«H 17N σκότωσε ολόκληρη την οικογένειά μας»

«H 17N σκότωσε ολόκληρη την οικογένειά μας»

5' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

O Χρήστος Μάτης είναι παλικαράκι 18 χρόνων, στα 19. Τελειώνει φέτος το Λύκειο, και όπως μας είπε, έξω στο διάλειμμα της δίκης, ο πατέρας του, ο πρώτος μάρτυς κατηγορητηρίου κ. Ξενοφών – Βασίλειος Μάτης, «αυτές τις μέρες στενοχωριέται πολύ». Στην κατάθεσή του ο Ξενοφών Μάτης είπε «στις 20 Δεκεμβρίου 1984 γέννησε η γυναίκα μου το δεύτερο αγόρι. Ημουν στον ουρανό και βρέθηκα «8 μέτρα μέσα στη γη». Είχα πάει να τους δω, στην κλινική, ήταν δυόμισι η ώρα μεσημέρι, όταν γύρισα σπίτι και μου το ‘πε η κουνιάδα μου… Εμείς, κ. πρόεδρε είμαστε από το Θεσπρωτικό Πρεβέζης. Θέλω να ρωτήσω αυτούς που τον σκότωσαν, τι είχε κάνει ο αδελφός μου; Δεν ήταν πολιτικό πρόσωπο. Με μισό παπούτσι ήρθαμε και δουλέψαμε. Ελιές μάζευε η μάνα μας για να μας μεγαλώσει. Περιμένω να μάθω ποιος σκότωσε τον αδελφό μου κι ας μη μιλάμε για ιδεολογίες…». «Και εγώ εκφράζω μια λύπη για το συμβάν. Το δικαστήριο», λέει ο πρόεδρος, «ζητεί ευθύνες». «Ανθρώπου ζωή αφαίρεσαν, κ. πρόεδρε, λες και ήταν μπεκάτσα. Δεν σκότωσαν έναν άνθρωπο, σκότωσαν όλη την οικογένεια. Και εδώ λέω το παράπονό μου, τον πόνο μου. Πάνε, πέθαναν, η μάνα μου, το 1999 και ο πατέρας το 2000. Οσο για τα λεφτά που ‘δωσε η πολιτεία… Από 18 χιλιάδες άρχισε, ώς 110, μαζί με ΟΓΑ». «Τώρα πέθαναν αυτοί, κι η μάνα μας, ώς το τέλος, έλεγε «όταν τους βρουν θα πάω να τους ρωτήσω, εσένα μάνα δεν σε γέννησε; Καρδιά δεν έχεις; Και τι κέρδισες; Ξέρεις πώς μεγάλωσα εγώ αυτό το παιδί, με τι στερήσεις;». Αλλά δεν πρόλαβε», αυτά τα είπε, στην «K», έξω στον διάδρομο, η αδελφή του Χρήστου Μάτη, η Ανθούσα Πίσσαρη, 6 χρόνια μεγαλύτερη από τον μακαρίτη, «που ήταν το στερνοπαίδι. Είχε τελειώσει την Γ΄ Γυμνασίου. Πήγε στη Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων, δεν έβγαζε λεφτά. Μετά που τέλειωσε το στρατιωτικό, του ‘πε ο πατέρας μας «Δεν πας στην αστυνομία»; Και πήγε». Αργότερα, η Ανθούσα κατέθεσε τη μαρτυρία αυτή, ως πολιτική αγωγή, μεταφέροντας τις τελευταίες θελήσεις της μάνας της. Και η υπεράσπιση δεν ρώτησε τίποτε, σιώπησε.

Εξω, ο άλλος αδελφός, ο κ. Νικηφόρος – Βαγγέλης Μάτης, που πήγε να καταθέσει, αλλά ο πρόεδρος δεν τον άφησε να πει πολλά «εφόσον δεν είχε τίποτα παραπάνω να πει απ’ ό,τι ο Ξενοφών», έλεγε στο διάλειμμα, «σαν σήμερα, πριν από τέσσερα χρόνια, είχαμε την κηδεία της. Πέθανε η μάνα μας μ’ αυτόν τον καημό». Και η Ανθούσα είπε, μπροστά στους δικαστές «ξερίζωνε η μάνα μας τα μαλλιά της, γι’ αυτό το κακό που μας βρήκε». Τη λέγανε Σταυρούλα, το όνομά της έχει η κόρη του Βαγγέλη Μάτη, μια ξανθή κοπέλα που είναι στη δίκη και παρακολουθεί βουβή και οργισμένη. «Το αγοράκι εκείνο που ήταν τριών ημερών όταν σκότωσαν τον αδελφό μας, του ‘δωσα το όνομά του. Το ‘βγαλα Χρήστο», μας είπε ο Ξενοφών. Δακρυσμένοι, πικραμένοι όλοι τους κράτησαν αξιοπρεπή στάση. Οταν, όμως, κατέθετε η αδελφή τους, η Ανθούσα, και μιλώντας για τους υπεύθυνους είπε: «Το ‘μαθα το μεσημέρι. Αυτοί οι -πέστο οι δολοφόνοι, πέστο- της φώναζαν από κάτω. Αλλά η Ανθούσα, όλη μια πίκρα, προτίμησε να πει κοιτώντας προς τα πίσω, αυτοί οι κατηγορούμενοι, θέλω να ρωτήσω, δεν τους γέννησε μάνα;».

Εξω, άνοιξε την τσάντα της, έβγαλε τη φωτογραφία του νεκρού αδελφού και την έδωσε. «Δείξτε την, να δουν τι λεβέντη χάσαμε». Δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο ο Χρήστος Μάτης κρατά το υπηρεσιακό του πιστόλι. «Τραβήχθηκε τρεις μέρες πριν», μας λέει ο αδελφός του Βαγγέλης. Και όλοι οι μάρτυρες είπαν πως αυτοί που μπήκαν για τη ληστεία ήταν αποφασισμένοι και να σκοτώσουν.

Δύσκολο να τον θεωρήσεις τον Χρήστο Μάτη «παράπλευρη απώλεια» για έναν ιδεολογικό αγώνα. Οσο για το κουτί «που δεν ξέρουμε αν είχε μέσα γλυκά», γιατί το πήρανε κι αυτό μαζί, όταν έφυγαν με το λευκό μικρό αμάξι «αυτό το κρατούσε ο ψεύτικος αστυνομικός», τον οποίο ο μάρτυς κ. Παύλος Νικολαΐδης αναγνώρισε, ανάμεσα από τους κατηγορουμένους ως αυτόν.

«Ποιον; Τον κύριο Κουφοντίνα»; – ρώτησε ο πρόεδρος. «Ναι, αυτόν». «Χρόνια πολλά για τη γιορτή σου Χρήστο» άκουσαν όλοι οι μάρτυρες ότι του ‘χε πει. Αλλά ο Χρήστος δεν πήρε το κουτί με τα δυο του χέρια, όπως θα ‘θελαν για να του αρπάξουν το αυτόματο. Το κουτί έμεινε δίπλα, εκείνος έκανε να πιάσει το αυτόματο, ο «ψευτοαστυνομικός» έπεσε επάνω του και το πάτησε με το γόνατο, ενώ ο άλλος του ‘βαλε την κάννη στον κρόταφο. «Χρήστο, μην κινείσαι» του ‘πε και σχεδόν ταυτόχρονα πίεσε τη σκανδάλη. Οσο για το «ποιος ήταν πιο ψηλός από τους δύο», ο ψευτοαστυνομικός, που φορούσε και πηλήκιο κι ήταν και σκυμμένος, ή ο άλλος που πυροβόλησε – οι μάρτυρες, αν και καταλάβαιναν τη σπουδαιότητα της διευκρίνισης, ως προς την αναγνώριση, δεν μπορούσαν να πουν μετά βεβαιότητος. O ταμίας, 25 ετών τότε, κ. Κάσιος το είπε καθαρά «η άποψή μου είναι ότι εάν δεν θέλεις να σκοτώσεις, δεν σκοτώνεις. Πρόκειται για δολοφονία εν ψυχρώ. Και ο πρόεδρος, στρεφόμενος προς την υπεράσπιση, που είχε ζητήσει την άποψη του μάρτυρα, τους επεσήμανε, με νόημα: «Εγώ είπα, μην τον πολυρωτάτε…». H μάρτυς, Αγγελική Γκιλιπάθη, προϊσταμένη εσωτερικής διαδικασίας, που ήταν καθισμένη στο γραφείο της, αλλά με την «αναταραχή» και το «Ψηλά τα χέρια και ακίνητοι», σηκώθηκε, είχε περιορισμένη οπτική επαφή. O Χρήστος Μάτης ήταν καθισμένος στο συγκεκριμένο κάθισμα, δύο ήταν πάνω του, ο τρίτος κρατούσε τους πελάτες στον τοίχο. «Χρήστο μην κινείσαι» άκουσε και σχεδόν ταυτόχρονα, πυροβολισμό. «Εχασα από τα μάτια μου τον Χρήστο, γλίστρησε προς τα κάτω…». Κι όταν της ζητήθηκε να δει μήπως αναγνωρίζει κανέναν από τους δύο, αφού κοίταξε προσεκτικά, κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, κρατώντας την επιφύλαξη: «Θα μπορούσα εάν μου δείχνατε φωτογραφίες εκείνης της εποχής, πέρασαν είκοσι χρόνια…».

«Ποιος ήταν πιο κοντός;». «Τι εννοούσε ο άλλος, που πήγε στον ταμία και ζήτησε το «αποθεματικό», κι όχι τα λεφτά;». «Υπήρχε απ’ έξω μια βέσπα (ή μία μοτοσικλέτα) που μαρσάριζε;». «Από πού είχαν αγοράσει το κουτί με τα γλυκά, κάποιος είπε ότι τ’ αγόρασε μια γυναίκα από του Χαλβατζόγλου». «O ψευδοαστυνομικός πήρε, μετά τον πυροβολισμό, το αυτόματο, το έβαλε στον ώμο κι έκανε, πάνω-κάτω, στην πύλη εισόδου, για να μην μπουν μέσα οι πελάτες, «σαν να ήταν αυτός ο αληθινός αστυνομικός. Οσες ερωτήσεις, τόσες εικόνες, κι όλες φρίκης και σκληρότητας, είδαν να ζωντανεύουν μπροστά τους πάλι οι μάρτυρες, είκοσι χρόνια μετά. Μια πολύ δύσκολη μέρα για τους συγγενείς του Χρήστου Μάτη «που αν είχε μείνει ακίνητος, αν είχε παραδώσει το όπλο του, δεν θα είμαστε εδώ εμείς τώρα», όπως είπε, με πικρία ο κ. Παύλος Νικολαΐδης, που ήξερε καλά τον Χρήστο Μάτη, ερχόταν συχνά, ήταν υπάλληλος του OTE. «Εσείς είχατε έλθει να κάνετε τι;», ρώτησε, μαλακά, ο πρόεδρος. «Να κάνω μια κατάθεση». «Με βιβλιάριο εσείς, όχι με εξάσφαιρο», η προεδρική παρατήρηση που συνόψισε την έννοια της βίας, πριν και μετά τον πυροβολισμό…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή