Είχα το τραγικό προνόμιο, να ζήσω τις τελευταίες στιγμές του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, πριν από το θάνατό του. Ως δημοσιογράφος, πληροφορήθηκα πολύ νωρίς το νέο σοβαρό καρδιακό επεισόδιο το οποίο υπέστη, εκείνο το βράδυ της 2ας προς 3η Αυγούστου του 1977 κι έτρεξα αμέσως στην Αρχιεπισκοπή. Το ΡΙΚ είχε το μονοπώλιο της ενημέρωσης κι έτσι δεν υπήρχαν άλλοι δημοσιογράφοι στο χώρο. Εκεί, συνάντησα μέλη του υπουργικού συμβουλίου, στενούς του συνεργάτες και τους καρδιολόγους του. Μου είπαν, ότι είχε υποστεί νέο έμφραγμα του μυοκαρδίου κι ότι η κατάστασή του ήταν κρίσιμη. Καταβαλλόταν προσπάθεια να γίνει επικοινωνία με την Αθήνα -φτωχή η τεχνολογία τότε- για να έλθει ειδικός καρδιοχειρουργός από την Ελλάδα. Ταυτόχρονα, ένας Παλαιστίνιος φίλος του Μακαρίου, ο «Σπύρος», πάσχιζε να φέρει στη Λευκωσία τον προσωπικό γιατρό του Γιάσερ Αραφάτ.
Το κλίμα ήταν βαρύ. Σχεδόν κανείς δεν μιλούσε. Ολοι, ανέμεναν το μοιραίο. Ανέβηκα στο δωμάτιο του Μακαρίου, αλλά προτίμησα να παραμείνω απέξω. Μέσα, οι γιατροί κατέβαλλαν τις ύστατες, απεγνωσμένες προσπάθειες να τον επαναφέρουν και να τον κρατήσουν στη ζωή. Τελικά, άφησε την τελευταία του πνοή γύρω στις τρεις τα ξημερώματα. Μπήκα στο δωμάτιο. Ηταν ξαπλωμένος στο ξύλινο πάτωμα – κρίθηκε αναγκαίο για τις μαλάξεις της καρδιάς. Ενα γυμνό ασκητικό και χλωμό σώμα, με μόνο ένα άσπρο σεντόνι γύρω στη μέση. Το κεφάλι έγερνε ελαφρώς προς τα αριστερά κι από το στόμα του φαινόταν ότι είχε τρέξει λίγο αίμα. Κι έτσι όπως ήταν, εμένα μου θύμισε την Αποκαθήλωση…
Ολων τα μάτια ήταν βουρκωμένα. Σήκωσαν το σκήνωμα και το τοποθέτησαν στο κρεβάτι. Μ’ ένα σταυρό, ανάμεσα στα χέρια. Αρχισε να χαράζει η μέρα, όταν μαθεύτηκε το τραγικό νέο. Κόσμος πολύς συνέρεε στην Αρχιεπισκοπή. Ολα, έμοιαζαν με μια βουβή λιτανεία. Σήμαναν πένθιμα οι καμπάνες κι ύστερα το ραδιόφωνο μετέδωσε την είδηση του θανάτου. Ενα περιστατικό που ιδιαίτερα θυμάμαι, ήταν εκείνο μιας εργαζόμενης στην Αρχιεπισκοπή, η οποία καθημερινά έφερνε λουλούδια από τον κήπο της για το γραφείο του Μακαρίου. Οταν τον αντίκρισε νεκρό, έμπηξε κραυγή πόνου κι εναπόθεσε τα γιασεμιά που κρατούσε στο σεπτό σκήνωμα του Εθνάρχη. Ηταν ίσως κι η μόνη που έκλαψε γοερά.
Η κηδεία, έγινε λίγες μέρες αργότερο στο «Θρονί», κοντά στο μοναστήρι του Κύκκου. Ο λόγος του τότε Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας Κ. Τσάτσου, ότι «ο Μακάριος υπήρξε η Κύπρος κι η Κύπρος δεν πεθαίνει» απετέλεσε βάλσαμο στις καρδιές όλων μας, στις δύσκολες εκείνες ώρες. Τιμούμε ανελλιπώς τη μνήμη του, έχοντας υπόψη και τα τελευταία του λόγια: «Οσο η καρδιά μου θα κτυπά, οι παλμοί της θα είναι για την Κύπρο».
* Ο κ. Αντρέου είναι δημοσιογράφος.