Συγκλονιστικές μαρτυρίες θυμάτων ληστειών

Συγκλονιστικές μαρτυρίες θυμάτων ληστειών

10' 46" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κάθε τρεις ώρες σε κάποιο σημείο της χώρας μας διαπράττεται μία ένοπλη ληστεία, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΛ. ΑΣ. Μαθαίνουμε από τα ΜΜΕ για κάποιες εξ αυτών, συνήθως για τις πιο αιματηρές, ενώ οι περισσότερες δεν προκαλούν το ενδιαφέρον παρά μόνο εκείνων που έχουν προσωπική ανάμιξη, δηλαδή των θυμάτων και των οικείων τους προσώπων. Οι στατιστικές της αστυνομίας αποτυπώνουν σε αριθμούς το πρόβλημα, όμως αυτό δεν αρκεί για να καταλάβει κανείς το αίσθημα ανασφάλειας των πολιτών που ζουν και κινούνται σε γειτονιές γεμάτες εγκληματικότητα, με πλημμελή αστυνομική παρουσία και υπό τον φόβο διάπραξης εγκλήματος εις βάρος τους. Ενώ παρατηρούμε πως οι εξιχνιάσεις παραμένουν σε σταθερό επίπεδο (εξιχνίαση του 36,6% των ληστειών για το 2007, 37,3% για το 2006, 39,5% για το 2005, 33,4% για το 2004 κ.ο.κ.), τα ποσοστά της εγκληματικότητας αυξάνονται (14% αύξηση στις ληστείες το 2007 σε σχέση με το 2006 – 31% σε βάθος δεκαετίας). Κάθε δύο ημέρες σημειώνεται μία δολοφονία ή απόπειρα, ένας βιασμός ή μια απόπειρα βιασμού. Κάθε μέρα κλέβονται 62 τροχοφόρα οχήματα, ενώ κάθε δέκα λεπτά ένα σπίτι ή κατάστημα κλέβεται ή ληστεύεται. Τέλος, εννέα άτομα πιάνονται καθημερινά για παράνομη κατοχή όπλων.

Αλυτο θέμα εδώ και χρόνια η έλλειψη αστυνόμευσης στις γειτονιές με σκοπό την αποτροπή του εγκλήματος και όχι της εξιχνίασής της. «Δεν έχω να στελεχώσω τις βάρδιες, δεν έχω αστυφύλακες, δεν έχω ούτε αξιωματικούς. Θα ζητήσω μετάθεση πολύ σύντομα, αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση. Φυσικά, προγράμματα όπως ο Αστυνομικός της Γειτονιάς δεν εφαρμόστηκαν ποτέ», λέει στην «Κ» διοικητής νευραλγικού τμήματος της πρωτεύουσας, σκιαγραφώντας το πρόβλημα. Σύμφωνα με τους συνδικαλιστές της αστυνομίας, οι ευθύνες βαρύνουν την ίδια την Πολιτεία. «Οταν στο κέντρο της Αθήνας υπάρχουν χιλιάδες παράνομοι, άστεγοι και τοξικομανείς που δεν έχουν ούτε να φάνε, τι μπορεί να κάνει η αστυνομία; Να φυλάει ξεχωριστά τον κάθε πολίτη για να μην πέσει θύμα ενός εξ αυτών;», αναρωτιέται ο Πρόεδρος της Ενωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Αττικής κ. Γιάννης Μακρής και προσθέτει: «Φυσικά και υπάρχουν σοβαρά προβλήματα στην αστυνομία. Υπάρχει έλλειψη προσωπικού στα τμήματα και κυρίως στα Τμήματα Ασφαλείας του κέντρου, αλλά πρέπει και η Πολιτεία να αναλάβει τις ευθύνες της για την αυξημένη εγκληματικότητα».

Το αν η ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση ανήκει στο κράτος γενικότερα ή ειδικότερα στην αστυνομία χρήζει διεξοδικής μελέτης. Αυτό ωστόσο δεν αφορά την κ. Ζωή Τίκκου, η οποία έχασε τον σύντροφο της ζωής της σε αιματηρή ληστεία στις 11 Νοεμβρίου του 2007 στα Πατήσια. Πολίτες που έζησαν ιδίοις όμμασι την εγκληματικότητα, ερχόμενοι πρόσωπο με πρόσωπο με τους πιθανούς δολοφόνους τους, περιγράφουν στην «Κ» τη δραματική ανθρώπινη πλευρά πίσω από τα νούμερα των στατιστικών και το τι πρακτικά σημαίνει «αίσθημα ανασφάλειας».

Εν ψυχρώ ο ληστής με πυροβόλησε…

Ο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής του Απόλλωνα Νίκος Πορίχης τραυματίστηκε όταν τον πυροβόλησαν ληστές που είχαν εισβάλει στο κατάστημά του πριν από δύο εβδομάδες. Ο κ. Πορίχης διατηρεί πρακτορείο ΠΡΟ-ΠΟ και κατάστημα ψιλικών (στον ίδιο χώρο) στην περιοχή της Γλυφάδας. Χρόνια εργάζεται μαζί με τη σύζυγό του βραδινές ώρες, ποτέ όμως δεν έτυχε να δεχθεί ληστρική επίθεση. Μέχρι που το κατάστημά του έγινε στόχος ένοπλης ληστείας: δύο άγνωστοι, αφού του πήραν τα χρήματα των εισπράξεων, τον πυροβόλησαν στο πόδι και εξαφανίστηκαν. Από καθαρή τύχη η σφαίρα δεν χτύπησε κάποιο ζωτικό όργανο, αφού ο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής αντέδρασε στην πιο κρίσιμη στιγμή. «Μπήκαν μέσα λίγα λεπτά προτού κλείσω το μαγαζί, ίσως να το είχαν παρακολουθήσει από πριν και να περίμεναν ότι θα έχω τα χρήματα από τις εισπράξεις όλης της ημέρας. Τρόμαξα πάρα πολύ, δεν ήξερα πώς να αντιδράσω. Οταν τους είδα να μπαίνουν σκέφτηκα «θα μου συμβεί αυτό που βλέπω στα δελτία ειδήσεων, ήρθε η σειρά μου». Το περιστατικό δεν κράτησε πάνω από δύο λεπτά, αλλά δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ την αίσθηση εκείνη που δεν ξέρεις αν θα ζήσεις ή θα πεθάνεις την επόμενη στιγμή. Αυτός που κρατούσε το όπλο έβαλε το χέρι του στην τσέπη μου και τράβηξε τα χρήματα. Αμέσως σήκωσε το πιστόλι και το κόλλησε στα πλευρά. Χτύπησα το χέρι του ακριβώς την ώρα που πυροβολούσε και έτσι η σφαίρα με πήρε στο πόδι. Αν δεν το είχα κάνει, μάλλον σήμερα θα ήμουν νεκρός. Ακούγοντας τις φωνές μου έτρεξαν η κόρη και η γυναίκα από το σπίτι που βρίσκεται στον πάνω όροφο. Με βρήκαν κάτω, μέσα στα αίματα, να φωνάζω από τον πόνο και από την αγανάκτηση.

Οι δικοί μου φοβούνται πια να κυκλοφορήσουν στον δρόμο, κλειδαμπαρώνουν το σπίτι και προσέχουν τα βήματά τους. Και εγώ το βράδυ κλειδώνω το μαγαζί και ανοίγω σε αυτούς που ξέρω. Μετά την τρομάρα των πρώτων ημερών άρχισα να αναρωτιέμαι: «Πού βρίσκουν όπλα όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Δεν υπάρχει αστυνομία να τους ελέγχει;». Ευτυχώς, τον ερχόμενο Μάιο παίρνω σύνταξη. Σκέφτομαι πως θα ήταν κρίμα να σκοτωθείς έτσι άδικα, για λίγα λεφτά, μια ανάσα πριν βγεις στη σύνταξη».

Η σύζυγος του κ. Πορίχη, Αναστασία, δεν έχει ξεπεράσει ακόμα το σοκ. «Εχουν περάσει δύο εβδομάδες και ακόμα δεν έχει φύγει από το μυαλό μου. Μόλις τον είδα πεσμένο μου κόπηκε η λαλιά. Πρόκειται για ένα δράμα, δεν εύχομαι σε κανέναν άνθρωπο να περάσει κάτι τέτοιο στη ζωή του», δηλώνει.

Δεν ξέρω αν αντέχω να το ξαναζήσω

Η μόλις 21 ετών Δέσποινα Σοφού περιγράφει το πώς ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με ένοπλο ληστή την ώρα που εργαζόταν σε ρεσεψιόν ξενοδοχείου στα νότια προάστια. Η ίδια έχει σπουδάσει τουριστικά και έκανε πρακτική εξάσκηση στο ξενοδοχείο προκειμένου να πάρει το πτυχίο. Αν και αντέδρασε πολύ ψύχραιμα την ώρα που άγνωστος τη σημάδευε με όπλο, όταν ο κίνδυνος πέρασε, σχεδόν κατέρρευσε. «Στάθμευσε ένα αυτοκίνητο με φιμέ τζάμια και ένας άντρας κατέβηκε χωρίς να σβήσει τη μηχανή. Μπήκε μέσα, με πλησίασε και είπε: «Ληστεία, δώσε μου τα λεφτά». Στην αρχή δεν κατάλαβα ότι με ληστεύαν πραγματικά, αλλά μετά είδα το όπλο και κοκάλωσα. Ο αδερφός μου είναι αστυνομικός και ξέρω περίπου τι γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις. Ανοιξα το ταμείο και έκανα μερικά βήματα πίσω για να πάρει ό, τι θέλει, να μην κάνω κάποια ύποπτη κίνηση και τον εκνευρίσω. Πήρε τα χρήματα χωρίς να βγάλει κουβέντα. Με το ένα μάτι κοίταξα το πρόσωπό του, δεν προσπαθούσε να κρυφτεί εξάλλου. Σκέφτηκα πως αν τον είχα συναντήσει τυχαία στον δρόμο, ποτέ δεν θα φανταζόμουν ότι πρόκειται για κακοποιό. Μπορεί και ύστερα από αυτό να τον συναντήσω και να μην τον αναγνωρίσω. Εγιναν όλα τόσο γρήγορα που δεν συνειδητοποίησα αμέσως την κατάσταση. Πέρασα όλη τη νύχτα σε τρομερή ένταση, μέχρι να τελειώσω με τις καταθέσεις και όλα αυτά. Μόνο όταν -το πρωί- μπήκα στον ηλεκτρικό για να πάω σπίτι μου άρχισα να φοβάμαι. Αισθανόμουν τρομερή ανασφάλεια, κοιτούσα συνεχώς πίσω μου, και τους ανθρώπους γύρω και δίπλα μου περιμένοντας να συμβεί κάτι κακό. Το ίδιο συναίσθημα με συνόδευε τις επόμενες ημέρες και νομίζω ότι δεν μπορεί κανείς να το περιγράψει εύκολα σε κάποιον που δεν το έζησε. Τις μέρες που ακολούθησαν δεν έβγαινα καθόλου από το σπίτι, οι φίλοι με έβγαλαν έξω σχεδόν με το ζόρι. Αμέσως μετά το περιστατικό δήλωσα παραίτηση από τη δουλειά γιατί δεν θέλω πια να δουλεύω το βράδυ και δεν ξέρω αν θα άντεχα να ξαναζήσω κάτι τέτοιο. Ακούω πως γίνονται πολλές ανάλογες ληστείες σε ξενοδοχεία που είναι ανοιχτά το βράδυ. Την ώρα που σου συμβαίνει, δεν μπορείς να κάνεις και πολλά πράγματα, δεν ξέρεις τι προθέσεις μπορεί να έχει ο άλλος που έρχεται να σε ληστέψει, πολύ περισσότερο αν κρατάει και όπλο. Νομίζω ότι ήμουν τυχερή μέσα στην ατυχία του, γιατί εκείνο το βράδυ χιόνιζε και δεν είχαμε παρά ελάχιστη πελατεία στο ξενοδοχείο. Δεν μπορώ να φανταστώ τι θα είχε συμβεί εάν την ώρα της ληστείας ερχόταν κάποιος στη ρεσεψιόν. Δεν σκέφτηκα να αντιδράσω γιατί όλα τα χρήματα του κόσμου δεν αξίζουν μία ανθρώπινη ζωή».

Φώναξαν «ληστεία» και μας σημάδεψαν

«Οταν κάναμε τα βασικά σεμινάρια για να εργαστούμε στην τράπεζα, μας έμαθαν τι πρέπει να κάνουμε σε περίπτωση που γίνει ληστεία στο κατάστημα», περιγράφει η Ε. Α. «Θυμάμαι, όταν βγήκαμε με τους συναδέλφους από το μάθημα, αστειευόμασταν αραδιάζοντας τις πιο παράδοξες αντιδράσεις μας σε πιθανή ληστεία. Οταν συνέβη βέβαια δεν ήταν καθόλου αστείο. Ηταν νωρίς, δεν είχε πολύ κόσμο και είχαμε ανοιχτά δύο ταμεία, εγώ και μια άλλη συνάδελφος που μόλις είχε διοριστεί. Μπήκαν δύο άτομα που φορούσαν μαύρους σκούφους, τους οποίους αμέσως μετέτρεψαν σε κουκούλες. Είχαν και οι δύο πιστόλια, ο ένας κάθισε στην πόρτα και ο δεύτερος προχώρησε προς το μέρος μας φωνάζοντας ληστεία και σημαδεύοντας τον κόσμο και εμάς για να δώσουμε τα λεφτά από τα ταμεία. Θυμάμαι, ένιωσα όλο το αίμα να φεύγει από τα άκρα μου και από το πρόσωπό μου, για μια στιγμή δεν μπορούσα να κουνηθώ. Προσπαθούσα να μην τον κοιτάζω στα μάτια και έριξα τα λεφτά σε μια τσάντα που κρατούσε, όπως αυτή που έχουν οι μαθητές. Δεν τόλμησα να πατήσω το κουμπί συναγερμού γιατί πίστευα ότι θα με σκοτώσει. Ειδοποιήσαμε την αστυνομία μόλις έφυγαν. Εγώ έτρεμα και η άλλη κοπέλα δεν μπορούσε να μιλήσει. Τραύλιζε.

Μας πήρε ολόκληρη τη μέρα για να τελειώσουμε με τις αστυνομικές διαδικασίες και μετά πήραμε άδεια. Οταν επέστρεψα στη θέση μου, αν και είχα λείψει για αρκετές ημέρες, ένιωσα λες και έφυγα πριν από δύο ώρες, και για πρώτη φορά είδα καθαρά τι είχε συμβεί. Ηταν αρκετά δύσκολο στην αρχή. Κοίταζα με ανησυχία όλους τους πελάτες που έμπαιναν, ιδιαίτερα όσους ήταν λίγο περίεργοι, κρατούσαν κράνος στα χέρια ή κάτι άλλο. Η συνάδελφος από το άλλο ταμείο μου εξομολογήθηκε ότι μετά τη ληστεία είχε αϋπνίες ή ύπνο ταραγμένο, γεμάτο εφιάλτες».

Εβγαλε κατσαβίδι και το κόλλησε στον λαιμό μου

Η φαρμακοποιός Τ. Ε. έπεσε θύμα ενός ληστή μέσα στο κατάστημά της μέρα μεσημέρι. «Είδα έναν άντρα να μπαίνει μέσα στο φαρμακείο που μου φάνηκε εξ αρχής ύποπτος. Ζήτησε να αγοράσει υπνωτικά χάπια συγκεκριμένης μάρκας. Οταν του απάντησα ότι δεν έχω καθόλου, μου ζήτησε ένα πακέτο ασπιρίνες. Μόλις του γύρισα την πλάτη για να βγάλω το φάρμακο, με έπιασε από τον σβέρκο και άρχισε να με τραβάει. Του φώναζα να πάρει τα λεφτά και να φύγει, αλλά εκείνος δεν μιλούσε καθόλου. Εβγαλε και μου κόλλησε στο λαιμό ένα κατσαβίδι. Σκέφτηκα ότι έπρεπε κάπως να αντιδράσω, αλλιώς θα με μαχαίρωνε. Ενώ στον δρόμο είχε αρκετό κόσμο, λόγω της ζέστης, η πόρτα ήταν κλειστή, οπότε κανείς δεν κατάλαβε ότι μέσα γινόταν ληστεία. Δεν είχα βοήθεια από πουθενά. Αρχισα να παλεύω, να τον χτυπώ. Του πέταξα ότι βρέθηκε μπροστά μου και τελικά κατάφερα να πεταχτώ έξω στον δρόμο για να γλιτώσω. Φαίνεται πως πανικοβλήθηκε και εκείνος και βγήκε έξω χωρίς να πάρει τίποτα από το φαρμακείο. Ανέβηκε στο μηχανάκι που είχε αφήσει έξω και εξαφανίστηκε. Μάλλον ήταν τοξικομανής που έψαχνε για χάπια. Το περιστατικό μου κόστισε πολύ σε ηρεμία και γαλήνη, ενώ με ανάγκασε να παίρνω αυξημένα μέτρα προφύλαξης. Ημουν τρομοκρατημένη. Για μερικούς μήνες, μόλις έβλεπα κάποιον άγνωστο να πλησιάζει στο φαρμακείο κόβονταν τα πόδια μου και περίμενα με αγωνία να δω αν θα επαναληφθεί εκείνο το μεσημέρι. Μέχρι σήμερα νιώθω ακόμη ανασφάλεια, κυρίως όταν τυχαίνει να μένω μόνη. Εννοείται πως το βράδυ έχω κατεβασμένα τα ρολά όταν διανυκτερεύω. Μαθαίνω συνεχώς για επιθέσεις σε άλλα φαρμακεία, για τον φόβο που βιώνουν οι συνάδελφοί μου, για τα μέτρα που προσπαθούν να πάρουν για να προστατευτούν. Μετά την απόπειρα, εγώ έβαλα συναγερμό στο φαρμακείο, έβαλα κάγκελα, και πάλι δεν νιώθω ασφαλής. Το άσχημο είναι ότι λίγους μήνες μετά τη ληστεία, έγινε και διάρρηξη στο φαρμακείο μου. Οι άγνωστοι σήκωσαν ό, τι προϊόντα είχα στη βιτρίνα, μάλιστα πήραν μαζί τους ολόκληρη την ταμειακή μηχανή, πράγμα που μου δημιούργησε τεράστια προβλήματα με την εφορία, ενώ μου επιβλήθηκε και πρόστιμο 1.000 ευρώ».

«Θωρακιστείτε μόνοι σας»…

Οι καταστηματάρχες που νιώθουν την απουσία της αστυνομίας, πέρα από τον συναγερμό, φροντίζουν να πάρουν και σειρά άλλων μέσων, όπως θωρακισμένα τζάμια, κάμερες, κάγκελα και συστήματα barcodes. Σ’ αυτό προτρέπουν και οι διάφοροι επαγγελματικοί φορείς. Ο πρόεδρος του Φαρμακευτικού Συλλόγου Αθηνών κ. Λουράντος αναφέρει ότι συμβουλεύει τα μέλη του Συλλόγου να εφοδιαστούν με τα κατάλληλα μέτρα ασφαλείας. «Εχουμε 3.500 φαρμακεία, δεν περιμένουμε να τα φυλάξουν οι αστυνομικοί. Υπάρχει αύξηση στις κλοπές και στις διαρρήξεις χρόνο με τον χρόνο και δίνουμε οδηγίες στα μέλη μας να αυξήσουν το επίπεδο ασφαλείας μόνοι τους, βάζοντας κάμερες προς αποτροπή των επίδοξων ληστών. Επίσης, έχουμε πει πως είναι καλό, όσοι διανυκτερεύουν, να έχουν κατεβασμένα τα ρολά. Καταλαβαίνω πως αυτό το μέτρο μπορεί να μην αρέσει σε μερικούς πελάτες, αλλά είναι το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε για να προστατευτούμε», περιγράφει στην «Κ».

«Οι ληστείες, όπως και άλλα φαινόμενα εγκληματικότητας, οφείλονται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει επαρκής αστυνόμευση στους δρόμους», σχολιάζει στην «Κ» ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών Παναγής Καρέλλας. «Εχουμε παρατηρήσει μάλιστα ότι γίνονται περισσότερες ληστείες όταν η αστυνομία διαθέτει τις δυνάμεις της για τη φύλαξη κάποιου αγώνα ή κάποιας διαδήλωσης. Καταλαβαίνουμε πως η αστυνομία έχει ελλείψεις προσωπικού, όμως από τη μεριά μας επισημαίνουμε πως η παρουσία της και μόνο αποτρέπει από παρανομίες. Προτρέπουμε όσους έχουν τη δυνατότητα, να βάλουν κάμερες ή θωράκιση, αλλά αυτό δεν λύνει το πρόβλημα. Είναι ένα θέμα που αφορά την κοινωνία στο σύνολό της και όχι μια υπηρεσία, όπως η αστυνομία», προσθέτει ο ίδιος.

«Το μεγαλύτερο πρόβλημα», σημειώνει ο κ. Καρέλλας, «παρατηρείται κατά τη διάρκεια των εκπτώσεων και σε περιοχές που συγκεντρώνουν πολύ κόσμο».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή