Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αναπτύχθηκαν δύο ριζικά διαφορετικές στρατηγικές του Ελληνισμού για το Κυπριακό: μπορούμε να τις αποκαλέσουμε «ριζοσπαστική» και «εξελικτική» αντιστοίχως. Η πρώτη στρατηγική άντλησε παραδείγματα από τους σκληρούς αγώνες των Ελλήνων για την απελευθέρωση της Κρήτης και της Μακεδονίας. Η δεύτερη εμπνεύστηκε από τη φιλική παραχώρηση των νησιών του Ιονίου από τη Βρετανία στην Ελλάδα, το 1864. Η ριζοσπαστική στρατηγική βασιζόταν στη δύναμη των όπλων και πρέσβευε ότι χωρίς αγώνες και αίμα δεν αποκτάται η ελευθερία. Η εξελικτική στρατηγική, αντιθέτως, αξιολογούσε με προσοχή τους συσχετισμούς δυνάμεων και, με δεδομένη τη σχετική αδυναμία του ελληνικού κράτους, καλλιεργούσε σχέσεις συνεργασίας -συχνά στα όρια της υποταγής- με τις μεγάλες δυνάμεις που ανταγωνίζονταν για τον έλεγχο της Μεσογείου.
Η εξέγερση των Κυπρίων το 1931 και ο αντι-αποικιακός αγώνας της ΕΟΚΑ μετά το 1955 αποτελούν καθαρά παραδείγματα της ριζοσπαστικής στρατηγικής. Αντιθέτως, οι προσπάθειες των Ελλήνων κατά τη διάρκεια των δύο παγκοσμίων πολέμων για την οικειοθελή παραχώρηση της Κύπρου από τους Βρετανούς στην Ελλάδα αντικατοπτρίζουν την εξελικτική στρατηγική που εμπεριείχε συχνά μεγάλες δόσεις παθητικής αντίστασης.
Ηγέτες όπως ο Αλέξανδρος Παπάγος, ο Γεώργιος Γρίβας και -σε ακραία και παρανοϊκή μορφή- ο Δημήτριος Ιωαννίδης ενσάρκωσαν την πρακτική των δυναμικών και πολυμέτωπων αναμετρήσεων. Αντιθέτως, ηγέτες όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Ευάγγελος Αβέρωφ (καθώς και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, όσον αφορά το Κυπριακό) υιοθέτησαν την εξελικτική και ειρηνική μεθοδολογία στην αντιμετώπιση του βρετανικού, του τουρκικού και, εμμέσως, του αμερικανικού παράγοντα ισχύος. Τέλος, ηγέτες όπως ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος (του οποίου τη μνήμη τιμούμε σ’ αυτό το αφιέρωμα), ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Ανδρέας Παπανδρέου συνέθεσαν σε υβριδική μορφή τις δύο παραπάνω στρατηγικές, υιοθετώντας φραστικά κάποια στοιχεία της ριζοσπαστικής προσέγγισης αλλά διαθέτοντας και την ικανότητα προσαρμογής στις επιταγές του πολιτικά εφικτού.
Ξεκάθαρα, οι θιασώτες της εξελικτικής προσέγγισης υποστήριξαν την τακτική του εφικτού και την αποφυγή επικίνδυνων και πολυμέτωπων αγώνων. Θεώρησαν, για παράδειγμα, «χαμένες ευκαιρίες» τη μη αποδοχή του Σχεδίου Χάρτινγκ το 1956 και τη μη εφαρμογή, μετά τον Δεκέμβριο του 1963, του συντάγματος της Ζυρίχης/Λονδίνου. Αντιθέτως, οι θιασώτες του «μακροχρόνιου αγώνα» έβλεπαν (και βλέπουν) την Ελλάδα και την Κύπρο σφιχτοδεμένες από μια βαριά αλυσίδα ενδοτισμού που τις οδήγησε και τις οδηγεί από υποχώρηση σε υποχώρηση (τι Ζυρίχη και Λονδίνο, τι S 300, τι Ανάν-5;) ανοίγοντας την όρεξη της ιμπεριαλιστικής Τουρκίας και των μεγάλων δυνάμεων (ιδίως των ΗΠΑ) που την σιγοντάρουν σε κάθε φάση της επεκτατικής της πολιτικής.
Προθέσεις και χειρισμοί
Στην ταραγμένη ιστορία του κυπριακού προβλήματος τον 20ό αιώνα, οι προθέσεις των Ελλήνων και Ελληνοκυπρίων πρωταγωνιστών ήταν αγαθές και δίκαιες. Ομως στις περισσότερες περιπτώσεις η ανάγνωση των διεθνών ισορροπιών υπήρξε λανθασμένη και οι αντίστοιχοι χειρισμοί ανεπαρκείς. Κορυφαίο πρόβλημα προκάλεσε η αμφιθυμία μας ανάμεσα στο εφικτό (Ανεξαρτησία) και το επιθυμητό (Ενωση). Μόνιμος, επίσης, σύντροφος της πολιτικής μας συμπεριφοράς υπήρξε ο παράγοντας του κομματικού και προσωπικού κόστους/οφέλους. Τέλος, τραγική αποδείχθηκε και η κληρονομιά του εμφυλίου πολέμου που βαθύτατα δίχασε τις πολιτικές δυνάμεις του Ελληνισμού, οδηγώντας την Ελλάδα στους κόλπους του ΝΑΤΟ και την Κύπρο στο κίνημα των Αδεσμεύτων.
Υστερα από την ιστορική απόφαση της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1990 να επιδιώξει την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ενωση, τα δύο κέντρα του Ελληνισμού ευθυγράμμισαν τις στρατηγικές τους, επιλέγοντας συναινετικά τη μέθοδο της εξελικτικής/ειρηνικής επίλυσης του κυπριακού προβλήματος. Το δόγμα συμπαράστασης και συναπόφασης, ο αμυντικός και αποτρεπτικός συντονισμός των ελληνικών και κυπριακών ενόπλων δυνάμεων, και η από κοινού στήριξη του τουρκικού αιτήματος ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ενωση (με αυστηρές βεβαίως προϋποθέσεις) απομάκρυναν το κίνδυνο μιας ελληνοτουρκικής σύρραξης και επέτρεψαν στην Κύπρο να ενταχθεί, χωρίς δουλείες, στην Ευρωπαϊκή Ενωση τον Μάιο του 2004.
Μετά την επικράτηση του Ταγίπ Ερντογάν στις πρόσφατες τουρκικές εκλογές, και αφού γίνουν σύντομα εκλογές στην Ελλάδα και την Κύπρο, ανοίγει (την άνοιξη του 2008) ένα ακόμη παράθυρο ελπίδας για μια πολυπόθητη και αμοιβαία αποδεκτή λύση του Κυπριακού: μια λύση που θα επιτρέψει σε όλους τους Κυπρίους να συμβιώσουν ειρηνικά και παραγωγικά στο θερμοκήπιο της δημοκρατίας που λέγεται Ευρωπαϊκή Ενωση.
* Ο κ. Κουλουμπής είναι αντιπρόεδρος στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΕΛΙΑΜΕΠ.