Στα πρώτα σπίτια της Αρτέμιδας, από τα οποία δεν έχει απομείνει τίποτε άλλο από τον σκελετό από μπετόν, νομίζεις ότι η ζωή βρίσκεται στους τίτλους του τέλους. Μέχρι να συναντήσεις τον κ. Χαράλαμπο, που περιμένει την κυρά του να φέρει λίγο νερό από την βρύση του χωριού. Μπορεί να έχασε όλο του το βιος, όπως λέει στην «Κ», όμως διατηρεί ακόμα τις κρυφές του ελπίδες. Και κυρίως δεν το βάζει κάτω. «Κάηκαν όλα εδώ. Το σπίτι μας, οι στάβλοι, οι αποθήκες, οι ελιές μου, τα τρακτέρ του γιου μου και όλα τα μηχανήματα. Δεν μας έμεινε τίποτα. Τώρα μένουμε όλοι μαζί, εγώ και η γυναίκα μου, ο γιος μου και τα τέσσερα παιδιά του σ’ ένα σπιτάκι στη Ζαχάρω. Κοιμόμαστε όλοι στο ίδιο δωμάτιο. Τι να κάνουμε»
Στην ερώτηση αν πήγε στην τράπεζα να πάρει το επίδομα, ο κ. Χαράλαμπος Λαμπρόπουλος, 71 ετών μας αφοπλίζει με την αξιοπρέπεια και την περηφάνια του. «Καθόμασταν υπομονετικά στην ουρά περιμένοντας να έρθει η σειρά μας. Ηρθαν όμως κάποιοι άλλοι και μας έσπρωχναν συνέχεια. Μας παραμέρισαν, πήραν το επίδομα και έφυγαν. Εμείς τίποτα. Απογοητευτήκαμε και φύγαμε»
Οταν η φωτιά πλησίασε το χωριό, πήρε την οικογένειά του και έφυγε ανηφορικά από το χωριό Σμέρνα. «Αν είχα διαλέξει τον πιο σύντομο δρόμο, από εκεί που συνήθως κατεβαίνεις για Ζαχάρω, μπορεί και να μην προφταίναμε να σωθούμε»
Ο κ. Χαράλαμπος μπορεί από την πλατεία του χωριού του να ατενίζει τη συντέλεια, όμως η ψυχή του ακόμα ελπίζει. Ελπίζει να βρει δουλειά ο γιος του στο δήμο και πιστεύει, όπως άκουσε από κάποιους, ότι ένας Αραβας και κάτι Κύπριοι επιχειρηματίες θα ξαναχτίσουν όλο το χωριό, όπου έχουν απομείνει 30 άνθρωποι.