Οι νεόπτωχοι της διπλανής πόρτας

Οι νεόπτωχοι της διπλανής πόρτας

9' 55" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αν στις βιτρίνες καθρεφτίζεται ο νέος πλούτος που παράγεται και συγκεντρώνεται στη χώρα, πίσω απ’ αυτές (ή και διστακτικά στεκάμενη εμπρός τους) απλώνεται η νέα φτώχεια. Εκατοντάδες χιλιάδες νέοι άνθρωποι, ακούσιοι «ταξιδευτές» της εργασιακής περιπλάνησης, κάποιοι ακόμα και με πτυχία τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, άλλοι που έφυγαν από το χωριό, εργαζόμενοι που έχασαν τη δουλειά τους σε ώριμη ηλικία, γυναίκες, μέλη μονογονεϊκών ή πολύτεκνων οικογενειών και πολλοί συνταξιούχοι, που αναζητούν μάταια τα «περήφανα γηρατειά», απαρτίζουν τη στρατιά των νέων φτωχών.

Σύμφωνα με τους επίσημους υπολογισμούς, οι φτωχοί στην Ελλάδα είναι γύρω στο 20% του πληθυσμού, αν και με βάση τη δυνατότητα (καλύτερα την αδυναμία) κάλυψης βασικών σύγχρονων αναγκών είναι πολύ περισσότεροι. Μεταξύ αυτού του 20%, αλλά και όσων τείνουν να περιπέσουν σε κατάσταση φτώχειας, όλο και περισσότερο συναντάμε νέες κοινωνικές κατηγορίες, τους νεόπτωχους. Δεν πρόκειται για την παραδοσιακή εικόνα της φτώχειας: κάποιες περιθωριακές ομάδες των πόλεων ή οι ξεχασμένοι της υπαίθρου. Σήμερα η φτώχεια απειλεί ακόμα κι εκείνους που κατείχαν το πάλαι ποτέ βασικό αντίδοτο εναντίον της: μια θέση εργασίας. Σφίγγει στην αποκρουστική αγκαλιά της εργαζόμενους, κυρίως μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα και των ελαστικών εργασιακών σχέσεων. «Η συμμετοχή στην απασχόληση δεν είναι πάντοτε η επαρκής συνθήκη για την αποφυγή της φτώχειας, θέτοντας έτσι το σημαντικό ζήτημα της «φτώχειας εντός της εργασίας» και των «εργαζόμενων φτωχών»», υπογραμμίζει ο κ. Ηλίας Κικίλιας, ερευνητής του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών. «Οι οικογένειες με έναν εργαζόμενο, οι χαμηλές αποδοχές, ως αποτέλεσμα είτε θέσεων εργασίας κακής ποιότητας είτε και διαστημάτων επαναλαμβανόμενης ανεργίας, η αδυναμία εξεύρεσης πλήρους απασχόλησης, είναι μερικές από τις συνιστώσες του φαινομένου «φτώχειας εντός της εργασίας»», συμπληρώνει.

Ακόμη, η ανάπτυξη της νέας φτώχειας συνδέεται με τη διάλυση του παραδοσιακού προτύπου της οικογενειακής στήριξης, αλλά και της οικογενειακής επιχείρησης. «Παλιότερα, μεγάλο κομμάτι της απασχόλησης κατευθυνόταν σε μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις της πόλης ή της υπαίθρου. Μετά τη δεκαετία του ’90 οι επιχειρήσεις αυτές μπορούν να επιβιώσουν όλο και πιο δύσκολα, με αποτέλεσμα οι νέοι να στρέφονται απευθείας στη μισθωτή εργασία», σημειώνει ο κ. Κικίλιας. «Ομως το όποιο κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα δεν είναι προσανατολισμένο σε μια κοινωνία της μισθωτής εργασίας, με αποτέλεσμα να είναι τελείως αναποτελεσματικό. Για παράδειγμα, ενώ οι δημόσιες κοινωνικές δαπάνες στην Ελλάδα είναι 27%, περίπου όσο και στην Ε.Ε., μειώνουν τη φτώχεια μόλις κατά 3%, όταν στην Ε.Ε. τη μειώνουν κατά 9%», σχολιάζει ο ερευνητής του ΕΚΚΕ.

Την κρίση της μικρής επιχείρησης φωτίζουν τα στοιχεία: Το 81% όσων μπήκαν στη δουλειά το 2006 κατευθύνθηκαν στη μισθωτή εργασία. Αλλά με τι όρους; Σχεδόν ο ένας στους δύο (46%) των νέων μισθωτών εντάχθηκε με τη μορφή της προσωρινής απασχόλησης, η οποία στο Δημόσιο έφτασε το 66%.

Μια τρίτη μεγάλη αιτία για την εμφάνιση της νέας φτώχειας είναι η ραγδαία εγκατάλειψη του αγροτικού επαγγέλματος και της υπαίθρου, με αποτέλεσμα τη συγκέντρωση της εναπομείνασας νεολαίας της υπαίθρου στα αστικά κέντρα. Η σύγχρονη φτώχεια εμφανίζεται κυρίως σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, όπου το κόστος ζωής είναι υψηλότερο, με αποτέλεσμα να αποδεικνύονται ακόμα πιο ανεπαρκείς οι αμοιβές των νεόπτωχων.

Δύσκολοι καιροί για νέους

Καταρχήν νέοι άνθρωποι, ηλικίας 16 – 24 ετών, όπου τα ποσοστά της επίσημης φτώχειας υπερβαίνουν τον μέσο όρο και φτάνουν το 23%. Δυστυχώς δεν πρόκειται για μια περίοδο προσωρινή, όπως λίγο πολύ συνέβαινε παλιότερα, αλλά αποκτά στοιχεία σταθερότητας, λόγω της καθήλωσης των μισθών και της επέκτασης των νέων μορφών εργασιακών σχέσεων (προσωρινής, μερικής, με σύμβαση, με Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών). Σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΣΥΕ), για το β΄ τρίμηνο του 2006, το 41% των μισθωτών στον ιδιωτικό τομέα έχει μηνιαίες καθαρές αποδοχές χαμηλότερες των 750 ευρώ, ενώ το 77% χαμηλότερες των 1.000 ευρώ. Για όσους εργάζονται με συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης, το 61,8% βρίσκεται κάτω των 750 και το 89% κάτω των 1.000 ευρώ. Στη μερική απασχόληση τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα: δύο στους τρεις έχουν καθαρό μηνιαίο εισόδημα που δεν υπερβαίνει τα 500 ευρώ. Η μεγάλη πλειονότητα (8 σους 10) είναι γυναίκες! Και δεν μιλάμε για τη «μαύρη εργασία» και την υπερεκμετάλλευση των μεταναστών.

Με 850 ευρώ

Οταν το επίσημο όριο φτώχειας (το οποίο θεωρείται εξαιρετικά χαμηλό), βρίσκεται στα 850 ευρώ τον μήνα (καθαρά και επί 14 μισθούς) για μια τετραμελή οικογένεια, είναι εύκολο να καταλάβουμε ότι οικογένειες με ένα εργαζόμενο ή με μερική απασχόληση, πέφτουν σε κατάσταση απόλυτης φτώχειας. «Το ένα στα τρία νοικοκυριά στα οποία εργάζεται μόνο ένας ενήλικος, βρίσκεται κάτω από το όριο φτώχειας», λέει ο κ. Κικίλιας. «Παλιότερα ένας εργαζόμενος έθρεφε μια οικογένεια, τώρα δεν μπορεί να συντηρήσει ούτε τον εαυτό του», τονίζει ο οικονομολόγος κ. Δημήτρης Καζάκης.

Οι νέοι εργαζόμενοι μπαίνουν στην παραγωγή με υπεραναπτυγμένες τις νέες μορφές εργασίας, άτυπες και πιο ελαστικές, οι οποίες δημιουργούν αυξημένες ανισότητες μεταξύ των εργαζομένων, τόσο ως προς την αμοιβή όσο και προς την κοινωνική ασφάλιση, σημείωσε η η κ. Αλίκη Γιωτοπούλου – Μαραγκοπούλου, παρουσιάζοντας πρόσφατη έρευνα του Ιδρύματος Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Αξιοσημείωτο είναι το εύρημα της ΕΣΥΕ ότι το 43% όσων απασχολούνται με μερική απασχόληση στην Ελλάδα δεν το επιθυμεί (στην Ε.Ε. των 15, το 17%).

Απειλή

Η φτώχεια σήμερα πλήττει και τις πιο τρυφερές ηλικίες, τα παιδιά. Το 19% των ατόμων κάτω των 16 ετών βρίσκεται επίσημα σε κατάσταση φτώχειας. Οι οικογένειες με παιδιά αντιμετωπίζουν πιο έντονα την απειλή της φτώχειας (20,4%). Οι οικογένειες με τρία ή περισσότερα παιδιά είναι φτωχές σε ποσοστό 31,8% (πολύ πάνω από τον μέσο όρο), άρα καμιά ουσιαστική βοήθεια δεν δίνεται στις οικογένειες αυτές, παρά την «ανησυχία» για την υπογεννητικότητα.

Τεράστιο και αυξανόμενο πρόβλημα αντιμετωπίζουν οι μονογονεϊκές οικογένειες (37,6% σε φτώχεια το 2004, 40,7% το 2005), μια κατάσταση που πληθαίνει στην εποχή μας.

Οι ηλικιωμένοι

Οι συνταξιούχοι και οι ηλικιωμένοι είναι ίσως η πιο μεγάλη κατηγορία φτωχών, με ποσοστό 28%. Θα πείτε, δεν είναι κάτι καινούργιο. Η διαφορά στις μέρες μας είναι ότι δεν πρόκειται κυρίως για ηλικιωμένους που ζουν στο χωριό (και όπου ακόμα και με χαμηλά εισοδήματα μπορεί να υπάρξει ένα ανεκτό επίπεδο διαβίωσης), αλλά για μάζες συνταξιούχων που κατοικούν στις πόλεις. Το απαράδεκτα χαμηλό ύψος των συντάξεων, σε συνδυασμό με τη χαλάρωση των οικογενειακών δεσμών αλληλοβοήθειας, έχουν επιδεινώσει σημαντικά τη θέση της τρίτης ηλικίας.

Πνιγμένοι σε δάνεια, κάρτες

Η νέα φτώχεια είναι πλέον φανερή στην καθημερινότητα. Η ανάπτυξη μιας αγοράς για νεόπτωχους (φτηνά σούπερ μάρκετ, μαγαζιά ευκαιρίας, αλυσίδες ρούχων για νεανικό κοινό χωρίς γερό πορτοφόλι), η επιστροφή της αγοράς μεταχειρισμένων (που για πολλά χρόνια είχε ατονήσει), η νέα άνθhση καταστημάτων επιδιορθώσεων αποτελούν ίχνη του νέου φαινομένου.

Αλλά η πιο χαρακτηριστική εικόνα είναι η νέα γενιά των «καρτοκυνηγών», όλων αυτών που ζουν με δανεικό πλαστικό χρήμα, ακροβατώντας επιδέξια στις «ευκαιρίες» – παγίδες της μεταφοράς χρεών από κάρτα σε κάρτα και από δάνειο σε δάνειο, μέχρι να βουλιάξουν ανεπανόρθωτα στην κινούμενη άμμο της «δανεικής γενιάς». Τα χρέη των νοικοκυριών σε στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια το πρώτο τετράμηνο του 2007 ανήλθαν σε 91,4 δισ. ευρώ. Από τα 2.000.000 νοικοκυριά που έχουν δανειοδοτηθεί, τα 170.000 αδυνατούν να πληρώσουν τις δόσεις τους, καθυστερώντας πληρωμές για πάνω από τρεις μήνες. Από τον Μάιο 2006 έως τον Μάιο 2007 τέσσερα στα δέκα ευρώ που δανείστηκαν τα νοικοκυριά από τις τράπεζες πήγαν για κάλυψη οφειλών παλιότερων δανείων!

Συνολικά, η νέα φτώχεια βιώνεται από όλη την κοινωνία και όχι μόνο από αυτούς που βρίσκονται στις δαγκάνες της. Το 60% των Ελλήνων φοβούνται ότι μπορούν να πέσουν σε κατάσταση φτώχειας τα επόμενα χρόνια, εξαιτίας ενός απρόβλεπτου τυχαίου γεγονότος, σύμφωνα με μεγάλη πρόσφατη έρευνα της Κάπα Research. Το αποτέλεσμα είναι να αυξάνεται το άγχος των εργαζομένων και να πιέζονται για υποβάθμιση της ποιότητας της εργασίας τους.

Με πόσα ζει ένας φτωχός;

Ποια άτομα όμως εντάσσονται στην κατηγορία του «φτωχού»; Δύο μέθοδοι ακολουθούνται σήμερα. Η πρώτη, που έχει υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ενωση και υλοποιείται και στις επίσημες ελληνικές στατιστικές, θεωρεί φτωχούς όσους δαπανούν λιγότερα από το 60% της μέσης κατά άτομο κατανάλωσης στη χώρα. Με βάση αυτήν την εκτίμηση, στην Ελλάδα έχει διαμορφωθεί το όριο των 850 ευρώ για τετραμελή οικογένεια (καθαρά εισοδήματα επί 14 μισθούς), όριο που οδηγεί το 20% περίπου των Ελλήνων κάτω από το όριο φτώχειας!

Η δεύτερη μέθοδος συγκρίνει τις αποδοχές και τις δαπάνες των νοικοκυριών με ένα σύνολο δαπανών ου μπορούν να καλύψουν τις βασικές ανάγκες ενός νοικοκυριού. Η διαμόρφωση αυτού του «πλαφόν» είναι σε κάθε περίπτωση ζητούμενο και αποτέλεσμα μιας επιστημονικής επεξεργασίας ανά έτος. Η μέθοδος αυτή δίνει πιο πραγματικά αποτελέσματα, αφού η φτώχεια δεν διαμορφώνεται σε σχέση με κάποιον άλλον, αλλά σε σχέση με την ικανοποίηση των αναγκών.

«Σήμερα μια τριμελής οικογένεια σε αστικό κέντρο χρειάζεται για να καλύψει με επάρκεια τις βασικές της ανάγκες το ποσό των 1.600 ευρώ. Σε ημιαστική περιοχή το ποσό αυτό πέφτει στα 1.300 ευρώ. Κάθε παιδί δημιουργεί επιβάρυνση περίπου 300 ευρώ», τονίζει ο οικονομολόγος και συγγραφέας Δημήτρης Καζάκης. «Αυτό προκύπτει από την επεξεργασία των οικογενειακών προϋπολογισμών, από την ΕΣΥΕ. Τα δύο τρίτα των οικογενειών δεν μπορούν να καλύψουν αυτές τις ανάγκες», τονίζει.

Σύμφωνα με τους ίδιους τους φτωχούς, απαντώντας σε σχετική έρευνα του 2005, το ελάχιστο μηνιαίο καθαρό εισόδημα, το οποίο απαιτείται για την κάλυψη των αναγκών ενός νοικοκυριού, ήταν 1.339 ευρώ τον μήνα (ας σημειωθεί ότι οι μη φτωχοί χρειάζονταν 2.099 ευρώ). «Αν το στατιστικό όριο φτώχειας αντιστοιχούσε στα παραπάνω ποσά, τα ποσοστά φτώχειας θα προσέγγιζαν το 50%!», σχολιάζει ο κ. Κικίλιας. Σε κάθε περίπτωση είναι πολύ μεγαλύτερα από το 20% της επίσημης στατιστικής.

Ηρωες της καθημερινότητας

Δεν είναι εύκολο να μιλήσει κάποιος για τη φτώχεια του, καθώς η φτώχεια στην εποχή μας είναι ντροπή, ένδειξη ενοχής, παρά το γεγονός ότι διαδίδεται όλο και περισσότερο. Γι’ αυτό και οι μαρτυρίες δόθηκαν υπό το πέπλο της ανωνυμίας.

Ελένη, 29 ετών. «Δεν έχω πει στους γονείς μου πόσο λίγα λεφτά παίρνω από τη δουλειά μου», μας λέει η Ελένη. «Εχω να πάω σε συναυλία τρία χρόνια, θέατρο και μουσικά μαγαζιά είναι απαγορευμένα για μένα και τους φίλους μου, ενώ ακόμα και σινεμαδάκι δεν επιτρέπεται πιο συχνά από μια φορά στο δίμηνο»! Μπορεί ένα κορίτσι να ζει, το 2007 στην Αθήνα, σε τόσο ακραίες συνθήκες στέρησης; Και όμως, η Ελένη ήρθε στην Αθήνα από την Αρτα σε ηλικία 20 ετών, γιατί εκεί δεν υπήρχαν δουλειές. Τέλειωσε ένα δημόσιο ΙΕΚ και έπιασε δουλειά σε μια εταιρεία που επενοικιάζει εργαζόμενους σε τηλεφωνικά κέντρα. «Μετά από εφτά χρόνια δουλειά παίρνω 690 ευρώ. Πέρυσι έπαιρνα 620. Τα έξοδα για νοίκι, κοινόχρηστα, πάγιους λογαριασμούς, κινητό τηλέφωνο και κάρτα διαδρομών πλησιάζουν τα 520 ευρώ. Τι να κάνεις με τα υπόλοιπα;» Η Ελένη δεν βγαίνει σχεδόν καθόλου έξω. «Η διασκέδασή μας είναι οι επισκέψεις σε σπίτια φίλων». Δεν βλέπει φως στην άκρη του τούνελ…

Δέσποινα, 45 ετών. Εξασκεί με θαυμαστή μέχρι στιγμής ακρίβεια το άθλημα της «σκυταλοδρομίας χρεών από κάρτα σε κάρτα». Περνάει ώρες ολόκληρες στη μελέτη των προσφορών των τραπεζών για τη «μεταφορά βαρών» και έχει ένα ημερολόγιο με τις κρίσιμες ημερομηνίες πληρωμής σημαδεμένες με κόκκινο. Δυναμική γυναίκα, μπήκε στον στίβο της επιχειρηματικής ανέλιξης και τα έδωσε όλα για τη διαφημιστική εταιρεία στην οποία δούλευε. Κάποια στιγμή αποφάσισε να παντρευτεί και να κάνει παιδί. Επρόκειτο για επιλογή μη ανεκτή. «Δέχθηκα να φύγω, συναινετικά, γιατί πίστευα στις ικανότητές μου και ότι θα βρω αλλού δουλειά». Δυστυχώς, στον ιδιωτικό τομέα είναι δύσκολο να βρεις δουλειά μετά τα 40. Λίγο αργότερα χώρισε κιόλας. «Το να μεγαλώνεις ένα παιδί μόνη σου και μάλιστα με παρτ τάιμ δουλειά, είναι πάρα πολύ δύσκολο», μας λέει. Τη ρωτούμε τι βοήθεια παίρνει από το κράτος. Γελάει πικρά: «Απολύτως καμία. Τα βγάζω πέρα μόνη μου. Προσπαθώ να μη λείψει τίποτα από το παιδί, έχοντας περιορίσει τα δικά μου έξοδα στο μηδέν. Πριν από μερικά χρόνια νόμιζα ότι η φτώχεια είναι κάτι τόσο μακρινό».

Μπαρμπα-Γιώργος, συνταξιούχος του ΙΚΑ. Εχει σύνταξη μόλις 500 ευρώ. Εχοντας το δικό του σπιτάκι, αλλά έχοντας χάσει την κυρά Αργυρώ, θα μπορούσε να τα φέρει βόλτα, έστω δύσκολα. «Αυτό που με στενοχωρεί είναι ότι το παιδί μου είναι άνεργο (ο γιος του μπαρμπα – Γιώργου δούλευε αποθηκάριος σε εταιρεία που «μετακόμισε»), η νύφη μου δουλεύει σε σούπερ μάρκετ και παίρνει μόλις 750 ευρώ, με αποτέλεσμα να πρέπει να τους βοηθάω. Οχι μόνο δεν μου δίνουν, αλλά προσφέρω εγώ. Αλλά δεν θέλουν χρήματα, καταλαβαίνεις. Τι κάνω; Ψωνίζω ό,τι μπορώ για το εγγονάκι μου, μαγειρεύω στο σπίτι και τους δίνω φαγητό».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή