Το δεκαετές ελληνικό σχέδιο για την «πράσινη ανάπτυξη»

Το δεκαετές ελληνικό σχέδιο για την «πράσινη ανάπτυξη»

3' 26" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Την εφαρμογή ενός μοντέλου «πορτογαλικού τύπου» εξετάζει η ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να πετύχει τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, με παράλληλη τόνωση της οικονομίας και της δημιουργίας θέσεων εργασίας. Η αποτυχία της συνόδου στην Κοπεγχάγη δεν απαλλάσσει τη χώρα μας από την υποχρέωση τήρησης της δέσμευσης 20%-20% το 2020 όσον αφορά τις εκπομπές ρύπων για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής στο πλαίσιο της Ε.Ε.

Η Ε.Ε. έχει δεσμευτεί ότι θα προχωρήσει -ακόμα και μονομερώς- στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 20% και στην παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές κατά 20% έως το 2020. Ωστόσο, όπως επισημαίνει στην «Κ» ο κ. Δημήτρης Λάλας, εθνικός διαπραγματευτής για την κλιματική αλλαγή, είναι καλό οι συγκεκριμένοι στόχοι να επιτευχθούν με την παράλληλη δημιουργία θέσεων εργασίας καθώς και μακροχρόνιου οφέλους για την εγχώρια αγορά. Στην Πορτογαλία αποφασίστηκε ότι το κράτος θα στηρίξει παραγωγή 1000 μεγαβάτ (ετησίως) ηλεκτρικής ενέργειας από αιολικά πάρκα με την προϋπόθεση, όμως, το μεγαλύτερο ποσοστό των ανεμογεννητριών να κατασκευαστεί στην Πορτογαλία. Η εφαρμογή του συγκεκριμένου μοντέλου και κυρίως η θέσπιση διατάξεων που θα πριμοδοτούν την εγχώρια παραγωγή ωστόσο, πρέπει να γίνει με τέτοιο τρόπο ώστε να μην υπάρξουν ενστάσεις για νόθευση του ανταγωνισμού. Για παράδειγμα, όπως ανέφεραν στελέχη του υπουργείου Περιβάλλοντος, αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα λειτουργούν τρεις μονάδες που κατασκευάζουν φωτοβολταϊκά τόξα. Ωστόσο δεν είναι δυνατόν να στηριχθούν από το κράτος με επιδοτήσεις.

Νέες θέσεις εργασίας

Σύμφωνα με πληροφορίες, τα πρώτα στοιχεία μελέτης της ΓΣΕΕ σε σχέση με τα οφέλη της «πράσινης ανάπτυξης» για τη δημιουργία θέσεων εργασίας, προβλέπουν ότι η συγκεκριμένη αγορά μπορεί να δημιουργήσει περισσότερες από 100.000 νέες θέσεις εργασίας. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι πρόκειται για θέσεις εργασίας εξιδικευμένου προσωπικού, ανθρώπων που υποχρεωτικά πρέπει να επιμορφωθούν πριν βγουν στην αγορά εργασίας.

Πάντως, προκειμένου να επιτύχουμε τον στόχο του 20% παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές έως το 2020 θα πρέπει κάθε χρόνο να «μπαίνουν» στο δίκτυο περίπου 700 μεγαβάτ ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο συγκεκριμένος στόχος για την Ελλάδα έχει διαμορφωθεί στο 18%, αλλά η κυβέρνηση «οικειοθελώς» κάνει λόγο για 20%. Το συγκεκριμένο ποσοστό πρακτικά σημαίνει ότι έως το 2020 πάνω από το 35% της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται στη χώρα πρέπει να προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές. Οσον αφορά στην τιμή που η ΔΕΗ αγοράζει την παραγόμενη από φωτοβολταϊκά συστήματα ενέργεια, στελέχη του υπουργείου Περιβάλλοντος κάνουν λόγο για ενδεχόμενη ρήτρα στο σχετικό σχέδιο νόμου -που βρίσκεται υπό δημόσια διαβούλευση- που θα αναφέρει ότι οι τιμές της επιδότησης πρέπει να διαμορφώνονται ανάλογα με το κόστος κατασκευής για τις νέες επενδύσεις. Το κόστος κατασκευής των φωτοβολταϊκών έχει μειωθεί, επισημαίνουν κύκλοι του υπουργείου αναφέροντας χαρακτηριστικά «δεν είναι δυνατόν όλοι εμείς να πληρώνουμε ακριβά κάτι που έχει στοιχίσει φθηνά».

Ατμοσφαιρικοί ρύποι

Οσον αφορά την υποχρέωση της μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 20%, η Ελλάδα πρέπει να μειώνει κατά 1,7% κάθε χρόνο, έως το 2020, το ποσοστό των εκπομπών από «ενέργειες- βιομηχανίες» που εντάσσονται στον μηχανισμό εμπορίας ρύπων. Πρόκειται δηλαδή για τα εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής, τις τσιμεντοβιομηχανίες, τα διυλιστήρια πετρελαίου, τις χαλυβουργίες, την ασβεστοβιομηχανία, τις υαλουργίες, τα κεραμοποιεία και τη βιομηχανία χαρτιού. Από αυτές τις βιομηχανίες προέρχεται το 56% των εκπομπών της χώρας. Υπενθυμίζεται ότι μια χώρα προκειμένου να μειώσει τεχνητά τους ρύπους που εκπέμπει και έτσι να μην ξεπεράσει τα όρια που έχουν τεθεί μπορεί να αγοράσει δικαιώματα εκπομπής από άλλες χώρες.

Οι εκπομπές από δραστηριότητες που δεν εμπίπτουν στον μηχανισμό εμπορίας ρύπων (μεταφορές, θέρμανση) πρέπει να μειωθούν κατά 4% από τις τιμές του 2005.

Οι ευρωσκεπτικιστές

Σύμφωνα με τον κ. Δημήτρη Λάλα, η αποτυχία της διάσκεψης στην Κοπεγχάγη έχει σοβαρές παράπλευρες συνέπειες όσον αφορά στα εφεξής μέτρα και κινήσεις της Ε.Ε. Με λίγα λόγια η αποτυχία έχει ενισχύσει την πλευρά των ευρωσκεπτικιστών που τονίζουν ότι η μονόπλευρη λήψη μέτρων από την πλευρά της Ε.Ε. θα επιβαρύνει περαιτέρω την οικονομία της και μάλιστα σε περιόδους κρίσης. Πολλά επιμέρους μέτρα στο πλαίσιο του μηχανισμού εμπορίας ρύπων βρίσκονται στη διακριτική ευχέρεια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι δεν θα υποκύψει σε πιέσεις χωρών ή και βιομηχανιών.

Πρακτικά, άλλωστε, η αποτυχία της Κοπεγχάγης παρέχει άλλοθι στις βιομηχανίες που προφανώς θα πιέσουν για λιγότερα μέτρα για το περιβάλλον στο όνομα της διατήρησης της ανταγωνιστικότητας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή