Με τον ιδρώτα τους, αφεντικά σε ξένη γη

Με τον ιδρώτα τους, αφεντικά σε ξένη γη

8' 59" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Ηλίας από την Κορυτσά, η Ελπινίκη από την Χειμάρρα και ο Χρήστος από το Ελμπασάν της Αλβανίας είναι τρεις χαρακτηριστικές περιπτώσεις από τις χιλιάδες των οικονομικών μεταναστών που ήρθαν στην Ελλάδα. Ξεκίνησαν το 1991 από την πατρίδα τους με το όνειρο καλύτερης ζωής που κουβαλάει κάθε μετανάστης σ’ όλο τον κόσμο, δούλεψαν σκληρά σε δουλειές που άλλοι απέφευγαν και τα κατάφεραν. Από ανειδίκευτοι εργάτες, έφτασαν να γίνουν αφεντικά στην ξένη γη, να έχουν δικούς τους εργάτες, δίνοντας πειστική απάντηση σε προκαταλήψεις και ρατσιστικές συμπεριφορές. Οπως συμβαίνει με αρκετούς που ξενιτεύονται, έκαναν πατρίδα το έδαφος που πάτησαν και κατέκτησαν το ελληνικό όνειρο, επιβεβαιώνοντας ότι ο άξιος, ο ικανός, ο συνεπής και ο τίμιος, ό,τι χρώμα κι αν έχει, απ’ όποια χώρα κι αν προέρχεται, δεν χάνεται· απεναντίας μπορεί να μεγαλουργήσει. Είναι η άλλη όψη του νομίσματος. Μοιραία το μυαλό μας πηγαίνει στην ιστορία των μεταναστών (Αφγανών και Πακιστανών) της Αρτας, που έφερε πρόσφατα στο φως η «Κ». Εξαθλιωμένοι, άρρωστοι, θύματα στυγνής εκμετάλλευσης, εικόνα προσβλητική για τον πολιτισμό μας. Οι οικονομικοί μετανάστες αποτελούν, λένε οι τεχνοκράτες, σημαντικό «εξάρτημα» της μηχανής που κινεί την ελληνική οικονομία. Η παρουσία τους στην ελληνική ύπαιθρο από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 λειτούργησε ως αντίβαρο στην έλξη που ασκούσαν ο τουρισμός και τα αστικά κέντρα στους Ελληνες αγρότες, καλύπτοντας τις ανάγκες σε εργατικά χέρια.

Στοιχεία πανεπιστημιακών ερευνών δείχνουν ότι σήμερα, που η μισθωτή εργασία αποτελεί τον κανόνα στις αγροτικές εκμεταλλεύσεις, ένας στους τέσσερις μισθωτούς εργάτες είναι οικονομικοί μετανάστες, ενώ τα 2/3 των Ελλήνων παραγωγών έχουν στη δούλεψή τους αλλοδαπούς εργάτες. Αλλωστε, το ελληνικό κράτος, αναγνωρίζοντας τη συμβολή των οικονομικών μεταναστών, έχει συνάψει διακρατικές συμβάσεις με την Αλβανία και τη Βουλγαρία, στο πλαίσιο των οποίων κάθε χρόνο «προσκαλούνται» εποχικοί εργάτες. Ενδεικτικά, μόνο στην Κεντρική Μακεδονία οι αιτήσεις από πλευράς αγροτοκτηνοτρόφων για εργατικά χέρια ανήλθαν σε περισσότερες από 23.000 για το 2008, από τις οποίες αναμένεται να καλυφθούν τελικά περίπου 20.000 θέσεις. Με άλλα λόγια, η ζήτηση ξεπερνάει την προσφορά… Κατ’ εκτίμησιν, το σύνολο των αλλοδαπών -νόμιμων και μη- που εργάζονται σε αγροτικό και κτηνοτροφικό τομέα ξεπερνά τις 200.000 άτομα.

Πρώτος ελαιοπαραγωγός

Ο μεγαλύτερος ελαιοπαραγωγός στη Χαλκιδική είναι Αλβανός. Ο 37χρονος Ηλίας Μπράχο από την Κορυτσά, ήρθε το 1991 στην Ελλάδα με λίγες ελιές στο δισάκι του, και σήμερα έφτασε να καλλιεργεί 7.000 ελαιόδενδρα στην περιοχή Ορμύλιας Χαλκιδικής. Κάνει όνειρα, αν ξεπεράσει την ελληνική γραφειοκρατία, να στήσει ένα συσκευαστήριο και να στέλνει τις βρώσιμες ελιές -μαμούθ της Χαλκιδικής- στην Ευρώπη. Την περίοδο της συγκομιδής απασχολεί 40 άτομα, έχει τέσσερις συμπατριώτες του μονίμως στη δούλεψή του, «πληρώνει καλό μεροκάματο» και θεωρεί την Ορμύλια, που οι κάτοικοί της τον καλοδέχθηκαν, «σπίτι του».

«Σαφώς τίποτα δεν μου δόθηκε… τσάμπα. Δουλειά, δουλειά και πάλι δουλειά. Από τις 6 το πρωί. Ηρθα στην Ελλάδα όπως οι περισσότεροι», λέει στην «Κ» ο Ηλίας «για να προκόψω, να ζήσω μια καλύτερη ζωή. Δεν ονειρευόμουν».

Ο πρώτος προορισμός στα δύσκολα και ταραγμένα εκείνα χρόνια της καθόδου των μυρίων Αλβανών λαθρομεταναστών ήταν η Ελευθερούπολη Καβάλας. «Εκεί έμεινα δυόμισι μήνες. Το μεροκάματο καλό αλλά λίγο». Κάποιος του μίλησε για τη Χαλκιδική και το μάζεμα της ελιάς. Η Ορμύλια και οι ελαιώνες της Σιθωνίας με τις φαγώσιμες πράσινες μεγάλες ελιές έγινε γι’ αυτόν η Γη της Επαγγελίας. Μάζεμα, διάλεγμα, κλάδεμα, ράντισμα, λίπασμα, πότισμα, ο Ηλίας ακολούθησε τον κύκλο εργασίας του ευλογημένου καρπού. Σε λίγα χρόνια, σαν τις μικρές ελιές που φύτευε στα χωράφια «ρίζωσε» κι αυτός στην Ορμύλια. Η εργατικότητά του έκανε τους κατοίκους να του εμπιστευτούν τα δένδρα τους. Στην αρχή ανέλαβε «εργολαβία» τα κλαδέματα και σιγά σιγά πήρε όλη την καλλιέργεια πάνω του. Το 1997, ανοίγοντας το κεφάλαιο της οικογενειακής του ζωής (παντρεύτηκε κι απέκτησε δύο παιδιά) αποφάσισε ότι μπορούσε να είναι αυτός αφεντικό του εαυτού του.

«Τότε νοίκιασα τις πρώτες ελιές, αργότερα αγόρασα τρακτέρ, μηχανήματα, ραντιστικά, ό,τι χρειαζόταν. Ολα αυτά δεν μου έφεραν μόνο καλύτερη σοδειά, αλλά και άλλους που μου νοίκιασαν τα κτήματά τους». Αλλωστε, οι περισσότεροι από τους ντόπιους δεν προσδοκούν παρά ένα συμπλήρωμα στο εισόδημά τους και ο 37χρονος ήταν η πιο πρόσφορη λύση. Οι ιδιοκτήτες παίρνουν καθαρό το 1/3 της σοδειάς και το υπόλοιπο ανήκει στον αλλοδαπό ενοικιαστή που έφτασε να παραδίδει -ανάλογα με τη χρονιά- 160-180 τόνους ελιάς.

«Σκαλί σκαλί. Σε μαθαίνει η δουλειά εύκολα, μετά έρχεται το κέρδος», λέει γελώντας. Μη μπορώντας να χτίσει σπίτι στην Ελλάδα, έχτισε στην πατρίδα του, αλλά πριν από λίγο καιρό, λόγω και της αλλαγής της νομοθεσίας, ξαναμπήκε στην διαδικασία ν’ αγοράσει δικό του σπίτι στην Ορμύλια. Πίσω; Ούτε που το σκέφτεται. «Τις προάλλες βρέθηκα με τα παιδιά μου στην Κορυτσά και μετά την τρίτη μέρα τα παιδιά μου είπαν: να φύγουμε τώρα, να πάμε σπίτι μας».

Στην αρχή άκουγα: Από τον Αλβανό θα ψωνίσουμε;

Ο Χρήστος Κότσι, 33 ετών, είναι Αλβανός, οικονομικός μετανάστης στην Ελλάδα από το 1991. Οταν έφτασε με τα πόδια από το Λίμπραζντ -κοντά στο Ελμπασάν- μέχρι τα περίχωρα της Θεσσαλονίκης, στη Ν. Ιωνία, ήταν 17 χρόνων, δεν ήξερε τη γλώσσα και, κυρίως, τι του ξημέρωνε. «Επτά μέρες περπατούσα μέσα από τα βουνά και όταν έφτασα στην Ελλάδα ήταν σαν να μπαίνω σε τούνελ: σκοτάδι βαθύ. Δεν ήξερα πού να πάω, τι να κάνω», λέει ο ίδιος στην «Κ».

Ψάχνοντας για δουλειά έπεσε πάνω σ’ ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που είχε μια μικρή οικογενειακή επιχείρηση με άνθη θερμοκηπίου. Η ανάγκη για εργατικά χέρια αλλά και η ανθρωπιά ώθησαν τον κυρ-Απόστολο και την κυρα-Δέσποινα να πάρουν κοντά τους τον έφηβο μετανάστη και να του μάθουν τη δουλειά. «Με είχαν σαν γιο τους, κι ακόμη περισσότερο», θυμάται ο Χρήστος, εξηγώντας ότι οι «θετοί γονείς» του τον βάφτισαν, του έμαθαν τη δουλειά στο θερμοκήπιο αλλά και την ελληνική πραγματικότητα και νοοτροπία.

Μετά το θάνατο του κυρ-Απόστολου και τη νομιμοποίησή του -η οποία του επέτρεψε να αναπτύξει επαγγελματικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες και επισήμως πλέον- η οικογενειακή επιχείρηση πέρασε στα χέρια του. Σήμερα, ο Χρήστος Κότσι αποτελεί μία από τις πολλές εξαιρέσεις στον κανόνα που θέλει τους μετανάστες να απασχολούνται ως εργάτες ή υπάλληλοι. Εχει τη δική του επιχείρηση με θερμοκήπια ανθέων, που καταλαμβάνουν έκταση περίπου πέντε στρεμμάτων, ενώ απασχολεί και δύο εργαζόμενους.

Οταν έφτασε στην Ελλάδα δεν είχε κατά νουν κανένα σχέδιο: «Λίγο το νεαρόν της ηλικίας που βράζει το αίμα, λίγο που έφευγαν τόσοι από πάνω, είπα να δοκιμάσω κι εγώ την τύχη μου». Η τύχη και η σκληρή δουλειά τα έφεραν έτσι ώστε σήμερα να είναι ένας επιχειρηματίας, αν και αυτό δεν έγινε ούτε εύκολα ούτε αβίαστα: «Ναι, τα πράγματα δυσκόλεψαν όταν ανέλαβα μόνος τη δουλειά. «Από τον Αλβανό θα ψωνίσουμε;», έλεγαν κάποιοι στην αρχή. Στην πορεία, όμως, βλέποντας το εμπόρευμα, τις τιμές και τη συνέπεια που έδειχνα, σταμάτησαν τα προβλήματα», μάς λέει με περηφάνεια.

«Νοικιάσαμε στρέμματα, αγοράσαμε πρόβατα, όλα πήγαν καλά»

Η κ. Ελπινίκη Λάκο, από το Δέρμι (Δρυμάδες) της Χειμάρρας, όταν έφτασε πριν από 17 χρόνια στην Ελασσόνα Λάρισας με τον Αλβανό σύζυγό της και τις τρεις κόρες της δεν αισθάνθηκε ότι πάτησε σε ξένη γη ούτε αντιμετώπισε πρόβλημα με τη γλώσσα, ως Βορειοηπειρώτισσα.

Ο άντρας της, πάντως, Κοσταντίν Λάκο, παραλίγο να γίνει η αιτία της επιστροφής τους στην Αλβανία ακριβώς εξαιτίας του γλωσσικού προβλήματος.

Το δικό της ζήτημα ήταν ότι αναγκάστηκε να δουλέψει ως καμαριέρα σε ξενοδοχεία και ως καθαρίστρια σε σπίτια.

«Στην Αλβανία τις καμαριέρες τις είχαμε κατώτερες από μας που δουλεύαμε στις αγροτικές εργασίες, κι έτσι το αισθανόμουν ντροπή. Ευτυχώς όλοι μου στάθηκαν και κατάλαβα ότι και αυτή είναι μια αξιοπρεπής δουλειά», είπε στην «Κ» η κ. Λάκο που είχε σπουδάσει δενδροκομία και απασχολούνταν στις δενδροκαλλιέργειες προτού μεταναστεύσει στην Ελλάδα. Σύντομα η οικογένεια έκανε ένα βήμα μπροστά, νοικιάζοντας 15 στρέμματα, στα οποία καλλιέργησε επί τέσσερα χρόνια καπνά. «Για να συμπληρώσουμε το εισόδημά μας, όλη η οικογένεια δουλεύαμε στα καπνά. Πηγαίναμε στις δύο τα ξημερώματα και φεύγαμε στις οκτώ το πρωί για να πάει ο καθένας στην πρώτη του δουλειά: ο άντρας μου στην οικοδομή, εγώ στο ξενοδοχείο και τα κορίτσια στο σχολείο», εξομολογείται η ίδια. Το μεγάλο βήμα, όμως, η οικογένεια Λάκο το έκανε όταν αποφάσισε να ασχοληθεί με την κτηνοτροφία, την τέχνη που γνώριζε ο Κοσταντίν. Τα πρώτα πενήντα πρόβατα που αγοράστηκαν το 2000 σήμερα έχουν γίνει 200. Η οικογένεια Λάκο ανήκει πλέον στις τάξεις των μικρομεσαίων κτηνοτρόφων, αλλά αυτό κατακτήθηκε με κόπους χρόνων.

«Δουλέψαμε πολύ σκληρά όλη η οικογένεια. Η δουλειά στον κάμπο ήταν πιο σκληρή απ’ ό,τι στις δενδροκαλλιέργειες, αλλά και η κτηνοτροφία ήταν πιο σκληρή από τον κάμπο. Δουλέψαμε όλοι σαν να μη γνωρίζαμε και να μην καταλαβαίναμε τίποτα, μέχρι να ορθοποδήσουμε. Και για να το πετύχεις αυτό σ’ ένα ξένο μέρος πρέπει να είσαι πιο σωστός από τους ντόπιους», κατέληξε μιλώντας στην «Κ» η κ. Λάκο.

Αιτήματα για εποχικούς εργάτες

Κάθε περιφέρεια συγκεντρώνει τα αιτήματα των αγροτοκτηνοτρόφων και άλλων ειδικοτήτων και καταρτίζει πρόταση προς το υπουργείο Απασχόλησης, προκειμένου να φτάσουν στη χώρα μας αλλοδαποί εποχικοί εργάτες σε εξάμηνη ή ετήσια βάση, στο πλαίσιο διακρατικών συμβάσεων, όπως συμβαίνει με τις περιπτώσεις της Αλβανίας και της Βουλγαρίας, που «προμηθεύουν» την Ελλάδα με πληθώρα εργατικών χεριών σε εποχική απασχόληση. Ετσι, στην περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, για το 2008 οι αιτήσεις για εποχική απασχόληση αλλοδαπών αφορούν περισσότερες από 23.000 θέσεις εργασίας. Η συντριπτική πλειονότητα αυτών των εποχικών μεταναστών θα έλθει από την Αλβανία και τη Βουλγαρία, ενώ περίπου το 50% θα κατευθυνθεί προς τους νομούς Πέλλας και Ημαθίας. Στην περιφέρεια Δυτ. Μακεδονίας, οι αιτήσεις για εποχική απασχόληση για το 2008 ανήλθαν σε 2.643, εκ των οποίων η μεγάλη πλειονότητα ζητήθηκε από τους νομούς Κοζάνης (984) και Καστοριάς (815). Στην περιφέρεια Αν. Μακεδονίας και Θράκης οι θέσεις που μπορούν να καλυφθούν από υπηκόους τρίτων χωρών, κυρίως από Αλβανούς και Βούλγαρους, ανέρχονται για το 2008 σε περισσότερες από 2.800, εκ των οποίων η «μερίδα του λέοντος» αφορά τον νομό Καβάλας.

Ισχυρή παρουσία στην περιφέρεια

Οι ιστορίες του Χρήστου Κότσι, της Ελπινίκης Λάκο και του Ηλία Μπράχο είναι απλώς ενδεικτικές από τις πολλές που έχουν να αφηγηθούν μετανάστες που ήρθαν στη χώρα μας στις αρχές της δεκαετίας του ’90.

«Οι μετανάστες κάλυψαν τις ανάγκες σε εργατικό δυναμικό. Μάλιστα, το 25%-35% της μισθωτής αγροτικής απασχόλησης σήμερα καλύπτεται από οικονομικούς μετανάστες», δήλωσε στην «Κ» ο καθηγητής Αγροτικής Κοινωνιολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Χ. Κασσίμης, που από το 2000 διενεργεί σχετικές έρευνες στην ελληνική περιφέρεια. Σύμφωνα με τον ίδιο, η συντριπτική πλειονότητα των ξένων αγροτοεργατών (65%-70%) είναι Αλβανοί, ενώ ακολουθούν οι Βούλγαροι με 10% και έπονται άλλες κοινότητες (Πακιστανοί, Ουκρανοί, Γεωργιανοί, Ινδοί).

Οι συνέπειες της εγκατάστασης μεταναστών στην ελληνική ύπαιθρο, όπως σημείωσε, ήταν μόνο θετικές, κάτι που αναγνωρίζουν τα 2/3 του ντόπιου πληθυσμού, ενώ περίπου το 70% των Ελλήνων εργοδοτών απασχολούν μετανάστες. Οι μετανάστες συνέβαλαν, υποστηρίζει ο κ. Κασσίμης, σ’ έναν νέο καταμερισμό εργασίας των μελών του ελληνικού νοικοκυριού, καθώς με τη δική τους συμβολή, η γυναίκα επέστρεψε στο σπίτι, ο άνδρας έπαψε να κάνει τις βαριές δουλειές και άρχισε ν’ ασχολείται με την οργάνωση και προώθηση της παραγωγής του και τα παιδιά μπόρεσαν είτε ν’ αναζητήσουν άλλο ρόλο στο πλαίσιο του γεωργικού τομέα ή και ν’ αλλάξουν τομέα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή