο μάλλον με την διευθέτηση που έγινε σχετικά με την αλιεία.

Βέβαια, αυτή η Συμφωνία, μπορεί να δημιουργεί ένα διπλωματικό προηγούμενο για την Ελλάδα, πλην όμως εκτιμώ ότι δε μπορεί να θεωρηθεί ως ο προπομπός για παρόμοιες συμφωνίες με άλλα γειτονικά κράτη.

Συμπεράσματα και Κομβικά σημεία

Η Ελλάδα έχει θαλάσσια σύνορα με έξι κράτη – Αλβανία, Ιταλία, Λιβύη, Αίγυπτο, Κύπρο και Τουρκία – και αυτή η Συμφωνία με την Ιταλία θα ήταν πιο αποτελεσματική και αποφασιστική αν ταυτόχρονα με αυτήν η Ελλάδα κατάθετε επίσημα στον ΟΗΕ τις συντεταγμένες ολόκληρης της ΑΟΖ της. Με λίγα λόγια να καθιερώσει το δικαίωμα απόκτησης αυτών των κυριαρχικών δικαιωμάτων. Με αυτόν το τρόπο θα αποφευχθεί η δημιουργία «κενών» περιοχών που προκύπτουν με τη διαδικασία των τμηματικών συμφωνιών εν αναμονή συμφωνίας με τα λοιπά ενδιαφερόμενα κράτη, όπως λ.χ. συμβαίνει αυτή τη στιγμή με την επήρεια του Καστελόριζου. Μπορεί τώρα να πει κάποιος ότι η συμφωνία έγινε μεταξύ Κύπρου και Αιγύπτου και τα κυριαρχικά δικαιώματα του Καστελόριζου δεν υπάρχουν. Ο νοών νοείτω. Όλοι σχεδόν, που παρακολουθούν τα πράγματα από την πλευρά της Ελλάδας, συμφωνούν ότι το κομβικό και πιο κρίσιμο σημείο είναι η επίτευξη συμφωνίας με την Αίγυπτο. Οι συνομιλίες με αυτήν άρχισαν το 2006 χωρίς βέβαια κάποιο αποτέλεσμα. Παρόλο που αποδέχεται ως μέθοδο οριοθέτησης την Μέση Γραμμή και ότι τα νησιά παράγουν πλήρη επήρεια, οι τουρκικές διεκδικήσεις στην Αν. Μεσόγειο, την έχουν καταστήσει δισταχτική καθότι δεν επιθυμεί να εμπλακεί σε διένεξη τρίτων. Αν τώρα η Ελλάδα επιμείνει στην συνέχιση της πρακτικής των τμηματικών συμφωνιών και δεν υπάρξει θετικό αποτέλεσμα με την Αίγυπτο, τότε αυτό που θα συμβεί είναι η παραμονή του παράνομου μνημονίου Τουρκίας – Λιβύης, η απώλεια των λειτουργικών ζωνών του Καστελόριζου και η απώλεια κοινών θαλασσίων συνόρων με την Κύπρο.

*Ο κ. Κυριάκος Ν. Ποχάνης είναι αρχιπλοίαρχος (εα) Π.Ν. (πρώην διοικητής του Κυπριακού Ναυτικού).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή