Απόδραση από το νέφος και το άγχος

Απόδραση από το νέφος και το άγχος

9' 25" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τελευταία, οι κάτοικοι της Αθήνας κάνουμε την ίδια σκέψη, όταν είμαστε κολλημένοι σε μποτιλιάρισμα, το βράδυ έπειτα από μια δύσκολη ημέρα στη δουλειά ή κάνοντας γύρους σαν σβούρες για μια θέση πάρκινγκ: «Πάμε να φύγουμε απ’ αυτήν την πόλη». Γρήγορα, όμως, η καθημερινότητα μας παρασύρει στη δίνη της και οι σκέψεις αυτές χάνονται -για να επανέλθουν αργότερα ακόμα πιο επίμονες. Την ώρα όμως που εμείς απλά ονειρευόμαστε την «ιδανική» ζωή στην επαρχία, μια ζωή χωρίς άγχος, θόρυβο, μποτιλιάρισμα και… μικροσωματίδια, κάποιοι έχουν ήδη λάβει τη μεγάλη απόφαση, έχουν φτιάξει τις βαλίτσες τους και έχουν γυρίσει την πλάτη στην πρωτεύουσα.

Μια μικρή έρευνα αποδεικνύει ότι δεν είναι λίγοι εκείνοι που τα τελευταία χρόνια «τα παράτησαν», έφυγαν για την επαρχία και «έχουν βρει πια την υγειά τους». Αιτίες, το καυσαέριο, το κυκλοφοριακό, το μπετόν, οι φρενήρεις ρυθμοί και το άγχος, στα οποία σήμερα έχουν προστεθεί τα δεκάδες εκτελούμενα έργα, αλλά και η τάση «επιστροφή στη φύση», που αποκτά όλο και περισσότερους πιστούς. Αυτό όμως που εμπειρικά γνωρίζουμε δεν είναι στατιστικά μετρήσιμο. Οπως μας είπαν από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, η τάση φυγής των Αθηναίων είναι πολύ δύσκολο να υπολογιστεί, δεδομένης της αθρόας εισροής στην πρωτεύουσα κυρίως μεταναστών. H μετακίνηση από την πρωτεύουσα προς την επαρχία «εξουδετερώνεται» από τη μετακίνηση προς την αντίθετη κατεύθυνση. Παρόλα αυτά, το φαινόμενο είναι υπαρκτό και το τελευταίο διάστημα αρκετά έντονο.

Δεν είναι όμως μόνο η ελληνική πρωτεύουσα που «διώχνει» τα παιδιά της. Περίπου 160.000 άνθρωποι εγκαταλείπουν κάθε χρόνο το Παρίσι για να εγκατασταθούν στην επαρχία διωγμένοι από τον θόρυβο, τη μόλυνση και τα μποτιλιαρίσματα. Σύμφωνα με έρευνες, το 60% των Παριζιάνων ονειρεύονται να μετακομίσουν στην εξοχή. Στο Παρίσι, μάλιστα, λειτουργούν δεκάδες γραφεία που αναλαμβάνουν να διευκολύνουν τους απηυδισμένους κατοίκους σε μια από τις πιο κρίσιμες αποφάσεις της ζωής τους, παρέχοντας συμβουλές για το πώς να ξεκινήσουν τη δική τους μικρή επιχείρηση στην επαρχία.

Εδώ, βέβαια, δεν είμαστε ακόμα τόσο οργανωμένοι. Επειδή, όμως, ορισμένοι δεν χρειάζονται παρά ένα «κλικ» για να κάνουν το μεγάλο βήμα, η «K» παρουσιάζει τις ιστορίες κάποιων που ήδη το αποτόλμησαν.

Νίκος Δελλόγλου, Σύρος – H Αθήνα έχει γίνει πλέον το «χωριό» μου

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, μετά 15 χρόνια ζωής στη Γερμανία, ο κ. Νίκος Δελλόγλου επέστρεψε στην Αθήνα για να εργαστεί ως αρχιτέκτονας. Χρειάστηκαν πολύ λίγα χρόνια για να συνειδητοποιήσει ότι… υπάρχει καλύτερη Ελλάδα και βρίσκεται στην επαρχία. «Στην Αθήνα υπάρχει το καυσαέριο, το κυκλοφοριακό, το στρες, ο καθένας σπρώχνει για να περάσει, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Με την οικογένειά μου αναζητούσαμε άλλη ποιότητα ζωής και αποφασίσαμε να κάνουμε το μεγάλο βήμα. Επειδή όμως και στη Γερμανία ζούσα σε αστικό κέντρο, έψαχνα μια πόλη της επαρχίας η οποία να μην είναι πολύ μακριά από την Αθήνα, την οποία αγαπάω. Πάντα αγαπούσαμε πολύ το Αιγαίο και ιδιαίτερα τις Κυκλάδες και ύστερα από έρευνα, αποφασίσαμε να εγκατασταθούμε στη Σύρο».

Εχουν περάσει ήδη δέκα χρόνια από τότε. «Δεν το έχω μετανιώσει, αν και στην αρχή ήταν δύσκολα. Χρειάστηκε να ξεκινήσω από το μηδέν στη δουλειά μου. Επίσης, σε μια κλειστή κοινωνία, οι σχέσεις είναι πιο ανθρώπινες, αλλά υπάρχει και το κουτσομπολιό. Αλλά στη Σύρο δεν μου λείπει τίποτα, έχει τα πάντα, οι άνθρωποι είναι πολύ δεκτικοί, κοσμοπολίτες».

Δεν αισθάνθηκε ποτέ «ασφυξία» από τη ζωή σε ένα νησί; «Δεν έχω την αίσθηση ότι μένω σε ένα μικρό νησάκι. Νιώθω ότι ζω στο αρχιπέλαγος. Δεν αισθάνομαι ότι η θάλασσα είναι το όριο του ζωτικού μου χώρου, αλλά ότι με συνδέει απλώς με τα άλλα νησιά. Και τώρα απολαμβάνω και την Αθήνα κάθε φορά που πηγαίνω – έχει γίνει το «χωριό» μου».

Στράτος Στρατηγάκης, Καστοριά – H λέξη άγχος είναι ξεχασμένη για μένα

Για πολλά χρόνια, ο κ. Στράτος Στρατηγάκης, εκπαιδευτικός, εργαζόταν σε φροντιστήρια των Αθηνών. H δουλειά ήταν εξοντωτική, όλη μέρα έτρεχε προσπαθώντας να συγκεντρώσει ένα καλό εισόδημα για τον ίδιο και την οικογένειά του. Ωσπου μια Κυριακή πρωί, μια σκέψη δεν έλεγε να φύγει από το μυαλό του, μια σκέψη που γρήγορα έγινε πραγματικότητα. «Σκέφτηκα να δώσω εξετάσεις στο ΑΣΕΠ με σκοπό να διοριστώ κάπου στην επαρχία. Είχα ξαναδώσει εξετάσεις, αλλά δεν πήγα καν να πάρω τα αποτελέσματα. Αυτή τη φορά, όμως, ήμουν αποφασισμένος», λέει στην «K». Πράγματι, σε λίγους μήνες, έφθανε στην Καστοριά. Ηταν 41 ετών.

«Ηταν Κυριακή 25 Αυγούστου, όταν έφθασα στην Καστοριά και αυτό που θυμάμαι να σκέφτηκα είναι «πού έχουν πάει όλοι;». Φαντάστηκα ότι έλειπαν για διακοπές, γιατί η πόλη ήταν σχεδόν άδεια». Πέρασε λίγος καιρός ώσπου να προσαρμοστεί. «Είναι περίεργο να περπατάς και να βλέπεις ταμπέλες προς «Αλβανία»». Εγκαταστάθηκε σε ένα χωριό 10 χλμ. έξω από την Καστοριά, τη Μεσοποταμία. «Ξέρετε τι ωραία είναι να μπορείς σε πέντε λεπτά να κάνεις ποδήλατο με το παιδί σου δίπλα σε μια παγωμένη λίμνη; Να ξεκινάς στις 9 το πρωί για να πας στην τράπεζα να πληρώσεις τους λογαριασμούς, να φτιάξεις τα γυαλιά σου και στις 10 να είσαι πίσω; Αυτό σημαίνει ποιότητα ζωής. Από το σπίτι μου για το σχολείο είναι τρία λεπτά με τα πόδια κι ένα λεπτό με το αυτοκίνητο. Στην Αθήνα η ημέρα μου είχε 21 ώρες – οι τρεις χάνονταν στις μετακινήσεις». Οι διαφορές είναι αισθητές σε κάθε τομέα. «Εδώ δεν υπάρχει ανταγωνισμός, οι σχέσεις είναι όμορφες. Στην Αθήνα, ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης κάνει τα πράγματα ακριβά, κακής ποιότητας. Εδώ για να βγεις για φαγητό χρειάζεσαι δέκα λεπτά και 10 ευρώ».

Από την Αθήνα δεν του έλειψαν πολλά πράγματα. «Μόνο ο κινηματογράφος και το θέατρο, τίποτε άλλο», λέει κατηγορηματικά. «H Αθήνα με είχε φθάσει στα όριά μου, εκνευριζόμουν με το παραμικρό, δεν άντεχα το μποτιλιάρισμα, το συνωστισμό, ένιωθα ότι η ζωή μου τρέχει σε λάθος δρόμο, ότι τα παιδιά μου υποφέρουν στο διαμέρισμα. Εδώ ζω σε μονοκατοικία με κήπο και κατάλαβα ότι στην Αθήνα ζούσαμε σαν τα ποντίκια. Τώρα η λέξη άγχος είναι ξεχασμένη για μένα. Τα Χριστούγεννα κατέβηκα στην Αθήνα και κάποιος πήγε να μου πάρει τη σειρά στο ταμείο ενός βιβλιοπωλείου.

Σε άλλη περίπτωση, θα του ζήταγα το λόγο, τώρα όμως του είπα, «πέρνα, άνθρωπέ μου, εγώ πάω Καστοριά»!».

Σωτήρης, Βόλος – Προτιμώ να γελάω πραγματικά από το να τρέχω σαν τρελός

Οταν ο Σωτήρης στα 18 του χρόνια άφησε το Βόλο για να έρθει να σπουδάσει και να εργαστεί στην Αθήνα, δεν πίστευε ότι σε δώδεκα χρόνια θα ακολουθούσε την αντίθετη διαδρομή αποφασισμένος να μη γυρίσει ποτέ ξανά στην πρωτεύουσα. Γνώριζε ότι οι αιτίες που τον είχαν κάνει να αφήσει τότε την ιδιαίτερη πατρίδα του -κυρίως η έλλειψη ευκαιριών επαγγελματικής αποκατάστασης- δεν είχαν εκλείψει. Στα χρόνια που έζησε στην Αθήνα όμως αυτό που έμαθε ήταν ότι «ούτε η καριέρα ούτε τα χρήματα είναι το παν». Οταν πήρε μάλιστα τη μεγάλη απόφαση, το μέλλον του ως νέος δημοσιογράφος διαγραφόταν λαμπρό.

«Το ένα έφερνε το άλλο», λέει ο Σωτήρης, 32 χρόνων σήμερα, για τα πρώτα χρόνια στην Αθήνα. «Ξεκίνησα να δουλεύω σε μια διαφημιστική και μετά ως δημοσιογράφος σε διάφορα μέσα. Σε πέντε χρόνια, είχα πέντε δουλειές -από ειδικά περιοδικά μέχρι ραδιόφωνο. Ξεκινούσα τη μέρα μου στις 7 το πρωί και επέστρεφα σπίτι στις 11 το βράδυ. Αυτό κράτησε πέντε ολόκληρα χρόνια. Ωσπου κάποια στιγμή δεν άντεξα».

Καταλυτικό ρόλο στην απόφαση του Σωτήρη για αλλαγή ζωής έπαιξε η γνωριμία του με τη μετέπειτα γυναίκα του. «Στα τρία χρόνια που ήμασταν μαζί στην Αθήνα, δουλεύαμε και οι δύο τόσο πολύ που δεν βλεπόμασταν σχεδόν καθόλου. Μια μέρα λοιπόν είπαμε ότι δεν βγάζουμε άλλο χειμώνα έτσι. Σκεφθήκαμε ότι θα μπορούσαμε να ζήσουμε μια αξιοπρεπέστερη ζωή αλλού. Ευτυχώς, είχα την πολυτέλεια να κατάγομαι από το Βόλο και η απόφαση ήταν πιο εύκολη».

Είχε περάσει όμως αρκετά χρόνια μακριά από το Βόλο και η επαναπροσαρμογή στην πόλη είχε τις δυσκολίες της. «Στην αρχή έφερα μαζί μου τη νοοτροπία του «ταμπουρώματος» που έχουμε στην Αθήνα. Μετά ένα χρόνο όμως έστρωσαν τα πράγματα». Στα δύο χρόνια που έχουν περάσει από τότε, ο Σωτήρης έχει ασχοληθεί με διάφορα επαγγέλματα και συνεχίζει να «ψάχνεται». Δεν σκέφτεται όμως να επιστρέψει στην Αθήνα. «H ζωή στην πρωτεύουσα είναι πολύ κουραστική. Ολα μου φαίνονταν «διαδικασία». Πνιγόμουν, όπου κι αν γύριζα έπεφτα σε μπετόν αρμέ. Ηθελα 1 1/2 ώρα για την κοντινότερη διαδρομή και 40 λεπτά για να βρω να παρκάρω στην Κυψέλη όπου έμενα. Τώρα έχω καταλάβει ότι δεν ζεις πραγματικά στην Αθήνα, πρόκειται για επίφαση ζωής. Στο Βόλο ξέρεις ότι σε πέντε λεπτά μπορείς να χαθείς στη φύση ή να πιεις καφέ μπροστά στη θάλασσα. Είναι θέμα επιλογών. Εγώ προτιμώ να μπορώ να πιω ένα τσιπουράκι με τους φίλους μου και να γελάσω πραγματικά από το να τρέχω πάνω κάτω σαν τρελός».

Νίκος Φρατζεσκάκης, Βάμος – H ζωή είναι ωραία όταν έχεις τη φύση μπροστά σου

Οταν το ’92 ο Νίκος και η Λόλα Φραντζεσκάκη, υπάλληλος της ΔΕΗ και μαθηματικός, αντίστοιχα, εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο Βάμο, ένα χωριό κοντά στα Χανιά, εγκαταλείποντας την Αθήνα, η μόνη τους στενοχώρια ήταν ότι… δεν είχαν λάβει αυτή την απόφαση νωρίτερα. Κάλλιο αργά παρά ποτέ, όμως. «H ιδέα άρχισε να μας απασχολεί σοβαρά από το ’91, όταν οι απανωτές κρίσεις νέφους, σε συνδυασμό με το κυκλοφοριακό άρχισαν να μας ενοχλούν ιδιαίτερα», λέει στην «K» ο Νίκος. «Σκεφθήκαμε λοιπόν ότι δεν είχαμε κανένα λόγο να ζούμε έτσι». H καταγωγή του κ. Φραντζεσκάκη ήταν από την Κρήτη κι έτσι σιγά σιγά άρχισαν να προετοιμάζονται για το ταξίδι που θα τους άλλαζε για πάντα τη ζωή.

«Στην αρχή εγκατασταθήκαμε στα Χανιά γιατί η μετάβαση από μια μεγαλούπολη σε ένα χωριό θα ήταν πολύ απότομη. Μετά δύο χρόνια όμως μετακομίσαμε μόνιμα σε ένα αγρόκτημα στο Βάμο». Από το ’95, μάλιστα, μαζί με άλλους οκτώ φίλους που ακολούθησαν σταδιακά την ίδια διαδρομή, ίδρυσαν την εταιρεία Βάμος AE «για τη διατήρηση της παράδοσης και ανάπτυξης του Αποκόρωνα», της ευρύτερης περιοχής. Μέχρι σήμερα, η παρέα του Βάμου έχει αναστηλώσει και αναπαλαιώσει περίπου 30 οικήματα, τα οποία τώρα λειτουργούν ως ξενώνες, έχει δημιουργήσει μια οικοτεχνία παραδοσιακών προϊόντων, ενώ έχει ξεκινήσει βιολογική καλλιέργεια λαχανικών.

«Η ζωή είναι ωραία. Δεν ξέρετε πώς είναι να ξυπνάς και να ακούς τα πουλιά, να έχεις να περιποιηθείς τα ζώα σου, η φύση να είναι μπροστά σου».

Ηλίας Κάνιστρας: H Πάτρα, αν και μεγάλη πόλη, διατηρεί τα καλά της επαρχίας

Ο Ηλίας Κάνιστρας -ο ανταποκριτής σήμερα της «Καθημερινής» στην Πάτρα- μέχρι το ’94 ζούσε στην Αθήνα. Είχε φύγει από την αχαϊκή πρωτεύουσα το ’87 για να σπουδάσει και ένα χρόνο αργότερα άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος στην «K». Μολονότι η Αθήνα του πρόσφερε ευκαιρίες, ποτέ δεν κατάφερε να προσαρμοστεί. «Οταν έχεις μεγαλώσει σε μια επαρχιακή πόλη, σε διώροφο σπίτι με αυλή και περιβόλι, όπου οι αποστάσεις είναι μικρές, η ζωή στην Αθήνα δεν σου ταιριάζει», λέει σήμερα από το γραφείο του στην εφημερίδα «Πελοπόννησος» όπου εργάζεται. «Οι συνθήκες της ζωής στην Αθήνα ήταν δύσκολες, δεν μου πήγαιναν. Είχα πρόβλημα να μετακινηθώ, δεν έβλεπα τους φίλους μου, τους δικούς μου ανθρώπους. Δεν μπορούσα να το ανεχθώ. Ετσι πήρα τη μεγάλη απόφαση να επιστρέψω στην Πάτρα, η οποία, μολονότι είναι μια μεγάλη πόλη, διατηρεί τα καλά της ελληνικής επαρχίας».

Η δουλειά, βέβαια, σε μια μεγάλη ημερήσια εφημερίδα είναι απαιτητική όπου κι αν αυτή εκδίδεται. «H δουλειά είναι αρκετή, αλλά οι συνθήκες είναι διαφορετικές. H βασική διαφορά είναι ότι εδώ έχεις την πολυτέλεια να ξεκουραστείς το μεσημέρι, να φας με την οικογένειά σου. Δεν ξεκινάς στις 10 το πρωί για να γυρίσεις σπίτι στις 10 το βράδυ. Μπορείς να συναντάς τους φίλους σου πολύ εύκολα, να επικοινωνείς, μπορείς εύκολα να κάνεις μια βόλτα να ξεσκάσεις χωρίς να χάσεις ατέλειωτο χρόνο στις μετακινήσεις. Εύχομαι να μη χρειαστεί να γυρίσω στην Αθήνα στο μέλλον».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή