Ο Αντρέας Ρέββας, εργολάβος οικοδομών σήμερα, φέρει σοβαρά τραύματα στο κεφάλι. «Ενα μεσημέρι και ενώ η μονάδα μας στο Βελβενδό Κοζάνης προσερχόταν στο συσσίτιο, οι αντάρτες μας έβαλαν με όλμους από το χωριό Καταφύγι και τα θραύσματα με τραυμάτισαν βαριά. Στην αρχή είχα παραλύσει και απoλέσει την ακοή μου, αλλά μετά από εγχειρήσεις συνήλθα».
Κατετάγη με την έναρξη του πολέμου, στα δέκα οχτώ του χρόνια, ως εθελοντής χωροφύλακας, άνευ θητείας, και αργότερα πέρασε στις τάξεις του στρατού με τον βαθμό του λοχία.
Πολέμησε σε πολλές περιοχές του Γράμμου και του Βιτσίου, αν και σε γενικές γραμμές ο Εθνικός Στρατός απέφευγε να εντάσσει ντόπιους σε μονάδες που δρούσαν κοντά στις πόλεις και τα χωριά τους, για λόγους ευνόητους.
«Εγιναν φοβερές μάχες στο Μάλι Μάδι, τις Πρέσπες και αλλού. Οι αντάρτες πολεμούσαν σκληρά. Ομως και εμείς επιδείξαμε ανδρεία. Θυμάμαι σε μια περίπτωση στη Μεγάλη Πρέσπα, ένας αντάρτης από το πολυβολείο του σκότωσε 17 δικούς μας στρατιώτες». Ο ίδιος αφηγήθηκε στην Κωνσταντινία Καρυοφύλη την ιστορία ενός συγχωριανού της αντάρτη που έπιασε αιχμάλωτο. «Τον σκότωσες;», τον ρώτησε με θυμό εκείνη και αυτός της απάντησε πως απεναντίας στο στρατοδικείο κατέθεσε ελαφρυντικά στοιχεία υπέρ αυτού και έτσι γλίτωσε την εκτέλεση.