Πίνουν αρκετά και μεθούν συχνά. O λόγος για τους Ελληνες εφήβους που τα τελευταία χρόνια φαίνεται να υιοθετούν μια ιδιαίτερα «ανεύθυνη» στάση σε σχέση με το αλκοόλ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία πανελλήνιας έρευνας που πραγματοποίησε το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής το 2003, σε δείγμα 8.457 μαθητών ηλικίας 14 έως 17 ετών, ένας στους τρεις εφήβους (ποσοστό 28,2%) κάνει συχνή κατανάλωση αλκοόλ, δηλαδή έχει πιει τουλάχιστον έξι φορές τον τελευταίο μήνα από τη διεξαγωγή της έρευνας. H συχνή κατανάλωση αλκοόλ εμφανίζεται αυξημένη σε σχέση με το 1998, όπου την ίδια κατανάλωση ανέφερε το 24,8% των εφήβων, ενώ μικρή αλλά σταθερή αύξηση καταγράφεται τα τελευταία χρόνια στα αυτοαναφερόμενα περιστατικά μέθης: το 1998 το 10,9% των εφήβων είχε δηλώσει τρία τουλάχιστον περιστατικά μέθης το τελευταίο έτος, ενώ το 2003 το σχετικό ποσοστό έφθασε το 12,4%.
Σε ένα μήνα
Επιπλέον, το 2003 το 13,2% δήλωνε υπερβολική -ανά περίσταση- κατανάλωση οινοπνευματωδών, δηλαδή τουλάχιστον πέντε ποτά σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις σε διάρκεια ενός μηνός, έναντι του 11.7% το 1998.
Και αυτό παρά του ότι στην πλειονότητά τους οι έφηβοι γνωρίζουν για τους κινδύνους από το αλκοόλ. Ειδικότερα, ενώ το 1998 ένας στους δύο μαθητές (ποσοστό 51,5%) θεωρούσε ακίνδυνη την κατανάλωση 1-2 ποτών σε σχεδόν καθημερινή βάση, το αντίστοιχο ποσοστό το 2003 έπεσε στο 32,2%.
Αντίστοιχη εικόνα παρατηρείται και όσον αφορά στις αντιλήψεις για την κατανάλωση 4-5 ποτών την ημέρα (17,6% των παιδιών τη θεωρούσαν ακίνδυνη το 2003 έναντι 8,3% το 2003). Πάντως, το 83,6% των Ελλήνων εφήβων θεωρούν ότι η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ σχετίζεται με την πρόκληση τροχαίων ατυχημάτων, το 58,1% με προβλήματα υγείας, το 48,8% με βίαια εγκλήματα και το 44,8% με οικογενειακά προβλήματα. Πάντως, σε γενικές γραμμές σχεδόν όλοι οι έφηβοι έχουν δοκιμάσει κάποιο οινοπνευματώδες ποτό, ενώ το 38,5% των εφήβων δηλώνει ότι έχει πιει τουλάχιστον 40 φορές σε όλη του τη ζωή. Τρεις στους δέκα εφήβους αναφέρουν ότι έχουν καταναλώσει 20 ή και περισσότερες φορές κάποιο ποτό τον τελευταίο χρόνο.
Πρώτα στις προτιμήσεις των εφήβων είναι τα βαριά οινοπνευματώδη ποτά (ουίσκι, βότκα, τεκίλα κ.ά.), δεύτερη προτίμησή τους αποτελούν τα εμφιαλωμένα αλκοολούχα χαμηλής περιεκτικότητας αλκοόλ και ακολουθούν το κρασί και η μπίρα.
Η ηλικία πρώτης δοκιμής για την μπίρα και το κρασί είναι τα 12,9 έτη, ενώ για τα βαριά οινοπνευματώδη ποτά τα 14,2 έτη. H μέση ηλικία πρώτης μέθης είναι τα 14,8 έτη.
Από 18 έως 64 ετών
Οσον αφορά τους ενήλικες ηλικίας 18 έως 64 ετών, σύμφωνα με έρευνα του ΕΠΙΨΥ το 2004, ένας στους τρεις (ποσοστό 29,8%) δηλώνουν ότι πίνουν οινοπνευματώδη 2-3 φορές την εβδομάδα ή και συχνότερα και το 12,3% αναφέρουν ότι έχουν μεθύσει μέσα στον τελευταίο χρόνο. Ενα ανησυχητικά υψηλό ποσοστό (16,4%) δηλώνει ότι έχει οδηγήσει αυτοκίνητο ή μηχανάκι ύστερα από κατανάλωση τεσσάρων ή περισσότερων ποτηριών οινοπνευματωδών ποτών. Τέλος, στην έκθεση αναφέρονται και στοιχεία από πέντε εξειδικευμένα προγράμματα θεραπείας εξαρτημένων από το αλκοόλ ατόμων (Τμήμα Ψυχικής Απεξάρτησης Αλκοολικών 18 ΑΝΩ, Τμήμα Βραχείας Θεραπείας 18 ΑΝΩ, Μονάδα απεξάρτησης από αλκοόλ, φάρμακα και τυχερά παιχνίδια ΨΝΘ, Θεραπευτικό Πρόγραμμα ΑΘΗΝΑ της Ψυχιατρικής Κλινικής Πανεπιστημίου Αθηνών και του OKANA και Θεραπευτικό Πρόγραμμα ΑΛΦΑ του ΚΕΘΕΑ).
Η πλειονότητα
Το 2004 παρακολούθησαν την κύρια φάση των προγραμμάτων 608 εξαρτημένα άτομα εκ των οποίων τα 135 βρίσκονται ήδη υπό θεραπεία. H πλειονότητα των θεραπευόμενων είναι άνδρες ηλικίας άνω των 36 ετών με σταθερή απασχόληση, ενώ σημειώνεται ένα ποσοστό που κυμαίνεται από 22,1% έως 43,9% -ανάλογα με το πρόγραμμα- έχουν αποφοιτήσει από κάποιο ανώτερο ή ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι τρία από τα πέντε προγράμματα αναφέρουν λίστα αναμονής για ένταξη σε αυτά που συνολικά αριθμεί 42 εξαρτημένους.