Το «Ελ Ντοράντο» της Φύσης βρίσκεται στην Πελοπόννησο

Το «Ελ Ντοράντο» της Φύσης βρίσκεται στην Πελοπόννησο

7' 54" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πανάρχαιοι θησαυροί που διηγούνται τη φυσική ιστορία της πατρίδας μας, αλλά και ολόκληρης της ανατολικής Μεσογείου ή ακόμα και της Ευρώπης… φύονται στις πλαγιές των βουνών της Πελοποννήσου. Εκατοντάδες είδη σπανιότατων φυτών, αλλά και δεκάδες ακόμα που συναντώνται μονάχα σε αυτή την περιοχή συμπληρώνουν ένα ανεπανάληπτο τοπίο φυσικού πλούτου, μοναδικό σε ολόκληρο τον πλανήτη! Σήμερα, όμως, εκατομμύρια χρόνια αφότου εμφανίστηκαν στην περιοχή, απειλούνται με εξαφάνιση, καθώς δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στις δραματικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στο φυσικό τους περιβάλλον.

Αποκλειστικά… ελληνικά

Το… «Ελ Ντοράντο της Φύσης» χαρακτηρίζει, μιλώντας στην «K», την περιοχή της Πελοποννήσου, εξαιτίας του κρυμμένου πλούτου της, ο αναπληρωτής καθηγητής του τμήματος Βιολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών κ. Γρηγόρης Ιατρού. H διδακτορική του διατριβή πάνω στα ενδημικά φυτά της Πελοποννήσου, η οποία ολοκληρώθηκε το 1984, αποτέλεσε την πρώτη ύλη της έκδοσης «Τα Ενδημικά Φυτά της Ελλάδας-Η Πελοπόννησος», που συνέταξαν έπειτα από έξι χρόνια εντατικής έρευνας μαζί με την Κινέζα δόκτορα Kit Tan. Αυτές τις μέρες, μάλιστα, στο Κέντρο ΓΑΙΑ του Μουσείου Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας παρουσιάζεται έκθεση με τις 340 υδατογραφίες των φυτών που περιλαμβάνονται στον παραπάνω τόμο, τις οποίες φιλοτέχνησε ο Δανός βοτανικός ζωγράφος Bent Johnsen.

Στον τόμο περιλαμβάνονται 359 φυτά που συναντώνται μόνο στην Ελλάδα, από τα οποία τα 160 αποκλειστικά στην Πελοπόννησο. «Τα ενδημικά φυτά χωρίζονται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες, τα παλαιοενδημικά, τα αποενδημικά και τα σχιζοενδημικά. Το μεγαλύτερο μέρος των ενδημικών της Πελοποννήσου ανήκει στην τελευταία κατηγορία», τονίζει ο κ. Ιατρού. Τι σημαίνει αυτό; Οτι πάνω στα φύλλα τους ξετυλίγεται η «ταραγμένη» γεωλογική ιστορία της Ελλάδας.

Από την Αιγαιίδα

Οπως μας εξηγεί, τα σχιζοενδημικά φυτά είναι αυτά τα οποία, όταν το Αιγαίο ήταν ακόμη ξηρά, αποτελούσαν ένα ενιαίο είδος που εξαπλωνόταν στον ελληνικό χώρο και την Ανατολία. Οταν η Αιγαιίδα (η παλιά ξηρά στη θέση του σημερινού Αιγαίου) βυθίστηκε και η επικοινωνία του ενιαίου παλαιοπληθυσμού διακόπηκε, η εξέλιξη του φυτού στις δύο περιοχές ήταν διαφορετική. «H γεωγραφική απομόνωση οδήγησε στη δημιουργία νέων φυτών». Μέσω της ενιαίας ξηράς του Αιγαίου, η χλωρίδα εμπλουτιζόταν από στοιχεία άλλων περιοχών, όπως της Ασίας. Στη συνέχεια όμως κόπηκε αυτή η γέφυρα ξηράς, έπειτα ξαναενώθηκε για να κοπεί και πάλι αργότερα. Ταυτόχρονα ήρθαν και οι παγετώνες, οι οποίοι «κατέβασαν» χλωριδικά στοιχεία από την Κεντρική Ευρώπη, όπου οι καιρικές συνθήκες ήταν δυσβάσταχτες για την επιβίωση των οργανισμών, οι οποίοι έβρισκαν καταφύγιο στο νότο. Τα Κύθηρα, τα οποία τότε ήταν ακόμη ενωμένα με την Πελοπόννησο αποτελούσαν το γεωγραφικό αδιέξοδο για τα φυτά, και γι’ αυτό το νησί παρουσιάζει τεράστια ποικιλία ενδημικών φυτών που φύονται αποκλειστικά εκεί.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Tulipa goulimyi, ενός από τα πλέον σπάνια ενδημικά φυτά της χώρας μας. H συγκεκριμένη τουλίπα μπορεί να βρεθεί μόνο στη Νότια Πελοπόννησο, στο Μαλέα, στα Κύθηρα, στα Αντικύθηρα και σε ένα σημείο της Κρήτης. «Αποτελούν φυτικά υπολείμματα ενός είδους που φυόταν σε μια ενιαία γέφυρα ξηράς που ένωνε την Πελοπόννησο με τα Κύθηρα, τα Αντικύθηρα και την Κρήτη!». Ανάλογο γενεαλογικό δένδρο παρουσιάζει και η Asperula taygetea.

Το όνομα των φυτών δίδεται βάσει μορφολογικών ή γεωγραφικών κριτηρίων από εκείνον που πρώτος τα περιγράφει? έτσι ο κ. Ιατρού έγινε ο «νονός» δεκάδων ειδών χλωρίδας. «Το όνομά της η Aurinia moreana το πήρε από τον Μοριά. Το φυτό αυτό πρωτοπεριγράφηκε στο φαράγγι του Βοραϊκού και στα βουνά της Βόρειας Πελοποννήσου», λέει ο ίδιος. «H Minuartia favargeri, επίσης, πήρε το όνομά της προς τιμήν του Φαβαρζέ, ενός καθηγητή στο πανεπιστήμιο του Νιού Σατέλ της Ελβετίας, ειδικού στη μελέτη της ενδημικής χλωρίδας. Το όνομα Linum hellenicum δόθηκε από το χωριό Ελληνικό της Νότιας Πελοποννήσου, του οποίου το όνομα μου άρεσε πολύ, ενώ το Linum phitosianum προς τιμήν του καθηγητή κ. Δημήτρη Φοίτου που ίδρυσε το εργαστήριο Βοτανικής στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας».

Το Μοναστήρι της Παναγίας της Ελώνας έδωσε το όνομά του στην Asperula elonea. «Πρόκειται για έναν πολύ εντυπωσιακό θάμνο, ο οποίος φθάνει το ενάμισι μέτρο ύψος και δεν είχε ξαναπεριγραφεί από την επιστήμη. Επειδή βρέθηκε στο φαράγγι του Λεωνιδίου, δώσαμε το όνομα του μοναστηριού που δεσπόζει στην περιοχή».

Πάνω σ’ ένα βράχο

Στο ίδιο σημείο οι ερευνητές κατέγραψαν επίσης και ένα πάρα πολύ παλιό είδος, την Potentilla arcadiensis. «Κάποιοι μακρινοί «συγγενείς» της διαπιστώσαμε ότι υπάρχουν μόνο στις Αλπεις και στον Ταύρο της Τουρκίας. Είχε λοιπόν κατέβει με τους παγετώνες στην Ελλάδα και, όταν αυτοί αποσύρθησαν πίσω στην Κεντρική Ευρώπη, αυτή παρέμεινε. H πολυπλοκότητα και η πολυμορφία των ελληνικών βουνών και το μικροκλίμα της κάθε περιοχής προσέφερε οικολογικούς θώκους μέσα στους οποίους βρήκαν καταφύγιο πολλές φυτικές και ζωικές μορφές». H έκταση που καταλαμβάνει συνολικά αυτό το φυτό είναι, όπως λέει ο κ. Ιατρού, «ένα πλούσιο… τριάρι με τα μπαλκονάκια του», δηλαδή περίπου 250 με 280 τετραγωνικά πάνω σε έναν βράχο! Με την παρουσία του εκεί επί εκατομμύρια χρόνια, το είδος αυτό περιγράφει ολόκληρη την παλαιογεωγραφία της Ευρώπης και τη συμβολή των βουνών της Ελλάδας στη διατήρηση τέτοιων παλαιών και σημαντικών «υπολειμματικών» ειδών. «Καταλαβαίνετε τώρα τι θα σημαίνει όταν κάποιος βάλει φουρνέλο για να το κάνει νταμάρι…».

15 Centaurea corinthiaca, τα μόνα σε όλο τον κόσμο

Μολονότι η εξαφάνιση των φυτών και η εμφάνιση νέων ειδών αποτελεί μια φυσική διαδικασία, η οποία λαμβάνει χώρα εδώ και εκατομμύρια χρόνια, από τη στιγμή που μπήκε ο άνθρωπος στο προσκήνιο, αυτή η ισορροπία της φύσης άρχισε να διαταράσσεται. Σήμερα, τα φυτά αδυνατούν να αντιδράσουν στους ρυθμούς των αλλαγών του περιβάλλοντός τους, με αποτέλεσμα δεκάδες είδη να έχουν ήδη εξαφανιστεί και άλλα να απειλούνται με εξαφάνιση.

Σύμφωνα με τον κ. Ιατρού, «η μεγαλύτερη απειλή για τα φυτά αυτά είναι όταν οι εκτάσεις καίγονται για να γίνουν καλλιέργειες εξαφανίζοντας τη φυσική βλάστηση. Μεγάλος κίνδυνος είναι επίσης η απομόνωση των ειδών, που απαγορεύει την ανταλλαγή γονιδιακού υλικού. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα φυτά αποτελούν ουσιαστικά δείκτη διαταραχής περιβάλλοντος. Οταν βλέπουμε έναν πληθυσμό να αντιμετωπίζει πρόβλημα, ξέρουμε ότι κάτι δεν πάει καλά». Σημαντική είναι όμως και η ενημέρωση του κόσμου για τη σπάνια χλωρίδα της χώρας μας, ώστε τουλάχιστον να γνωρίζουμε ότι, όταν παρκάρουμε το αυτοκίνητό μας στο πλάι κάποιου επαρχιακού δρόμου, τσαλαπατώντας ένα γαϊδουράγκαθο (εκ πρώτης όψεως) ίσως συμβάλλουμε στην οριστική εξαφάνιση ενός σπάνιου ενδημικού φυτού.

Μερικά δεν πρόλαβαν…

Ας γνωρίσουμε όμως μερικά από τα ελληνικά ενδημικά φυτά που χάθηκαν εξαιτίας της αλόγιστης διαχείρισης του περιβάλλοντος από τον άνθρωπο, αλλά και κάποια από αυτά που αντιμετωπίζουν άμεσο κίνδυνο.

Στα εξαφανισθέντα ανήκει η Alkanna sartoriana, η οποία φυόταν στη Βορειοανατολική Πελοπόννησο, στην περιοχή της Αργολίδας ανάμεσα στο Ναύπλιο και το Τολό. H έντονη τουριστική και οικιστική ανάπτυξη της περιοχής έχει οδηγήσει στη διαταραχή των βιότοπων, όπου ευδοκιμούσε το φυτό, ενώ η παράλληλη επέκταση των αγροτικών καλλιεργειών έχει περιορίσει δραματικά τους φυσικούς οικολογικούς θώκους. Οπως επισημαίνει ακόμα ο κ. Ιατρού, κάθε επίπεδη περιοχή που παραμένει ακαλλιέργητη, χρησιμοποιείται σήμερα ως… πάρκινγκ, ενώ τα βραχώδη οικοσυστήματα έχουν γίνει λατομεία. Αισιόδοξο είναι ωστόσο το γεγονός ότι ένας πολύ μικρός πληθυσμός του συγκεκριμένου είδους βρέθηκε πρόσφατα στο νησάκι απέναντι από το Τολό.

Από το 1911 έχουν χαθεί τα ίχνη και ενός άλλου φυτού, της Centaura tuntasia, η οποία ήταν γνωστή μόνο στην περιοχή των Νέων Λιοσίων στην Αττική. Οι ερευνητικές προσπάθειες για τον εντοπισμό κάποιου πληθυσμού του είδους αυτού ήταν έντονες και εκτεταμένες, δεν είχαν ωστόσο κανένα αποτέλεσμα. H οικιστική ανάπτυξη, οι οδικές κατασκευές και η δημιουργία λατομείων επεκτείνονται σε ολόκληρο το λεκανοπέδιο, οδηγώντας στον περιορισμό πολλών φυσικών οικοσυστημάτων και τη δραστική μείωση των ειδών της αυτοφυούς χλωρίδας. Ετσι, άλλο ένα ενδημικό είδος της χώρας μας, το οποίο δεν είχε εμφανιστεί σε κανένα άλλο μέρος του πλανήτη, συμπλήρωσε τη λίστα των εξαφανισθέντων φυτών.

Λίγο πριν…

Τον ίδιο δρόμο φαίνεται να ακολουθεί και το Astragalus drupaceus, ενδημικό της Πελοποννήσου. O πληθυσμός του φυτού που βρισκόταν στο όρος Κυλλήνη, λίγο πιο ψηλά από το χωριό Τρίκαλα, δεν υπάρχει σήμερα. Στο θάνατό του οδήγησε η επέκταση της καλλιεργούμενης γης γύρω από το χωριό, η βόσκηση της περιοχής από τα αιγοπρόβατα, καθώς και η κατασκευή ενός δρόμου που έκανε την περιοχή προσβάσιμη από όλους, ενώ κατέστρεψε και την αυτοφυή χλωρίδα. Υπάρχουν ωστόσο ορισμένα «υπολείμματα» ενός δεύτερου πληθυσμού στην επαρχία Λακωνίας στη Νότια Πελοπόννησο. Πρόκειται ουσιαστικά για ελάχιστα άτομα που φύονται στις όχθες του δρόμου μεταξύ των χωριών Χάνια και Κροκεές. H προσπάθεια εξάπλωσης του πληθυσμού είτε στη μία είτε στην άλλη πλευρά δεν μπορεί να τελεσφορήσει λόγω των καλλιεργειών.

Ενα από τα ενδημικά φυτά που κινδυνεύουν περισσότερο είναι η Centaurea corinthiaca, η οποία είναι γνωστή από έναν πολύ μικρό πληθυσμό μεταξύ του Ισθμού της Κορίνθου και του Λουτρακίου. Τη στιγμή που τις τελευταίες δεκαετίες το Λουτράκι γνώριζε τεράστια τουριστική ανάπτυξη, ο πληθυσμός αυτού του φυτού ολοένα μειωνόταν. Οπως διαπίστωσαν πρόσφατα οι ερευνητές, έχουν απομείνει περίπου 15 άτομα στα περιθώρια ενός ελαιώνα δίπλα στο δρόμο.

Η Potentilla arcadiensis, την οποία αναφέραμε παραπάνω, αποτελεί επίσης απειλούμενο ενδημικό είδος. Πρόκειται για ένα τυπικό χασμόφυτο, το οποίο φύεται στις ανατολικές πλαγιές του όρους Πάρνωνα, και αναπτύσσεται στα απότομα ασβεστολιθικά βράχια με κάθετη σχεδόν κλίση. Μολονότι, όπως λέει ο κ. Ιατρού, η αναπαραγωγική ικανότητα αυτού του φυτού είναι μεγάλη, η βλαστητική ικανότητα των σπερμάτων του είναι χαμηλή. «Εάν δε λάβουμε υπόψη το σκληρό ασβεστολιθικό υπόβαθρο και τον ανταγωνισμό των γειτονικών φυτών, συμπεραίνουμε ότι έαν ένα άτομο του πληθυσμού καταστραφεί, είναι αναντικατάστατο». Μεταξύ των παραγόντων που απειλούν το είδος αυτό είναι τα έργα για την επέκταση του Μοναστηριού της Παναγίας της Ελώνας, η διαπλάτυνση του δρόμου αλλά και η υπερβολική συλλογή του από τους ειδικούς. Ανάλογη είναι η κατάσταση και του πληθυσμού του Stachys spreitzenhoferi που βρίσκεται στους βράχους του κάστρου της Μονεμβασιάς, καθώς και της Minuartia favargeri στο φαράγγι της Ελώνας.

«Τελικά όλοι θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι μαζί με τους ανεκτίμητους αρχαιολογικούς θησαυρούς της χώρας μας, απαιτείται απογραφή και προστασία των επίσης ανεκτίμητων θησαυρών της ελληνικής φύσης», τονίζει ο κ. Ιατρού.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή