«Τι συνέβη τελικά στον Αλεξ;»

«Τι συνέβη τελικά στον Αλεξ;»

5' 53" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το παιδί από την Βόρειο Ηπειρο, καβάλα στο ποδήλατο. Με το που έφθασαν στη Βέροια οι δημοσιογράφοι, έτρεχε αυτό μπροστά εκστασιασμένο, και πίσω οι κάμερες. Κάθε τόσο γύριζε και πόζαρε, μήπως και το βγάλουν στην τηλεόραση. Μέχρι τη μέρα που η μάνα του με μια μαγκούρα πήρε στο κυνήγι τους ρεπόρτερ. Γιατί τότε άρχισαν τα «εσύ τον σκότωσες μικρέ;». Το παιδί δεν απαντούσε. Μόνο καμάρωνε που το έπαιρνε η κάμερα.

Το παιδί απ’ τη Βόρειο Ηπειρο είναι ο ένας απ’ τους πέντε της «συμμορίας». Και ίσως ο μόνος που όταν λέει «οικογένεια» εννοεί ό,τι κι εμείς. Αν σήμερα πας στη Βέροια και ρωτήσεις πού είναι το σπίτι των μικρών Ελλήνων που καταδικάστηκαν, όλοι απαντούν «το σπίτι των φονιάδων θες;». Οι μικρές κοινωνίες δεν είναι ποτέ επιεικείς. Ο ένας «φονιάς» είναι ο Βασίλης που το 2006 ήταν 12 χρόνων, κι ο άλλος, ο Λευτέρης, που ήταν 11. Ακόμη και πριν από την εξαφάνιση του Αλεξ κανείς δεν θα ‘χε τίποτε καλό να σου πει. Ο περιπτεράς λέει πως έκλεβαν περιοδικά, τα παιδιά στο σχολείο πως τους άρπαζαν τα ποδήλατα και μετά έλεγαν πως είναι δικά τους, οι δάσκαλοι πως το μάθημα θα ήταν καλύτερο χωρίς αυτούς. Ο Βασίλης κι ο Λευτέρης τα απογεύματα τριγύριζαν στους δρόμους – δεν είχαν και πού αλλού να πάνε. Το σπίτι τους είναι δύο δωμάτια και μένουν με άλλα τρία αδέλφια και τη μάνα τους, τη Μαρία, που καθαρίζει δρόμους για να ζήσουν. Ο πατέρας τους έχει φύγει στη Γερμανία. Μόνο μια γιαγιά έχουν να τα προσέχει, την κυρα – Στεργιανή. Και τον παππού, τον Μπίλη.

Ο παππούς

Ετσι τουλάχιστον γράφει η καδένα στο χέρι του. Το σπίτι του είναι πενήντα μέτρα από εκεί που χτυπήθηκε ο Αλεξ – κι αυτό έφθανε, για να παρουσιαστεί ο παππούς στα κανάλια περίπου σαν μέλος της μαφίας. «Μαγαζιά της νύχτας», «γυναίκες κι αλκοόλ» – αυτοί οι τίτλοι τον συνόδευαν. Μόνο που το σπίτι του παππού είναι ένα χαμόσπιτο, κι αν ρωτήσεις το γκαρσόνι στο παραδιπλανό μαγαζί, θα σου πει «ένας εξηντάρης μπογιατζής είναι, λίγο ψωνισμένος. Εχει αφήσει κοτσίδα και κάνει τον μάγκα. Δωσ’ του ένα ποτό και παρ’ του την ψυχή…».

Δεν χρειάζεται να είσαι νονός της νύχτας για να παρέμβεις αν κάτι απειλεί τα εγγόνια σου. Οπως δεν χρειάζεται να είσαι «γεννημένος δολοφόνος» (άλλος τίτλος της μεσημεριανής ζώνης) για να μπλέξεις σε κάτι που μόνος σου δεν θα έκανες ποτέ. Ο Νάσος απ’ την Αλβανία, ο τέταρτος της συμμορίας, στα 14 του πήγαινε ακόμη δημοτικό, γιατί δεν ήξερε καλά τη γλώσσα. Με την οικογένειά του στο Φιλόπτωχο και το σχολείο να κάνει έρανο για να παίρνει φαγητό σ’ αυτόν και τ’ αδέλφια του, οι «περιθωριακοί» της Βέροιας ήταν οι μόνοι που θα τον έκαναν παρέα. Δηλαδή, τα δύο Ελληνόπουλα και ο τελευταίος της ομάδας, ο Στέλιος απ’ τη Ρουμανία: δώδεκα χρόνων, σε μια ξένη χώρα, χωρίς πατέρα. Αν ο Βασίλης κι ο Λευτέρης σκάρωναν οτιδήποτε, ο Στέλιος θα έκανε κάτι παραπάνω για να τους εντυπωσιάσει. Αυτός ήταν ο τρόπος του να τον αποδεχθούν.

Είχαν τσακωθεί

Ο Αλεξ δεν ήταν «φλωράκι». Με 1,71 ύψος, τους πείραζε κι αυτός. Τους έλεγε «αλήτες», κι εκείνοι τον φώναζαν «γυαλάκια». Εκείνο το πρωί είχαν τσακωθεί στο σχολείο. Το απόγευμα, τον βρήκαν στο δρόμο κι εκείνος έτρεξε προς το Δημαρχείο. Εκεί ο ένας του έβαλε τρικλοποδιά. Το παιδί έπεσε. Ο μικρός Βορειοηπειρώτης κλαίγοντας είπε να ζητήσουν βοήθεια, αλλά ο Λευτέρης τον έβρισε: «είσαι χαζός ρε; Θα μπλέξουμε». Τον πήγαν σ’ ένα ακατοίκητο σπίτι. Ο Λευτέρης ακούμπησε το αυτί του στην καρδιά και είπε πως δεν χτυπάει. Εκεί κάπου ο μικρός Αλβανός και ο Βορειοηπειρώτης που τα παραδέχθηκαν όλ’ αυτά έφυγαν. Αρα, εκεί τελειώνει η πραγματικότητα κι αρχίζουν τα σενάρια. Κι έτσι στο αγωνιώδες ερώτημα της μάνας του, της Νατέλα, «τι έγινε ο Αλεξ;», η μόνη πραγματική απάντηση είναι πως ο Αλεξ έγινε ρεπορτάζ στα δελτία, αποκλειστικό στα ταμπλόιντ, και σίριαλ στη μεσημεριανή ζώνη. Οσο για το τι τελικά του συνέβη… Ισχύει το παλιό δημοσιογραφικό μότο: «ποτέ μην αφήνεις την πραγματικότητα να σου καταστρέψει μια ωραία ιστορία».

«Τον άρπαξαν ο γκρίζος και η παρέα του»

Τις πρώτες ημέρες που η αστυνομία έψαχνε τον Αλεξ (από τον Φεβρουάριο του 2006) τα σενάρια ήταν σχεδόν παιδικά: «λέγεται πως κέρδισε το Λόττο και τον σκότωσαν για να του πάρουν τα λεφτά!», έλεγε το ένα κανάλι. «Συμβόλαιο ανήλικων δολοφόνων με ενέδρα θανάτου!», υπερθεμάτιζε το απέναντι. Οταν δεν ξέρει κανείς τι έχει συμβεί, δικαιούσαι στον αέρα να λες ό,τι θες. Με τον Αλεξ εμπεδώσαμε πρώτη φορά αυτόν τον τηλεοπτικό κανόνα.

Βοήθησε, βέβαια, και η στάση της αστυνομίας. Περίπου σαν χρυσοθήρες που έψαχναν θησαυρό, οι αστυνομικοί έψαχναν το πτώμα στο ποτάμι και δεν άφηναν κανέναν να πλησιάσει σε απόσταση χιλιομέτρων. Κι όταν βρήκαν κάτι πεταμένες αγιογραφίες, νέο σενάριο εξυφάνθηκε: τις έριξαν, λέει, αυτοί που πέταξαν το σώμα του παιδιού, από τύψεις! Μερικές μέρες μετά, μια γυναίκα απ’ τη γειτονιά είπε πως αυτή τις πέταξε, μετά που καβγάδισε με τον άνδρα της. Αλλά γι’ αυτό κανείς δεν έγραψε τίποτα.

Μέσα απ’ τον φακό της κάμερας, η πραγματικότητα διαθλάται σε επιμέρους «αλήθειες». Κάποτε, τα σενάρια για τα παιδιά της «συμμορίας» τελείωσαν, αλλά ο Αλεξ δεν είχε βρεθεί. Στα δημοσιεύματα, άρχισαν να εμφανίζονται υπονοούμενα για τις σχέσεις της μητέρας του Νατέλα με τη… ρωσική μαφία: υπήρχε, λέει, ένας θείος του Αλεξ που τον πήγε στη Γερμανία για να του αφαιρέσουν ένα όργανο και να σώσει το δικό του το παιδί! Μόνο που το παιδί του θείου του Αλεξ ήταν παραπληγικό – τίποτε δεν θα του πρόσφερε μια μεταμόσχευση. Οπότε οι υποψίες έπεσαν σε άλλον συγγενή: ο φυσικός πατέρας του Αλεξ τον απήγαγε και τον πήγε στην Τιφλίδα! Οταν τον εντόπισαν οι αστυνομικοί, ο άνθρωπος ακουγόταν έκπληκτος: «Εγώ το παιδί μου έχω να το δω από δύο μηνών!», έλεγε.

Κάπου εκεί ξεκίνησε και το σενάριο της παιδεραστίας, που το αναπαρήγαγε ακόμη και το BBC! Ενας αγρότης από τις Σέρρες επέμενε πως «ο γκρίζος και η παρέα του» (!) που ήταν μαστροποί άρπαξαν τον Αλεξ για να εκδικηθούν τη Νατέλα. Το εύλογο «γιατί;», χάθηκε μεσ’ τον τρόμο που κατέλαβε τους γονείς στη Βέροια: κάθε μεσημέρι, περίμεναν έξω απ’ τα σχολεία τα παιδιά τους, μην τα αρπάξουν παιδεραστές! Μέχρι που ένα νέο σενάριο ήρθε να σκεπάσει το προηγούμενο: μια αθηναϊκή εφημερίδα έγραψε πως στα ακατοίκητα σπίτια της πόλης γίνονταν όργια και σ’ αυτά συμμετείχε και ο Αλεξ! Η Νατέλα έκανε μήνυση και το δικαστήριο καταδίκασε τον «δημοσιογράφο» σε 17 μήνες φυλάκιση. Αλλά οι λοιποί του σιναφιού του δεν πτοήθηκαν.

Ανταποκρίσεις

Βλέπετε, μιλάμε για τους ίδιους ανθρώπους που έστηναν 24ωρο καραούλι έξω απ’ το παράθυρο των ανήλικων Ελλήνων, και τους πετούσαν χαλίκια στο τζάμι, για να βγουν στο παράθυρο να τραβήξουν πλάνα. Ενας δημοσιογράφος έφθασε να σκαρφαλώσει στο μπαλκόνι και να ζητήσει εξηγήσεις, γιατί δεν του άνοιγαν την πόρτα. Και στις ανταποκρίσεις τους έλεγαν πως απ’ τις χαραμάδες στις κουρτίνες, κάθε βράδυ την ώρα του δελτίου έβλεπαν την ίδια σκηνή: τα δύο μικρότερα αδέλφια, μωρά ακόμα, να κλαίνε ακούγοντας στην τηλεόραση πως θα τους πάρουν τα αδέλφια τους και θα τα βάλουν στη φυλακή. Ν’ αρπάζονται στα πόδια τους, να μην τους φύγουν. Και τότε, να πιάνουν και τους μεγάλους, τους «φονιάδες», τα κλάματα…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή