«Ετσι θα είναι η κόλαση ή μάλλον λίγο καλύτερη»

«Ετσι θα είναι η κόλαση ή μάλλον λίγο καλύτερη»

6' 1" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δέκα καρέκλες κι ισάριθμοι άνθρωποι κάτω απ’ τον ήλιο. Οι κάτοικοι της Αρτέμιδας, σαν να αγνοούν την πραγματικότητα. Στην πλατεία του χωριού, το καφενείο που περνούσαν τις μέρες τους είναι καμένο και το πεύκο που τους έκανε σκιά ξερό, αλλά εκείνοι, σαν ηθοποιοί σε πρόβα χωρίς σκηνικό, επιμένουν να κάθονται στις θέσεις τους – μόνο που οι καρέκλες είναι πιο λίγες απ’ ό,τι μια εβδομάδα πριν. Απ’ την Κυριακή το πρωί, οι άνθρωποι εδώ ξυπνούν κάθε μέρα σε μια πραγματικότητα που γίνεται ολοένα και πιο αλλόκοτη. Δεν είναι μόνο που έχασαν τους ανθρώπους τους. Τώρα Γιαπωνέζοι, Ισπανοί, Αμερικάνοι δημοσιογράφοι τριγυρνούν κάτω απ’ τα καμένα σπίτια τους και τους κάνουν ερωτήσεις με μεταφραστή, ένα κομβόι από Μερσεντές τριγυρνά στα καμένα τους δρομάκια, κάτω απ’ τα κούφια δέντρα, και κάθε τόσο σταματά για να βγει ένας επίσημος, να τους πει πως «όλα θα πάνε καλά».

Αυτή τη φορά, απ’ την πρώτη στη σειρά λιμουζίνα βγαίνει ο Ευ. Μεϊμαράκης. Σε δευτερόλεπτα, ξετρυπώνουν ένα σωρό κάμερες απ’ τα δρομάκια και μαζεύονται όλες μπροστά του. Πίσω πίσω στην κουστωδία του υπουργού, βλέπω τον Παναγιώτη Φούρλα. Το μουστάκι του μέχρι πριν από δύο εβδομάδες δεν ήταν έτσι άσπρο, κι είναι ο μόνος απ’ το κομβόι που δεν υπόσχεται τίποτα, μόνο κοιτάζει τα σπίτια και ρωτάει όποιον βρει «πώς έγινε;» ή «από πού ήρθε η φωτιά;» ή «πώς φυσούσε ο άνεμος;». Κι όταν ένας άνδρας τον πλησιάζει και του δείχνει το σπίτι του, που πια είναι μια γκρίζα μάζα από πέτρες στο τέρμα του δρόμου, ο Παναγιώτης Φούρλας τον παίρνει παραπέρα, να μην ακούνε οι κάμερες: «Θα δεις», του λέει. «Θα τα φτιάξουμε. Ολα θα τα φτιάξουμε».

Σώθηκε μισοθαμμένος

Μόνο που μερικά πράγματα δεν φτιάχνονται. Αυτό το έμαθε πριν μια εβδομάδα και ο Σπύρος. Ενα παιδί εικοσιπέντε χρόνων, που είναι τώρα στο νοσοκομείο του Πύργου με τα πόδια και τα χέρια του καμένα, αλλά ζωντανός. Ο Σπύρος δούλευε για την οικογένεια της Αθανασίας, της μάνας με τα τέσσερα παιδιά, κι αν βρέθηκε στο βουνό και πέρασε μέσα απ’ τη φωτιά, ήταν γιατί ο πατέρας των παιδιών τον έστειλε μαζί τους, να τα φυλάει. Οταν τους κύκλωσαν οι φλόγες, ο Σπύρος έτρεξε να σωθεί με τη φωτιά δέκα μέτρα πίσω του – και πια αυτό που θα τον κατατρύχει για πάντα, πιο οδυνηρό κι απ’ τα τραύματά του, θα είναι οι φωνές των παιδιών και της μάνας, όπως καιγόντουσαν είκοσι μέτρα μακριά του, όσο εκείνος δεν μπορούσε ούτε να πάει να τους σώσει ούτε να κουνηθεί ούτε καν να κλείσει τα αυτιά του να μην τους ακούει.

Ο μόνος που μπόρεσε να σώσει ο Σπύρος, ήταν ο εαυτός του. Ετρεξε πάνω σ’ αυτό το φλεγόμενο όρος των ελαιών χίλια μέτρα, κι ύστερα, όταν είδε πως πουθενά δεν μπορεί να κρυφτεί, έπεσε στη γη κι άρχισε να τη σκάβει, να κρυφτεί εκεί. Κι έτσι, μισοθαμμένος, έκανε μόνος του το θαύμα που χρειαζόταν: σώθηκε. Το έδαφος του βουνού είναι σκληρό σαν πέτρα, κι η πλαγιά απότομη – στη μηχανή του Σπύρου, που ξέμεινε καμένη στην πλαγιά, οι άνθρωποι που περνούν αφήνουν λουλούδια – γιατί κανείς δεν μπορεί να πιστέψει πώς επιβίωσε ο άνθρωπος που ήταν εκεί.

Ο Σπύρος λέει πως είναι σαν να βλέπει ακόμα τον εαυτό του μέσα στη γούβα, να παραμιλάει «βοήθεια! Θα καώ, βοήθεια!» και να κουνάει πόδια και χέρια, να χωθεί πιο βαθιά στη γη. Οταν πέρασε από πάνω του η φωτιά, ήρθε ο αέρας, που έπαιρνε σύννεφο απ’ τα δέντρα τις πυρωμένες βελόνες και τις κολλούσε επάνω του, στα πόδια του. «Αυτό ήταν το χειρότερο», λέει ο Σπύρος. «Και κράτησε δύο, τρεις ώρες». Οταν τον ρωτάω τι σκεφτόταν όλες αυτές τις ώρες, δεν κάνει ούτε στιγμή παύση. «Γιατί να πεθάνω έτσι;», αυτό σκεφτόμουν. «Γιατί; Ποιον πείραξα για να μου αξίζει αυτό;». Δεν είναι απ’ τα εγκαύματα που ο Σπύρος το βράδυ δεν μπορεί να κοιμηθεί· με το που κλείνει τα μάτια του, μου λέει πως ο εαυτός του τον ξυπνάει για να μην προλάβει κι έρθει ο εφιάλτης, να μη δει ξανά όλα αυτά που είδε εκεί πάνω. Γιατί όταν πια μπόρεσε και σηκώθηκε όρθιος, περπάτησε να βγει στον δρόμο και πέρασε δίπλα απ’ την Αθανασία με τα τέσσερα παιδιά, τα είδε αγκαλιασμένα, μαύρα σαν την πλαγιά. «Κάπως έτσι θα είναι η κόλαση», κάνει και σωπαίνει. «Ή μάλλον, λίγο καλύτερη…». Ο Σπύρος μπορεί και χαμογελάει, κι ας τραβιέται το καμένο του δέρμα σε κάθε χαμόγελο.

Στην πλαγιά βλέπεις αφημένα λουλούδια όπου χάθηκε άνθρωπος – αλλά μόνο σ’ ένα σημείο το χώμα είναι σπαρμένο λευκά κρινάκια: εκεί που χάθηκε η μάνα με τα παιδιά της. Ανάμεσα στα λουλούδια, ένα κορίτσι με μακριά κόκκινα μαλλιά κοιτάζει το χώμα και κλαίει. Η Θεώνη ήταν η καλύτερη φίλη της Ιωάννας, της μεγάλης κόρης της Αθανασίας. Στο κινητό έχει ακόμη τις φωτογραφίες της – «ήθελε να τις σβήσει», μου λέει η μητέρα της. «Ηθελε και να φύγει απ’ το χωριό» – τα παιδιά δεν ξέρουν πως από μερικά πράγματα, όσο μακριά και να πας, δεν μπορείς να ξεφύγεις. Η Ιωάννα περνούσε τα πρωινά του καλοκαιριού στο σπίτι της Θεώνης. «Ξέρετε τι τους άρεσε;», κάνει η μαμά της Θεώνης. «Να κάθονται ώρες και να σχεδιάζουν τι θα γίνουν, τι θα κάνουν όταν θα μεγαλώσουν…».

Χωρίς καν να τον δω να έρχεται, ένας ψηλός, αναμαλλιασμένος άνδρας με πλησιάζει τρέχοντας, και πριν προλάβω να πω τίποτε, μου φωνάζει πως είμαστε αλήτες οι δημοσιογράφοι. «Πήγαν σ’ ένα παιδάκι δικό μας», λέει, «και του ζήτησαν απ’ το κινητό του τις φωτογραφίες των παιδιών που πέθαναν, του είπαν πως τις θέλουν για να κάνουν αναγνώριση. Κι αυτό το καημένο τους τις έδωσε, κι εκείνοι τις δημοσίευσαν, γιατί είναι αλήτες». Ο άνδρας είναι έξαλλος, πιο έξαλλος απ’ όσο δικαιολογεί η αλητεία των δημοσιογράφων. Κάποιος μου λέει πως αυτός ο άνδρας ήταν που όλο το βράδυ έψαχνε πάνω στο βουνό ποιοι ζήσαν και ποιοι πέθαναν, εκείνος βρήκε τα απανθρακωμένα πτώματα, εκείνος είπε στους πιο πολλούς συγγενείς πως τον δικό τους άνθρωπο τους τον πήρε η φωτιά. Ο καθένας έχει τον δικό του τρόπο να πενθεί. Αν γι’ αυτόν τον άνδρα είναι η οργή, για τους πιο πολλούς είναι η θλίψη και για τους πιο άτυχους η ενοχή.

«Μ’ αυτήν την αλήθεια πρέπει να ζήσω»

«Ενα πράγμα με κυνηγάει», λέει η Λαμπρινή. Τόσο κουρασμένο βλέμμα σε νέα γυναίκα δεν θυμάμαι να έχω δει άλλη φορά. «Αυτό που σκεφτόμουν όπως έβαζε μπρος ο γιος μου το αυτοκίνητο: το «ευτυχώς, η Αθανασία πρόλαβε να φύγει»», λέει. Η Αθανασία έφυγε με τα παιδιά της προς τη Ζαχάρω και πέντε λεπτά μετά η Λαμπρινή έφυγε προς τη Σμέρνα. Οσοι έφυγαν προς τη Ζαχάρω κάηκαν, όσοι πήγαν προς τη Σμέρνα έζησαν. «Αν ήταν το αυτοκίνητό μου παρκαρισμένο με το μπρος μέρος προς την πλευρά της Ζαχάρως, θα είχα φύγει κι εγώ προς τα εκεί». Η Λαμπρινή με κοιτάζει απολογητικά, σαν να ζητάει συγγνώμη που εκείνη ζει και η φίλη της πέθανε. Μου λέει πως γνωρίστηκαν μικρά κορίτσια με την Αθανασία, όταν εκείνη ήρθε στο χωριό νύφη, και πως από την πρώτη μέρα «κόλλησαν», όπως οι άνθρωποι που είναι να γίνουν φίλοι για πάντα. Από την προηγούμενη Κυριακή και μετά, κάθε πρωί που ξυπνάει, η Λαμπρινή για μια στιγμή νομίζει πως είναι όνειρο όλα αυτά. «Και μετά ξαναθυμάμαι πως αυτή είναι η αλήθεια», λέει, καθώς στρέφει το βλέμμα στο έδαφος. «Και μ’ αυτήν την αλήθεια πρέπει να ζήσω».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή