Αθήνα, θερμόπληκτη… εκ κατασκευής

Αθήνα, θερμόπληκτη… εκ κατασκευής

2' 33" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δεν έχει συμπεριληφθεί έως τώρα στις οδηγίες προς τους πολίτες για την αντιμετώπιση του καύσωνα ωστόσο μάλλον θα έπρεπε να φιγουράρει στην πρώτη θέση: «Αποφύγετε με κάθε τρόπο το κέντρο της Αθήνας».

Διότι οι λεγόμενες «θερμικές νησίδες», η «ασθένεια» που πλήττει τις σύγχρονες μεγαλουπόλεις και ιδίως την ελληνική πρωτεύουσα και οφείλεται στα ίδια τα υλικά «κατασκευής» της (άσφαλτος, μπετόν), σε συνδυασμό με την παντελή έλλειψη ελεύθερων χώρων και πρασίνου, δημιουργούν διαφορά έως και 10 βαθμών Κελσίου στη θερμοκρασία του κέντρου σε σχέση με τα προάστια. Αυτό αποδεικνύουν οι συστηματικές μετρήσεις που πραγματοποιεί τα τελευταία 10 χρόνια ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου Αθηνών, με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή Μετεωρολογίας κ. Ματθαίο Σανταμούρη. Οταν, για παράδειγμα, στην Ηλιούπολη το θερμόμετρο δείχνει 30 βαθμούς Κελσίου, στο σταθμό της οδού Ερμού η θερμοκρασία εκτοξεύεται στους 39 βαθμούς Κελσίου.

«Η πόλη απορροφά την ηλιακή ακτινοβολία και την συγκρατεί εντός της», εξηγεί ο κ. Σανταμούρης στην «Κ». «Αυτό επιτείνεται από το γεγονός ότι χρησιμοποιούμε για κατοικίες και γραφεία ακατάλληλα κτίρια. Εχουμε υπολογίσει ότι εάν σε όλα τα κτίρια της Αθήνας βάφονταν οι ταράτσες με ειδικά ψυχρά χρώματα η θερμοκρασία της πόλης θα μειωνόταν κατά 3 βαθμούς Κελσίου. Αντίστοιχα, βάφοντας εξωτερικά ένα κτίριο με χρώμα που δεν απορροφά θερμότητα, θα μειώναμε τη θερμοκρασία εντός του κατά 6 βαθμούς Κελσίου».

Ενώ όμως έχει βρεθεί ότι ο κτιριακός τομέας καταναλώνει περισσότερο από το 40% της παραγόμενης ενέργειας στην Ελλάδα, το θέμα της «ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων εξακολουθεί να μην απασχολεί την ελληνική Πολιτεία, που δεν έχει ενσωματώσει ακόμη την σχετική ευρωπαϊκή Οδηγία (είχαμε υποχρέωση να το κάνουμε ήδη από το 2006). «Αντί να προστατεύουμε τα κτίρια από τη θερμότητα, της επιτρέπουμε να μπαίνει μέσα σε αυτά κι έπειτα ξοδεύουμε περισσότερη ενέργεια για να τη βγάλουμε», αναφέρει ο κ. Σανταμούρης. «Να γιατί αυξάνεται δραματικά το φορτίο αιχμής και αντιμετωπίζουμε συνεχώς τον κίνδυνο black out, λες και είμαστε καμιά τριτοκοσμική χώρα. Γιατί συνεχώς αυξάνουμε τις ανάγκες μας για ηλεκτρισμό. Αντί όμως να αντιμετωπίσουμε αυτό το πρόβλημα, δημιουργούμε συνεχώς νέους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής -και μάλιστα λιγνιτικούς».

Τη δημιουργία νέων ρυπογόνων σταθμών την «πληρώνουν» όλοι οι Ελληνες φορολογούμενοι με πολλούς τρόπους (αύξηση τιμολογίων ΔΕΗ, επιβολή προστίμων από την Ε.Ε. για αύξηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα κλπ). Την αδυναμία αντιμετώπισης του προβλήματος στον κτιριακό τομέα, ωστόσο, την πληρώνουν κυρίως οι χαμηλές εισοδηματικές τάξεις. Ερευνα του Πανεπιστημίου Αθηνών σε 1.500 κατοικίες σε όλη την Αθήνα, έδειξε ότι μόνο το 7% των κτιρίων που κατοικούν άνθρωποι χαμηλής εισοδηματικής τάξης διαθέτουν μόνωση ή διπλά τζάμια. Το αντίστοιχο ποσοστό στις υψηλές εισοδηματικές τάξεις φθάνει το 80%. «Αυτό σημαίνει ότι οι «φτωχότεροι» άνθρωποι αναγκάζονται να πληρώνουν πολύ περισσότερα για ψύξη και θέρμανση, καθώς τα σπίτια τους δεν έχουν τη στοιχειώδη μόνωση και φυσικά γιατί ζουν σε περιοχές με έντονο το φαινόμενο των «θερμικών νησίδων», τονίζει ο κ. Σανταμούρης.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το μέσο κόστος κλιματισμού μιας οικογένειας στην Αθήνα είναι 100 ευρώ το χρόνο, στα χαμηλά εισοδήματα φθάνει τα 195 ευρώ το χρόνο. Υπολογίζεται, αντίστοιχα, ότι ενώ κατά μέσο όρο ένας Αθηναίος ξοδεύει 12,5 ευρώ ετησίως για κλιματισμό, ο κάτοικος των υποβαθμισμένων περιοχών πληρώνει 87 ευρώ το χρόνο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή