«Υψηρεφή και πολυτελή μέγαρα, κομψότατα και βαρυδάπανα έργα της νεωτέρας αρχιτεκτονικής και κήποι μεγάλοι, κατάφυτοι και δροσερώτατοι, κείνται ένθεν και ένθεν της ευρυτάτης οδού. Ωραία πεζοδρόμια, περικαλλυνόμενα υπό αειθαλών δενδροστοιχιών κοσμούσιν αυτήν και τέρπουσι τους διαβάτας. Τα μέγαρα αυτά ανήκουν εις βαθύπλουτους Τούρκους, Εβραίους, Ευρωπαίους, Ελληνας και άλλους…
Τα πεζοδρόμια και η λεωφόρος εν γένει γέμουσι κόσμου ποικίλου, όστις μετά των λεωφορείων, των αμαξών και ίππων, αποτελεί δαιδάλειον πανόραμα. Εκάστη φυλή, τάξις, ηλικία και γένος, εκάστη γλώσσα, εκάστη ιδιορρυθμία και καλαισθησία έχουν εκεί τους αντιπροσώπους των. Εν τη πανσπερμία εκείνη λαλούνται όλαι αι γλώσσαι της γης, διότι εις την Θεσσαλονίκην δύνασθε να εύρητε όλας τας φυλάς του κόσμου, πλην της Κινεζικής. Αληθής κοινωνικός κυκεών!»
Το παραπάνω απόσπασμα από το ημερολόγιο του Σκώκου (Αθήνα 1894) είναι λόγια του συγγραφέα Κ. Βαρβουνιώτη, ο οποίος περιγράφει με λεπτομέρεια τη συνοικία των «εξοχών», εκεί όπου κάποτε άνθιζαν αμυγδαλιές, βερικοκιές και τριανταφυλλιές σε τεράστιους κήπους αρχοντικών των εύπορων Θεσσαλονικαίων κατά μήκος της λιθόστρωτης ιστορικής λεωφόρου των εξοχών. Ηταν η περίφημη συνοικία των «εξοχών» ή «Πύργων» που απλωνόταν από τον Λευκό Πύργο ώς τη Βίλα Αλλατίνι κατά μήκος της λεωφόρου Βασιλίσης Ολγας ώς τις δανδελωτές ακρογιαλιές. Εκεί, στις 5 Μαρτίου του 1913 δολοφονήθηκε ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ από τον Αλέξανδρο Σχινά στη διάρκεια ενός συνηθισμένου του περιπάτου απέναντι από το κτίριο του Γ΄ γυμνασίου στη διασταύρωση των οδών Βασ. Ολγας και Αγίας Τριάδος. Εκεί στεγάζονταν όλα τα προξενεία ώς τον Μεσοπόλεμο, εκεί ζούσαν οι μεγαλοαστοί της Θεσσαλονίκης (βιομήχανοι καπνέμποροι και επιχειρηματίες) που δαπανούσαν έως και 30-40.000 λίρες για πολυτελείς κατοικίες.
Η λεωφόρος των εξοχών ή των Πύργων που υμνήθηκε από συγγραφείς και περιηγητές δεν υπάρχει πια. Χάθηκε πίσω από τον εκσυγχρονισμό της πόλης με την ομοιογενή ανοικοδόμηση που εξαφάνισε την ιδιαιτερότητά της. Τη θέση της πήρε η πολύβουη και πολυσύχναστη Βασιλίσσης Ολγας παραδομένη στο αυτοκίνητο και στις πολυώροφες πολυκατοικίες που ισοπέδωσαν αρχοντικά και ολάνθιστους κήπους, θερινά σινεμά και ψαροταβέρνες στο κύμα της θάλασσας.
Πλούτος και ποκιλία ρυθμών
Είκοσι περίπου διατηρητέα σήμερα κτίσματα της συνοικίας των «εξοχών» παραμένουν μάρτυρες αυτής της περιοχής και μιας εποχής που εκπροσωπούσε την αρχοντιά, την κοινωνική και την οικονομική τάξη μιας πολυεθνικής πολυπολιτισμικής δυτικόφιλης και «ανατολίτικης» ταυτόχρονα Θεσσαλονίκης από το τέλος του προπερασμένου αιώνα ώς τον Μεσοπόλεμο. Αποτελούν μοναδικά δείγματα της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς που γλίτωσαν από την αντιπαροχή και την κατάρρευση. Μερικά, αναστηλωμένα διατηρούν τη λάμψη τους, άλλα καταρρέουν, όλα όμως ασφυκτιούν κάτω από πολυώροφες πολυκατοικίες.
«Μια γλυκιά ανάμνηση είναι πια η συνοικία των εξοχών. Ολοι είμασταν μια γειτονιά. Με ωραία μεγάλα και πολυτελή αρχοντικά που περιβάλλονταν από ευρύτατους ολάνθιστους κήπους διαμορφωμένους για περιπάτους και ξεκούραση σε βαθύσκιωτα κιόσκια. Με μεγάλες αλάνες, καταπράσινους κήπους γεμάτους λουλούδια και πολλές -πάρα πολλές τριανταφυλλιές που όταν άνθιζαν ήταν ένα ευωδιαστός παράδεισος», περιγράφει με συγκίνηση στην «Κ» η κ. Ελένη Καραδήμου.
Εγκαταστάθηκε στη συνοικία τη δεκαετία του ’30 σε ηλικία επτά ετών σε μια μονοκατοικία επί της σημερινής Βαφοπούλου, μια κάθετος της περίφημης λεωφόρου των εξοχών σ’ ένα μοντέρνο αλλά ευρύχωρο σπίτι, πρωτοποριακό για την εποχή του. Γύρω από αυτήν απλώνονταν οι πολυτελείς επαύλεις: η περίφημη Βίλα Μπιάνκα του Φερνάντες: «Ακόμη ως σήμερα έχω την εικόνα από τα τρία πανέμορφα κατάξανθα παιδιά της οικογένειας που περπατούσαν στον ολάνθιστο κήπο με την καλοντυμένη νταντά τους», το αρχοντικό Σιάγα «ένα παλάτι γεμάτο πολυτέλεια, πανάκριβα έπιπλα και χαλιά», τη βίλα Μορντόχ (Δημοτική Πινακοθήκη), το σπίτι του Φλόκα με τον ωραίο κήπο, του Γεωργιάδη (Φιξ), του Ασαέλ, της εβραϊκής οικογένειας που έζησαν την ιστορία της Αννα Φρανκ», λέει η κ. Καραδήμου.
Τα παλαιότερα
Από τα σωζόμενα αρχοντικά το πιο παλαιό υπολογίζεται ότι είναι το κτίριο που στεγάζει το Πολιτιστικό Κέντρο της Εθνικής Τράπεζας (Βασ. Ολγας 108) και το διπλανό του το «κόκκινο σπίτι» το Chateau mon bonheur» (Πύργος η ευτυχία μου). «Δεν υπήρχε κανένα διάταγμα που να δείχνει πότε ιδρύθηκε η συνοικία. Ωστόσο, από τα διασωθέντα φορολογικά στοιχεία της τουρκικής διοίκησης φαίνεται ότι πρώτες ιδιοκτησίες σ’ αυτή την περιοχή ήταν τα παραπάνω αρχοντικά που χρονολογούνται περί το 1885», εξηγεί στην «Κ» ο κ. Βασίλης Κολώνας, καθηγητής αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο του Βόλου.
Υπήρχε μια εγκατάσταση κατοίκων έξω από τα νοτιοανατολικά τείχη πριν από το 1890. Αρχικά δεν ήταν εξοχικά με την έννοια του παραθερισμού, αλλά σπίτια για να «επιβλέπουν» τους αγρούς και τα κτήματα. Στην περιοχή τότε δεν υπήρχαν χαραγμένοι δρόμοι παρά μόνο μονοπάτια και άξονες. Με την κατεδάφιση του τείχους (1890) αλλά και με την πυρκαγιά του 1890 σταδιακά η πόλη άρχισε να εξαπλώνεται προς τις εξοχές. Οι εύποροι κυρίως πολίτες αναζητούσαν μόνιμες κατοικίες ανατολικά της πόλης. Ο εξοχικός μέχρι τότε χαρακτήρας της συνοικίας άρχισε να γίνεται μόνιμος με τη θεσμοθέτηση του τραμ (1892), ενώ ταυτόχρονα ιδρύθηκαν σχολεία, εκκλησίες και νοσοκομεία. Χαρακτηριστικό στοιχείο της συνοικίας ήταν ότι η εγκατάσταση στην περιοχή των εξοχών είναι ελεύθερη κι όχι ανά κοινότητα. Σε αντίθεση με το κέντρο της πόλης δεν υπήρχαν οι συνοικίες των χριστιανών, των εβραίων και των μουσουλμάνων. Τα κριτήρια ήταν καθαρά οικονομικά και κοινωνικά. Κάποιος που διέθετε χρήματα μπορούσε να επιλέξει μια θέση στη συνοικία κατά προτίμηση στον κεντρικό δρόμο της λεωφόρου και ως εξέχων μέλος της κοινωνίας να χτίσει την πολυτελή του κατοικία όπου ήθελε.
Πολυεθνική
Τον μεικτό πληθυσμό της περιοχής εκπροσωπούσαν με το ίδιο ποσοστό εξέχοντα μέλη αυτών των κοινοτήτων. Ερευνα έχει δείξει ότι το 33% ήταν Ελληνες, 33% Εβραίοι και 33% Μουσουλμάνοι», διευκρινίζει ο κ. Κολώνας. Ελληνες, Τούρκοι Εβραίοι, Ευρωπαίοι και Βαλκάνιοι εντυπωσίαζαν με τον πλούτο και την ποικιλία των ευρωπαϊκών αρχιτεκτονικών ρυθμών. Βιταλιάνο Ποζέλι, Πιέρο Αριγκόνι και Ξενοφών Παιονίδης είναι οι αρχιτέκτονες που έβαλαν την υπογραφή τους για λογαριασμό των εύπορων κατοίκων στις πολυτελείς κατοικίες εκλεκτικιστικού κυρίως ρυθμού με τις ανάγλυφες διακοσμήσεις στις προσόψεις τους.
«Ηταν μια περιοχή αποκομμένη, θα έλεγα από την πόλη. Η επικοινωνία με το τραμ διευκόλυνε τις μετακινήσεις των ανδρών που μετέβαιναν στις δουλειές τους αλλά η ζωή των γυναικών περιοριζόταν κυρίως στη συνοικία. Πηγαίναμε σχολείο με τα πόδια, παίζαμε στις αλάνες, κάναμε τένις και κωπηλασία, κολυμπούσαμε στη θάλασσα, μαθαίναμε γαλλικά, πιάνο, αγγλικά και γερμανικά. Είχαμε μια όμορφη ζωή. Ολα όμως άλλαξαν με τον πόλεμο. Οι φίλες μου, οι εβραιοπούλες εξαφανίστηκαν. Πολλά σπίτια εγκαταλείφθηκαν, πολλά κτίρια επιτάχθηκαν, οι κήποι μετατράπηκαν σε ζούγκλες και πολλά αρχοντικά άρχισαν να καταρρέουν. Η ζωή μας επανήλθε τη δεκαετία του ’50, αλλά σταδιακά η περιοχή άρχισε να αλλάζει», ξετύλιξε το κουβάρι των αναμνήσεων η κ. Καραδήμου.
Γλίτωσαν την αντιπαροχή
Από τις περίπου εκατό επαύλεις της Εξοχής, σώζονται περίπου είκοσι επί της οδού Βασ. Ολγας. Αποτελούν μοναδικά δείγματα της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς με σημαντικότερα τη βίλα Αλλατίνι που σήμερα στεγάζει τις υπηρεσίες της Νομαρχίας, την Κάζα Μπιάνκα (ανήκει στον Δήμο), το Ιταλικό Προξενείο, τη Βίλα Μορντόχ (Δημοτική Πινακοθήκη), το πρώην κτίριο του ΝΑΤΟ και δύο αρχοντικά: του Σιάγα και του Μιχαηλίδη που παραμένουν ώς σήμερα ως οικογενειακές κατοικίες.
«Τα περισσότερα από αυτά τα σπίτια σώθηκαν επειδή περιήλθαν στο Δημόσιο μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών», εξηγεί στην «Κ» ο καθηγητής Αρχιτεκτονικής κ. Κολώνας. «Ηταν τα πιο ακριβά ακίνητα τα οποία μπορούσαν να τα αγοράσουν μόνον δημόσιες υπηρεσίες. Γι’ αυτό γλίτωσαν από τη διαδικασία της αντιπαροχής (Ερυθρός Σταυρός, ορφανοτροφείο Μέλισσα, Εθνική Τράπεζα, Σχολή Τυφλών, ΙΚΑ Μαρτίου, Νομαρχία -παλιό στρατιωτικό νοσοκομείο και παλιό πανεπιστήμιο). Ελάχιστα ήταν τα ιδιωτικά που σώθηκαν χάρη στην ευαισθησία των ιδιοκτητών (Σιάγα, Μιχαηλίδη).
«Ζούσαμε στο αρχοντικό ώς το 1990. Είχε έναν τεράστιο κήπο που εφθανε ώς τη θάλασσα με αναρριχώμενες τριανταφυλλιές, δένδρα και λουλούδια. Το λάτρευε ο σύζυγός μου και παρ’ όλο που τον πίεζαν να το κατεδαφίσει εκείνος αρνήθηκε. Χτυπήθηκε από τους σεισμούς και παρά τις φθορές που υπέστη δεν ήθελε να το αποχωριστεί», εξομολογείται στην «Κ» η κ. Λυδία Μιχαηλίδου μιλώντας για το διώροφο διατηρητέο που χτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και περιήλθε στον καπνέμπορο Αλέξανδρο Μιχαηλίδη το 1926. «Η επισκευή του ήταν μια πολυδάπανη ιστορία, αλλά σώθηκε όταν νοικιάστηκε από τράπεζα που το επισκεύασε θαυμάσια. Ηταν η μεγαλύτερη χαρά της ζωής και είμαι σίγουρη ότι το ίδιο θα αισθανόταν και ο σύζυγός μου».
Ξεχωριστή πολυτέλεια
Μοναδικό παράδειγμα συνεχούς κατοίκησης από την ίδια οικογένεια ώς σήμερα αποτελεί και το αρχοντικό Σιάγα. Το σπίτι με νεοκλασικά στοιχεία -συμβολικά με τα αντίστοιχα αθηναϊκά- χτίστηκε το 1889, αποπνέοντας ξεχωριστή πολυτέλεια που την ενίσχυαν σπάνια έπιπλα, ξυλόγλυπτα ταβάνια, ισπανικές ταπισερί, καθρέφτες και πολυέλαιοι και ακριβά χαλιά. «Γεννήθηκα και μεγάλωσα σ’ αυτό το σπίτι τη δεκαετία του ’60, ωστόσο η περιοχή διατηρούσε ακόμη δείγματα της ένδοξης εποχής του», μάς λέει η κ. Ρεγγίνα Σιάγα. «Υπήρχε ακόμη ο τεράστιος κήπος μας γεμάτος από οπωροφόρα δένδρα, πολλά θερινά σινεμά, οι ψαροταβέρνες της Σαλαμίνας με τις ξυλόπηκτες κατασκευές μέσα στη θάλασσα και αρκετά αρχοντικά που σήμερα δεν υπάρχουν πια. Τη θέση τους πήραν πολυώροφες πολυκατοικίες».
Ανοικοδόμηση και νέα παραλιακή μεταμόρφωσαν την περιοχή
Ολες αυτές οι ιδιοκτησίες στο διάστημα του πολέμου άρχισαν να υποβαθμίζονται. Μαζί με αυτές η περιοχή των εξοχών που άρχισε να χάνει τη λάμψη της. «Οι Εβραίοι είχαν εξαφανιστεί, πολλά κτίρια επιτάχθηκαν, άλλα εγκαταλείφθηκαν. Πηδούσαμε τις μάνδρες και οι κήποι ήταν άγριοι σαν ζούγκλες. Σπίτια, το ένα καλύτερο από το άλλο, γεμάτα φθορές μισοκατοικούνταν μόνο στον υπερυψωμενο όροφο σε άθλια πια κατάσταση. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι λακκούβες με νερά και λάσπες. Το τραμ και ο λιθόστρωτος δρόμος ξηλώθηκε (’57). Η υποβάθμιση της περιοχής βρήκε πρόσφορο έδαφος και τα οικόπεδα δοθηκαν σαν ζεστά ψωμάκια για ανοικοδόμηση. Ποιος νοιαζόταν για τη διατήρησή τους. Η πολυκατοικία ήταν εκσυγχρονισμός· να μαζευτούμε, να πάμε ψηλά, να φύγουμε από το χώμα για να έχουμε την άνεσή μας!», λέει στην «Κ» η κ. Αλεκα Γερόλυμπου, καθηγήτρια Αρχιτεκτονικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης που έζησε τη μεταμόρφωση της περιοχής των εξοχών ως κάτοικος αυτής.
Βασικοί παράγοντες, παρατηρεί, αποτέλεσαν αρχικά η ανοικοδόμηση που άρχισε το ’58 και κορυφώθηκε τη δεκαετία του ’60. Η επιχωμάτωση της νέας παραλιακής δημιούργησε μεγάλες εκτάσεις γης κι έδωσε την ευθύγραμμη ανάπτυξη της μέχρι τότε δαντελωτής παραλίας. Η κατάργηση του τραμ και η μετατροπή της Β. Ολγας και της Β. Γεωργίου σε ασφλατοστωμένο δρόμο. Τα κτίρια που έχουν απομείνει αποτελούν μοναδικά δείγματα αρχιτεκτονικής των αρχών του αιώνα, αλλά δεν αρκούν για να δώσουν την αίσθηση του συνόλου της λεωφόρου των εξοχών. Αυτό είναι και το μεγάλο πρόβλημα της Θεσσαλονίκης.
Η πόλη δεν διαθέτει ένα σημείο ή μια γειτονιά που να αντανακλά την παλαιά Θεσσαλονίκη, τη γοητευτική πόλη των θρησκειών και των εθνοτήτων. Τρία σημεία στην ουσία θα μπορούσαν να παίξουν αυτόν τον ρόλo: το λιμάνι με τα λαδάδικα, η Ανω Πόλη και η συνοικία των «εξοχών», παρατηρεί η κ. Γερόλυμπου. «Τα λαδάδικα, αλλάζοντας χρήση, έχουν μετατραπεί σε σόχο χειρότερης μορφής. Το Λιμάνι τίθεται σε μεγάλο κίνδυνο λόγω των παρεμβάσεων αλλά και της υποθαλάσσιας. Η Ανω Πόλη έχει χάσει το χρώμα της από τα τεράστια κτίσματα που έχουν φυτρώσει παρά την ύπαρξη διατάγματος που την προφυλάσσει, ενώ τα ελάχιστα διατηρητέα δεν αρκούν για να μεταφέρουν τη λάμψη μιας αρχοντικής Θεσσαλονίκης»