Τουλάχιστον ένας στους τρεις ασθενείς που απευθύνονται στα επείγοντα ιατρεία του χειρουργικού τομέα του «Λαϊκού» θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν από γενικό γιατρό ενός Κέντρου Υγείας.
Η επιτακτική ανάγκη οργάνωσης ενός συστήματος πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας που θα αποσυμφορήσει τα νοσοκομεία, αφού θα αποτελέσει σοβαρό «ανάχωμα» στην πρόσβαση των ασθενών προς αυτά καταδεικνύεται από πρόσφατη μελέτη που πραγματοποιήθηκε από ιατρική ομάδα του Λαϊκού νοσοκομείου. Στο πλαίσιο της μελέτης έγινε καταγραφή όλων των ασθενών που προσήλθαν στα επείγοντα της Α΄ Χειρουργικής, Ορθοπεδικής, ΩΡΛ και Οφθαλμολογικής Κλινικής του νοσοκομείου, κατά το χρονικό διάστημα από 10 Φεβρουαρίου 2005 έως 10 Φεβρουαρίου 2006, και διερευνήθηκε η δυνατότητα αντιμετώπισής τους σε Κέντρο Υγείας αστικού τύπου.
Ειδικότερα, στα επείγοντα ιατρεία της Α΄ Χειρουργικής Κλινικής προσήλθαν συνολικά 3.765 ασθενείς. Από αυτούς ένας στους τέσσερις θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί από γενικό γιατρό ενός Κέντρου Υγείας, αφού το 24% του συνόλου των περιστατικών ήταν απλοί τραυματισμοί και ειδικότερα θλαστικά τραύματα (κατά 90%), δήγματα ζώων (7,8%) και εκδορές (2,2%). Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι ανάγκη εισαγωγής στο νοσοκομείο υπήρχε μόλις στο 1,6% αυτών των τραυματισμών.
Αντίστοιχα συμπεράσματα προκύπτουν και από την καταγραφή των περιστατικών των επειγόντων ιατρείων της Ορθοπεδικής, της ΩΡΛ και της Οφθαλμολογικής κλινικής. Στα επείγοντα ιατρεία της Ορθοπεδικής Κλινικής εξετάσθηκαν το διάστημα που καλύπτει η μελέτη, 9.372 ασθενείς, από τους οποίους το 41,7% αφορούσε περιστατικά που στη συντριπτική τους πλειονότητα μπορούν να αντιμετωπιστούν από γιατρό του Κέντρου Υγείας (κακώσεις ποδοκνημικής, οσφυαλγία, αυχεναλγία, κάκωση πηχεοκαρπικής, κάκωση γόνατος και μυϊκές θλάσεις). Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις στο 1% των περιστατικών αυτών χρειάστηκε νοσηλεία. Ο επικεφαλής της έρευνας κ. Γιώργος Μαρίνος, μιλώντας στην «Κ», επισήμανε ότι ένα σοβαρό εμπόδιο στην αντιμετώπιση ορθοπεδικών περιστατικών από τα Κέντρα Υγείας είναι η αδυναμία λειτουργίας του ακτινολογικού εργαστηρίου σε δεύτερη βάρδια, εξαιτίας της έλλειψης βοηθών ακτινολόγων. Οπως τονίζει στην Ελλάδα οι βοηθοί ακτινολόγοι είναι «δυσεύρετοι».
Στα επείγοντα ιατρεία της Ωτορινολαρυγγολογικής Κλινικής, απευθύνθηκαν 7.553 ασθενείς. Από αυτούς το 36,8% είχε φλεγμονή, και μόνο το 1,3% χρειάστηκε να νοσηλευτούν. Μάλιστα σε έναν στους τέσσερις ασθενείς με φλεγμονή, οι γιατροί των επειγόντων συνέστησαν απλώς μία αντιβιοτική αγωγή κατ’ οίκον.
Τέλος, ένα στα τρία περιστατικά που αντιμετωπίσθηκαν στα επείγοντα ιατρεία της Οφθαλμολογικής Κλινικής (σύνολο ασθενών 7.352), θα μπορούσαν να εξυπηρετηθούν από ένα γενικό γιατρό του Κέντρου Υγείας, καθώς αφορούσαν επιπεφυκίτιδες, ξένα σώματα στον επιπεφυκότα, απλά τραύματα βλεφάρων, ή φλεγμονώδεις παθήσεις, εγκαύματα, και έσω κριθή βλεφάρων (γνωστό και ως κριθαράκι).
Ο κ. Γιαννόπουλος
Μεταξύ των γιατρών που συμμετείχαν στη μελέτη είναι και ο υφυπουργός Υγείας, αναπληρωτής καθηγητής Χειρουργικής κ. Αθανάσιος Γιαννόπουλος, ο οποίος σχολιάζοντας στην «Κ» τη μελέτη επισήμανε «αυτό που τελικά προκύπτει είναι το έλλειμμα που παρουσιάζει το ΕΣΥ, αναφορικά με την πρωτοβάθμια περίθαλψη. Αντίστοιχο έλλειμμα δεν παρατηρείται σε άλλες χώρες που πρώτα ανέπτυξαν Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ) και μετά έδωσαν έμφαση στην νοσοκομειακή περίθαλψη. Αντίθετα, στην Ελλάδα πρώτα αναπτύξαμε μεγάλες νοσοκομειακές μονάδες».
«Είναι λοιπόν καιρός να καλύψουμε αυτό το έλλειμμα, προκειμένου να αποφορτισθούν τα νοσοκομεία και να μειωθούν οι αναμονές στα επείγοντα που δημιουργούν μια κακή εικόνα για το ΕΣΥ», τονίζει ο κ. Γιαννόπουλος και σημειώνει ότι σχεδιάζεται η ανάπτυξη υποστηρικτικά ενός δικτύου Πρωτοβάθμιας Περίθαλψης -σημειώνεται ότι το υπουργείο Υγείας επεξεργάζεται σχετικό σχέδιο νόμου- όπου σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσει η Τοπική Αυτοδιοίκηση, με τη συμμετοχή των πολυδύναμων δημοτικών ιατρείων και Κέντρων Υγείας αστικού τύπου όπου ο ασθενής θα έχει άμεση πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας και σε δεύτερο βαθμό θα προσέρχεται στο νοσοκομείο.