Η περιύβριση αρχής και το αυτεπάγγελτο

Η περιύβριση αρχής και το αυτεπάγγελτο

2' 33" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 η ταφόπλακα στον νόμο περί περιύβρισης αρχής (ως αυτεπαγγέλτως διωκόμενο αδίκημα) μπήκε με την απόφαση ενός δικαστηρίου στη Θεσσαλονίκη. Στο εδώλιο του κατηγορουμένου είχε καθίσει ένας από τους πιo σημαντικούς πολίτες της πόλης, ο δικηγόρος Σωτήρης Δέδες για την φράση του «το Εφετείο νοσεί». Ως μάρτυρες υπεράσπισης κατέθεσαν γνωστοί καθηγητές Νομικών Σχολών οι οποίοι εξήγησαν τον «αναχρονισμό» και την «αναποτελεσματικότητα» της σχετικής διάταξης. Το Δικαστήριο αθώωσε τον κ. Σωτήρη Δέδε. Σημαντική λεπτομέρεια: Πρόεδρος εκείνου του Δικαστηρίου ήταν ο σημερινός πρόεδρος του Αρείου Πάγου κ. Βασίλης Νικόπουλος!

Λίγο μετά την απόφαση, ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης κ. Γ. Κουβελάκης αποφάσιζε πως, ναι μεν ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 περί εξύβρισης, δυσφήμησης και συκοφαντικής δυσφήμησης, αλλά όχι αυτεπάγγελτα και μόνον κατ’ έγκλιση.

«Κι αυτό, διότι όπως εξηγούν νομικοί, ο υπερβάλλων ζήλος πολλών εισαγγελέων στην επαρχία είχε δημιουργήσει τεράστια προβλήματα. Και μετά τη μεταπολίτευση αυτοί που κυρίως πλήρωναν τον αναχρονισμό του «αυτεπάγγελτου» ήσαν κυρίως δικηγόροι μέσα στις δικαστικές αίθουσες οι οποίοι με ευκολία παραπέμπονταν για περιύβριση αρχής αν διαφωνούσαν με έναν δικαστή ακόμη και για επουσιώδη ζητήματα».

Ετσι εξηγείται και η ευκολία με την οποία «κατάφερε» προσφάτως το υπουργείο Δικαιοσύνης να συσπειρώσει εναντίον του το σύνολο των δικηγορικών συλλόγων της χώρας παρότι τα προτεινόμενα μέτρα ως πρός την νομική τους διατύπωση κρίνονται ακόμη ως «ασαφή».

Η ιστορία της συγκεκριμένης διάταξης ξεκινά την 1η Ιανουαρίου του 1951 με την εφαρμογή του νέου Ποινικού Κώδικα. Τότε αφορούσε αδιακρίτως όλες τις «Αρχές» και όποιος δημοσίως τις «περιυβρίζει διώκεται αυτεπαγγέλτως και τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο χρόνων». «Ηταν μια διάταξη, εξηγεί καθηγητής της Νομικής, που αντιστοιχούσε στο αυταρχικό κλίμα εκείνης της εποχής».

Με την πάροδο των χρόνων και με τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας, και ιδίως στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές της δεκαετίας του ’90, η χρήση της διάταξης είχε περιορισθεί σχεδόν αποκλειστικά στο χώρο της Δικαιοσύνης. Ωστόσο μένει να φανεί πως ακριβώς θα διατυπωθεί νομικά η νέα πρόταση του υπουργείου Δικαιοσύνης ώστε να μην παραπέμπει στο κλίμα άλλων εποχών.

Οσον αφορά τις προτεινόμενες ρυθμίσεις περί «κουκούλας», νομικοί κύκλοι μιλούν περισσότερο για επικοινωνιακές παρά για ουσιαστικές ρυθμίσεις. Για δύο λόγους: Πρώτον διότι ήδη από την τροποποίηση του ποινικού κώδικα το 1978, προβλέφθηκε στο άρθρο 167 περί «αντίστασης κατά της αρχής» πως αν ο παρανομών είχε καλύψει ή αλλοιώσει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του θα τιμωρείται με ποινή τουλάχιστον δύο χρόνων, ενώ για τον αντίστοιχο, αλλά χωρίς κάλυψη ή αλλοίωση προσώπου, η ποινή θα ήταν η μισή. Είναι λοιπόν μάλλον σαφές πως το ζήτημα είναι περισσότερο οι συλλήψεις (που δεν έγιναν και δεν γίνονται) και όχι η (ούτως ή άλλως προβλεπόμενη) διπλάσια ποινή.

Ο δεύτερος λόγος, που έχει προκαλέσει και την αγανάκτηση κορυφαίων νομικών της χώρας έχει να κάνει με την παράκαμψη των κατ’ εξοχήν ειδικών. «Έχουν συσταθεί, αναφέρει σχετικά στην «Κ» κορυφαίος δικαστικός, από τα τέλη του 2004, αρχές 2005, δύο επιτροπές στο υπουργείο Δικαιοσύνης από τον τότε υπουργό Αναστάση Παπαληγούρα. Η μία για τον νέο κώδικα Ποινικής Δικονομίας και η άλλη για τον νέο Ποινικό Κώδικα. Γιατί δεν ρωτήθηκαν σχετικά, αλλά ενημερώθηκαν από τις εφημερίδες;».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή