«Οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να έχουν τη συμπεριφορά που θέλουν και η παρακολούθηση ενός ενήλικου, υπεύθυνου για τις πράξεις του είναι νομικά και ηθικά απαράδεκτη», επισημαίνει στην «Κ» ο καθηγητής Κοινωνιολογίας του Δικαίου στη Νομική του ΑΠΘ, κ. Νίκος Ιντεσίλογλου.
Παρατηρώντας ρεαλιστικά το φαινόμενο της εισβολής των συστημάτων οικιακής παρακολούθησης στη σύγχρονη ζωή, ο καθηγητής εξηγεί ότι «από τη στιγμή που υπάρχει η τεχνολογική δυνατότητα αλλά και οι λόγοι που οδηγούν τον άνθρωπο να θέλει σφόδρα να χρησιμοποιήσει αυτήν την τεχνολογία, παρά τις όποιες απαγορεύσεις, τελικά θα επικρατήσει. Οσο η τεχνολογία προχωρά, μεταβαίνουμε σε κοινωνίες μεγαλύτερης διακινδύνευσης».
Φυσικά, υπάρχει μια σαφής διάκριση μεταξύ θεμιτών και αθέμιστων σκοπών.
«Είναι θεμιτή η χρήση ενός τέτοιου συστήματος για την εξασφάλιση της υγείας και της σωματικής ακεραιότητας του παιδιού, όπως επίσης και για την ασφάλεια του σπιτιού ή της περιουσίας. Δεν είναι όμως θεμιτός σκοπός η σωτηρία ενός γάμου, δηλαδή η διαπίστωση αν ένας σύζυγος είναι πιστός ή όχι. Αυτό ξεπερνά τα όρια. Επίσης, είναι συζητήσιμο το πόσο ηθικά θεμιτό είναι να παρακολουθεί ένας εργοδότης τους εργαζόμενους, για να διαπιστώσει αν εργάζονται. Ο εργοδότης μπορεί να κρίνει μόνο από το αποτέλεσμα της εργασίας. Διαφορετικά, προσβάλλει την ελευθερία του εργαζόμενου», τονίζει ο κ. Ιντζεσίλογλου.
Προϋπόθεση για τη λειτουργία τέτοιων συστημάτων είναι να γνωρίζουν την ύπαρξή του όσοι παρακολουθούνται. Διαφορετικά μιλάμε για προσβολή προσωπικότητας.