Ο υπαστυνόμος είχε ανεβεί με τα πόδια. Το περιπολικό είχε χρησιμοποιηθεί για να κλείσει το δρόμο προς το μοναστήρι-γηροκομείο του Αη Γιάννη. Ηταν καιρός. Οι φλόγες πετάγονταν κάθε τόσο πίσω από τις δύο αντικριστές κορφές. Μόνο μερικοί τελευταίοι δημοσιογράφοι, δύο πυροσβεστικά και δύο ιερωμένοι είχαν μείνει πιο πάνω. Βρίζοντας, από το διπλανό «παλιόσπιτο», ο πατέρας είχε μαζέψει τις δύο του κόρες και έφευγε για τον Πύργο. Τίποτε δεν έδειχνε πως η γιαγιά είχε τόσες αντιρρήσεις. Ο υπαστυνόμος δοκίμασε με το γλυκό, το υπηρεσιακό, το άγριο. Η γιαγιά σήκωσε φωνές. «Δεν πάω πουθενά, θα με κλέψουν». Ο παππούς στο πρώτο δωμάτιο του παλιού σπιτιού, συνέχισε να κοιτάζει τηλεόραση, έδειχνε όμως ότι δεν επικοινωνούσε καλά με το περιβάλλον του. Ο αστυνομικός κατάλαβε πως πρέπει να την πάρει με το καλό. Οταν είδε ότι δεν τα κατάφερνε γύρισε πίσω να ζητήσει νέες εντολές και βοήθεια για την απομάκρυνση των γερόντων. Η φωτιά τον πρόλαβε. Το κατάλαβε όταν άκουσε κάποιους, με κραυγές, να φωνάζουν για τα σπίτια που καίγονται πιο δίπλα στην εκκλησία. Λίγο αργότερα, σε συνάδελφό του, που προσπαθούσε να τον πείσει πως είχε πράξει ό,τι μπορούσε, απαντούσε χωρίς να σηκώνει τα μάτια: «Το κρίμα έπεσε πάνω μου». Δεν θέλει να αναφερθεί το όνομά του.
H αβάσταχτη ενοχή του υπαστυνόμου
1' 0" χρόνος ανάγνωσης