Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μέση μέγιστη θερμοκρασία του καλοκαιριού έχει τραβήξει προς τα πάνω. Συνέβαλαν σημαντικά και τα θερμικά επεισόδια, οι καύσωνες, που είχαμε φέτος. Η τάση αυτή είχε ανιχνευθεί από την ανάλυση των μοντέλων κλιματικής αλλαγής, αλλά πλέον καταγράφεται στην πραγματικότητα. Η συχνότητα εμφάνισης υψηλών τιμών είναι τριπλάσια τα τελευταία 15 χρόνια απ’ ό,τι παλιότερα.
Ιδιαίτερα πρέπει να μας ανησυχήσει το τι συμβαίνει με την ελάχιστη θερμοκρασία, δηλαδή με το πόσο πέφτει η θερμοκρασία τη νύχτα. Η πτώση αυτή ανακουφίζει τους κατοίκους και την πόλη, βοηθά στην αντιμετώπιση της ζέστης της ημέρας.
Ομως, ειδικά στο κέντρο της Αθήνας αλλά και στα τσιμεντοποιημένα προάστια, η άναρχη δόμηση, τα κτίρια – τέρατα που έχουμε οικοδομήσει (όπως στο Μαρούσι), διαμορφώνουν το φαινόμενο της θερμικής νησίδας, που κρατά τη ζέστη και μειώνει τη θερμοκρασιακή διαφορά ημέρας – νύχτας. Το γεγονός, μάλιστα, ότι κάηκαν τα περιαστικά δάση της Αθήνας μειώνει τη δυνατότητα δροσισμού της πόλης. Τα χρόνια που έρχονται μπορεί να είναι πολύ χειρότερα. Πρέπει να πάρουμε μέτρα…
* Ο κ. Μ. Πετράκης είναι διευθυντής Ινστιτούτου Ερευνών Περιβάλλοντος του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών.