Το θέμα της εκτέλεσης αναδασωτικών εργασιών σε εκτάσεις που καταστρέφονται από πυρκαγιές απασχολεί την ελληνική κοινωνία συνήθως μετά από μεγάλες φυσικές καταστροφές. Η κοινωνική πίεση για την εκτέλεση αναδασωτικών εργασιών συνδέεται, επίσης ανάλογα, με το μέγεθος των δασικών εκτάσεων που καταστρέφονται από τις πυρκαγιές, οπότε και προβάλλεται η δικαιολογημένη κοινωνική απαίτηση για αποκατάσταση, τόσο του παραγωγικού δασικού δυναμικού που καταστράφηκε όσο και των συναφών με το φυσικό περιβάλλον κοινωνικών και οικονομικών δραστηριοτήτων. Ασφαλώς το κρισιμότερο ερώτημα που τίθεται (τουλάχιστον από τους κοινωνικούς φορείς) αφορά την ανάγκη να αποκατασταθεί με φυσικό τρόπο το οικοσύστημα που καταστράφηκε ή να εκτελεστούν τεχνητές αναδασώσεις για την αποκατάσταση των καμένων εκτάσεων. Η απόδοση, τουλάχιστον δημοσιογραφικά του ερωτήματος αυτού γίνεται με την παράθεση και τη σύγκριση των εκτάσεων που καταστρέφονται κάθε χρόνο από πυρκαγιές, με αυτές που αναδασώνονται τεχνητά το ίδιο χρονικό διάστημα.
Η αναδημιουργία ενός οικοσυστήματος, φυσική ή τεχνητή, προϋποθέτει τη γνώση των κλιματικών και γεωμορφολογικών χαρακτηριστικών που επικρατούν στην περιοχή που καταστράφηκε, τη γνώση της βιολογίας των δασικών δένδρων που χρησιμοποιούνται, την επιλογή του κατάλληλου δασοπονικού είδους με βάση τα προαναφερόμενα χαρακτηριστικά, την αποφυγή γενετικών προσμίξεων, τη δημιουργία οικοσυστημάτων που θα έχουν τη δυνατότητα να επιβιώσουν και ασφαλώς τη σύνδεση των ειδών της βλάστησης με τα είδη πανίδας που έχουν καταγραφεί, ώστε με την αναδημιουργία του οικοσυστήματος να αποδώσουμε με τρόπο σταθερό και βιώσιμο, στις επόμενες γενιές το βιολογικό και γενετικό απόθεμα που προϋπήρχε.
Με βάση τα παραπάνω δεν είναι απολύτως δόκιμη η σύγκριση των εκτάσεων που καίγονται κάθε χρόνο, με τις αντίστοιχες εκτάσεις που αναδασώνονται τεχνητά.
Ουσιαστικά όταν συζητάμε για την ανάγκη τεχνητών αναδασώσεων πρέπει να επικεντρωνόμαστε στα δάση που καταστρέφονται και όχι στο σύνολο των εκτάσεων. Αυτό συμβαίνει διότι οι δασικές εκτάσεις αειφύλλων πλατύφυλλων που καίγονται, αναγεννώνται φυσικά με πρεμνοβλαστήματα και παραβλαστήματα και συνεπώς δεν απαιτείται η παραμικρή ανθρώπινη παρέμβαση για την αποκατάστασή τους. Αμέσως μετά την καταστροφή τα είδη αυτά αναπτύσσουν νέους βλαστούς και εξελίσσονται χωρίς κανένα ανταγωνισμό και χωρίς ασφαλώς να χρειάζονται οποιαδήποτε ανθρώπινη παρέμβαση.
Η βαρύτητα των ενεργειών της Πολιτείας πρέπει να επικεντρώνεται στην εκτέλεση αναδασώσεων για την αποκατάσταση κυρίως των δασών που καταστρέφονται, αλλά με τρόπο συστηματικό και επιστημονικό, διότι και σε αυτήν την περίπτωση έχει ιδιαίτερη σημασία το δασικό είδος που καταστράφηκε η ωριμότητα (ηλικία) του δάσους, η ύπαρξη ώριμων σπορέων και η γνώση της βιολογίας των ειδών, αλλά και των τοπικών συνθηκών.
Κριτήριο για τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν αποτελεί και η πρακτική που ακολουθήθηκε σε άλλες περιπτώσεις. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα στο Μαίναλο, όπου για την αναδημιουργία του δάσους ελάτης που κάηκε κρίθηκε απαραίτητη η δημιουργία «προδάσους», δηλαδή η δημιουργία δάσους με άλλο δασικό είδος, το οποίο θα προσέδιδε τα στοιχεία εκείνα (σκίαση, υγρασία κ.λπ.) που είναι απαραίτητα στην ελάτη, για να αναπτυχθεί. Εκτός όμως από αυτήν την επιλογή δοκιμάστηκε σε βορειοδυτικές εκθέσεις και σε θέσεις με βαθύτερο και γόνιμο έδαφος η απευθείας φύτευση της ελάτης. Το ποσοστό επιτυχίας των φυτεύσεων που έγιναν ακόμη και με αυτό τον τρόπο, θα δείξει την ορθότητα ή μη αυτής της επιλογής, αλλά και τη δυνατότητα να την εφαρμόσουμε και σε άλλες περιοχές, όπως του Εθνικού Δρυμού της Πάρνηθας.
Αντίστοιχα σε δάση κωνοφόρων όπως αυτό της Κασσάνδρας, που έχουν την απαιτούμενη ωριμότητα και διαφορετική βιολογική συμπεριφορά απέναντι στη φωτιά, δεν απαιτείται η εκτέλεση τεχνητής αναδάσωσης, αφού η ύπαρξη ώριμων σπορέων στις καμένες εκτάσεις εξασφαλίζει τη φυσική τους αναγέννηση.
Ασφαλώς τα παραπάνω δεν αναιρούν την ανάγκη για τη λήψη μέτρων και στον τομέα των αναδασώσεων. Στη χώρα μας δεν λείπουν οι διαθέσιμες εκτάσεις για την εφαρμογή αναδασωτικών προγραμμάτων. Τα προγράμματα αυτά πρέπει να είναι προσαρμοσμένα εκτός από την αποκατάσταση του παραγωγικού δυναμικού που καταστρέφεται από τις πυρκαγιές σε δασοπολιτικούς στόχους που σχετίζονται ασφαλώς με τη δασική παραγωγή και την τροφοδότηση της εγχώριας βιομηχανίας με πρώτη ύλη και βεβαίως με το περιβαλλοντικό ισοζύγιο σε περιοχές πλησίον των μεγάλων αστικών κέντρων. Εχει ιδιαίτερη, πιστεύουμε, σημασία η προώθηση αναδασωτικών προγραμμάτων που θα αφορούν ορεινούς όγκους κοντά στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου ο χαρακτήρας των δασών δεν σχετίζεται μόνο με την παραγωγή ξύλου, αλλά επικεντρώνεται στη συνεισφορά του στο μικροκλίμα, τη συγκράτηση αιωρούμενων σωματιδίων και ρύπων και στην ικανοποίηση αναγκών αναψυχής.
* Ο κ. Μπόκαρης είναι δασολόγος περιβαλλοντολόγος, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Δασολόγων δημοσίων υπαλλήλων.