Εναλλακτική καλλιέργεια, οικολογική και κερδοφόρα

Εναλλακτική καλλιέργεια, οικολογική και κερδοφόρα

4' 53" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι εναλλακτικές μορφές καλλιέργειας συμβάλλουν στην προστασία του περιβάλλοντος και προσφέρουν ένα πολύ υψηλότερο εισόδημα στους παραγωγούς σε σύγκριση με τις συμβατικές μεθόδους, υποστηρίζει μελέτη του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Το κέρδος μπορεί να αυξηθεί ακόμα και 142%, όπως στην περίπτωση της βιολογικής ντομάτας. «Η έρευνά μας στηρίχθηκε σε πειραματικά δεδομένα, αλλά και σε παλαιότερες προσωπικές συνεντεύξεις αγροτών», εξηγεί στην «Κ» ο κ. Ευθύμιος Μυγδάκος, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων Αγροτικών Προϊόντων και Τροφίμων του Παν. Ιωαννίνων, ο οποίος ασχολείται με το αντικείμενο εδώ και δεκαέξι χρόνια.

«Πρωταθλητές» αναδεικνύονται τα κηπευτικά, στα οποία παρατηρείται το μεγαλύτερο κέρδος του παραγωγού. «Η βιολογική καλλιέργεια της ντομάτας ανεβάζει κατά 142% το κέρδος από το συγκεκριμένο προϊόν, κατά 104% το γεωργικό εισόδημα και κατά 98% το οικογενειακό εισόδημα», επισημαίνει ο κ. Μυγδάκος. «Ακολουθούν με εξίσου εντυπωσιακά αποτελέσματα το βιολογικό λάχανο (138%, 129% και 116%, αντίστοιχα) και το βιολογικό μαρούλι (103%, 143% και 172%)». Στην περίπτωση του βιολογικού βαμβακιού, η αύξηση της παραγωγής κυμαίνεται από 9% έως 16% και του ακαθάριστου κέρδους, από 23% έως 24%. «Οι λόγοι που η βιολογική καλλιέργεια βάμβακος δεν απέδωσε τα αναμενόμενα οφείλεται στο ανεπαρκές σύστημα διάθεσης του προϊόντος». Θετικά οικονομικά αποτελέσματα παρατηρούνται και στη βιολογική αιγοπροβατοτροφία (σύμφωνα με έρευνα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης), αφού ανέβασε το εισόδημα των παραγωγών κατά 10 έως 40%.

Τι οδηγεί, λοιπόν, σε αυτά τα αποτελέσματα; «Είναι ο συνδυασμός της μεγαλύτερης παραγωγής με την υπερδιπλάσια τιμή πώλησης», αναφέρει ο κ. Μυγδάκος «ωστόσο, το αληθινό κέρδος είναι πολύ μεγαλύτερο, καθώς δεν επιβαρύνεται ούτε το περιβάλλον ούτε όμως και η υγεία του αγρότη, που πλήττεται από την αλόγιστη χρήση φυτοφαρμάκων». Η εισαγωγή, συνεπώς, νέων, οικολογικών τακτικών στη γεωργία δεν αποτελεί πια μια «ρομαντική» επιλογή, αλλά αναδεικνύεται μια κίνηση «ματ». Ο κ. Μυγδάκος, ωστόσο, αναγνωρίζει ότι η επιτυχής στροφή στη βιολογική καλλιέργεια εξαρτάται πολύ συχνά από το έδαφος. «Σε περιοχές, όπως η Καρδίτσα, που δεν υπάρχουν πολλά ζιζάνια, η αλλαγή του τρόπου καλλιέργειας έγινε ομαλά. Σε άλλα μέρη, όπως η Μακεδονία, οι καλλιεργητές αντιμετώπισαν μεγάλες δυσκολίες. Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι αγρότες καλούνται να εφαρμόσουν το σύστημα της αμειψισποράς, δηλαδή της αλλαγής καλλιέργειας», επισημαίνει ο καθηγητής.

Αειφορική γεωργία

«Υπό τον όρο εναλλακτικές καλλιέργειες εννοούμε όχι μόνο τη βιολογική καλλιέργεια, αλλά και όλες τις μορφές της αειφορικής γεωργίας, όπως η ακαλλιέργεια (φυσική αναβλάστηση), τα συστήματα περιορισμένης κατεργασίας του εδάφους, η γεωργία ακριβείας κ.ά.». Αυτές οι μέθοδοι επιφέρουν πραγματική «επανάσταση» στον αγροτικό τομέα. «Ενα παράδειγμα της γεωργίας ακριβείας είναι η ρίψη ζιζανιοκτόνου με φωτοκύτταρο, το οποίο εντοπίζει τα συγκεκριμένα σημεία όπου βρίσκονται τα ζιζάνια, ώστε ο ψεκασμός να γίνεται εντοπισμένος», εξηγεί ο καθηγητής. «Αλλη τακτική είναι η σπορά χωρίς όργωμα, από την οποία προκύπτουν πολύ προσοδοφόρες καλλιέργειες». Η μείωση του κόστους σε καλλιέργειες βαμβακιού, όπου εφαρμόστηκε ο επιλεκτικός ψεκασμός, επέφερε μείωση του κόστους κατά 7% (συγκεκριμένα 15,5 ευρώ το στρέμμα). Ανάλογη μείωση του κόστους ύψους 6% και αύξηση του καθαρού κέρδους της τάξεως του 9% προήλθε από τη χρήση της περιορισμένης κατεργασίας στο βαμβάκι, ενώ εντυπωσιακά ήταν και τα αποτελέσματα του συστήματος των στενών γραμμών σποράς. Η ακαλλιέργεια εμφάνισε αύξησε κατά 12% στην παραγωγή, ενώ ανέβασε κατά 10% το ακαθάριστο κέρδος.

Ευοίωνες προοπτικές εμφανίζουν κάποιες «νέες» βιολογικές καλλιέργειες (σπαράγγι, πιπεράκι, αρωματικά φυτά, ροδιά, τρούφα, στέβια – ένα άγνωστο σε εμάς φυτό, σε ερευνητικό στάδιο, με σημαντικές γλυκαντικές ιδιότητες, που μπορεί να καλλιεργηθεί σε παλιά καπνοχώραφα). «Αν η έρευνα αποδείξει ότι μπορεί να ευδοκιμήσει και στην Ελλάδα, θα αποτελέσει μια πολύ καλή εναλλακτική καλλιέργεια», λέει ο κ. Μυγδάκος. Αποδοτικές θεωρούνται και οι «ενεργειακές καλλιέργειες», που θα παράγουν την πρώτη ύλη για τα βιοκαύσιμα.

Η «Κ» συνομίλησε με δύο βιοκαλλιεργητές.

«Τα ποσοστά είναι πολύ διογκωμένα»

«Για να πετύχουμε το βέλτιστο οικονομικό αποτέλεσμα, χρειάζεται να λάβουμε υπόψιν τις ιδιαίτερες εδαφοκλιματικές συνθήκες κάθε περιοχής», απαντά στην «Κ» ο βιοκαλλιεργητής κηπευτικών, κ. Γιάννης Μέλλος. «Οι νέες καλλιέργειες πρέπει να είναι προσήκουσες στο κλίμα, να καλλιεργείς δηλαδή ξηρικό ντοματάκι στη Σαντορίνη και όχι πατάτα! Ετσι, θα έχεις μια πολύ καλή απόδοση», εξηγεί ο 40χρονος βιοκαλλιεργητής. «Αποφασιστικής σημασίας είναι ο αγρότης να είναι έμπειρος και να ακολουθήσει τη σωστή καλλιεργητική τακτική», συμπληρώνει.

Οι δυσκολίες για όσους περνούν από τη συμβατική στη βιολογική καλλιέργεια είναι πολλές, καθώς η γη έχει απολέσει τα «ωφέλιμα» λόγω της χρόνιας χρήσης χημικών και έχει διατηρήσει μόνο τα «παθογόνα» του εδάφους (μύκητες, έντομα), τα οποία τρέφονται από τις ρίζες των φυτών με συνέπεια αυτές να καταστρέφονται. «Γι’ αυτό, άλλωστε, η Ε.Ε. μας επιδοτεί τα πρώτα 5 χρόνια». Ο χρόνος αποδεικνύεται άλλωστε με το μέρος του τολμηρού αγρότη, αφού κάθε χρονιά η παραγωγή, αλλά και η ποιότητα του προϊόντος, αυξάνονται. «Θεωρώ ότι το 142% είναι ένα πολύ διογκωμένο ποσοστό. Ουσιαστικά, το επιπλέον κέρδος μας στα κηπευτικά αγγίζει το 35-40%, γιατί κάνουμε μεν λιγότερους ψεκασμούς, αλλά ακριβότερους και συχνότερους, καθώς είναι λιγότερο αποτελεσματικοί».

«Δεν έχουμε ακόμα τα κατάλληλα μέσα»

«Η βιολογική γεωργία δεν έχει ακόμα τα μέσα να ανταγωνιστεί τη συμβατική σε επίπεδο απόδοσης», λέει στην «Κ» ο κ. Μπάμπης Τσοκανής, πρόεδρος της Ομοσπονδίας των Ενώσεων Βιοκαλλιεργητών Ελλάδας. «Δεν έχουμε ακόμα στη διάθεσή μας εκείνα τα σκευάσματα που θα μπορέσουν να αντικαταστήσουν τα ζιζανιοκτόνα και τις μεθόδους λίπανσης της συμβατικής καλλιέργειας. Το συμβατικό κρεμμύδι έχει απόδοση 6-12 τόνους το στρέμμα, τη στιγμή που η αντίστοιχη παραγωγή του βιολογικού είναι 4-5 τόνους». Υστερα από 3 με 5 χρόνια, που το έδαφος εμπλουτίζεται και πάλι με οργανικές ουσίες, η καλλιέργεια αρχίζει να αποδίδει.

«Ως προς το βιολογικό βαμβάκι, η παραγωγή τα πρώτα τρία χρόνια είναι σχεδόν πάντα μικρότερη», εξηγεί ο κ. Τσοκανής. «Είναι μόνο η διαφορά τιμής που ισοσκελίζει το κέρδος του βιοκαλλιεργητή με εκείνο του συμβατικού». Ο πρόεδρος των βιοκαλλιεργητών συμμετείχε από το 1993 έως το 1996 σε πρόγραμμα βιολογικής καλλιέργειας βαμβακιού, που πέραν της εγγυημένης τιμής πώλησης, προσέφερε και τα ανάλογα μηχανήματα. Σήμερα, όμως, καλλιεργεί μόνο κηπευτικά. Ο κ. Τσοκανής κρίνει ότι το ποσοστό τού επιπλέον κέρδους είναι 30 με 40%. «Οταν κάποιος είναι σωστός επαγγελματίας, έχει σταθερές τιμές πώλησης των προϊόντων του. Αυτό εκτιμάται πολύ από τους καταναλωτές, ειδικά στις περιόδους κρίσης».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή