Απαγόρευση της αναδρομικής εφαρμογής του ποινικού νόμου

Απαγόρευση της αναδρομικής εφαρμογής του ποινικού νόμου

4' 49" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Απαγόρευση αναδρομής του ποινικού νόμου

(Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, απόφ. της 5.2.2013, Martirosyan κατά Αρμενίας)

Ο προσφεύγων ήταν διευθυντής καταστήματος τράπεζας και καταδικάστηκε, για συνέργεια σε υπεξαίρεση και πλαστογραφία, σε φυλάκιση δυόμισι ετών τον Νοέμβριο του 2005. Παραπονείται ότι η καταδίκη του στηρίχθηκε σε απρόβλεπτη εφαρμογή ποινικού νόμου, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ μετά την τέλεση της πράξης του.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εκτιμά ότι η εγγύηση που ενσωματώνεται στο άρθρο 7 της ΕΣΔΑ αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του κράτους δικαίου. Πρέπει ο ποινικός νόμος να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται όπως προκύπτει από το αντικείμενο και τον σκοπό του, κατά τρόπο που να παρέχει αποτελεσματικές εγγυήσεις κατά καταχρηστικών διώξεων, καταδίκης και τιμωρίας. Απαγορεύει την αναδρομική εφαρμογή του ποινικού νόμου και την ευρεία ερμηνεία, όπως αναλογία σε βάρος του κατηγορουμένου. Πάντως το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απαγορεύει τη βαθμιαία διευκρίνιση της ποινικής ευθύνης, μέσω της δικαστικής ερμηνείας σε κάθε υπόθεση, εφόσον η εντεύθεν απορρέουσα εξέλιξη είναι συνεπής προς την ουσία του αδικήματος και λογικά μπορεί να προβλεφθεί. Στην περίπτωση του προσφεύγοντος, εφαρμόστηκε μεν ο νέος ποινικός κώδικας, πλην όμως η ποινική του μεταχείριση δεν ήταν δυσμενέστερη από εκείνη που προέκυπτε από την εφαρμογή του παλιού νόμου που ίσχυε κατά την τέλεση της πράξης του. Κατόπιν τούτων, η προσφυγή απορρίφθηκε.

Απαγόρευση επικοινωνίας του πατέρα με το τέκνο του, λόγω θρησκείας

(Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, απόφ. της 12.2.2013, Vojnity κατά Ουγγαρίας)

Ο προσφεύγων παραπονείται ότι με απόφαση των εθνικών του δικαστηρίων αποστερήθηκε εντελώς από τα δικαιώματα επαφής με τον γιο του, για τον λόγο ότι ανήκει στη θρησκευτική οργάνωση «Συνέλευση της Πίστης». Αρχικά ο γιος του τέθηκε υπό την επιμέλεια της συζύγου του μετά το διαζύγιό τους. Μεταγενέστερα, τα ουγγρικά δικαστήρια αφαίρεσαν την επιμέλεια και από τη μητέρα, αλλά αρνήθηκαν να την αναθέσουν στον προσφεύγοντα, λόγω φόβου προσηλυτισμού του, και εν τέλει τον Φεβρουάριο του 2008 απαγόρευσαν κάθε επικοινωνία του, για τον λόγο ότι καταχράστηκε της επικοινωνίας μεταφέροντας στον γιο του τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Παραπονείται ότι η άρνηση του δικαιώματος επικοινωνίας με τον γιο του στηρίχθηκε στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις και έτυχε διακριτικής μεταχείρισης σχετικά με άλλα πρόσωπα που αξιώνουν δικαίωμα επικοινωνίας ύστερα από χωρισμό ή διαζύγιο.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ενόψει του ότι τα εθνικά δικαστήρια εφάρμοσαν ένα πολύ περιοριστικό μέτρο σε βλάβη του προσφεύγοντος, χωρίς να εξετάσουν πιθανές εναλλακτικές λύσεις, συμπεραίνει ότι σχετικά με το μέτρο που λήφθηκε δεν υπάρχει λογική σχέση αναλογικότητας μεταξύ του πλήρους αποκλεισμού των δικαιωμάτων επικοινωνίας και του επιδιωκόμενου σκοπού, ιδίως της προστασίας των καλύτερων συμφερόντων του τέκνου. Συνεπώς, ο προσφεύγων υπήρξε θύμα διάκρισης με βάση τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, κατά την άσκηση του δικαιώματός του για σεβασμό του οικογενειακού του βίου. Ως εκ τούτου υπήρξε παραβίαση του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ. Δέχθηκε λοιπόν την προσφυγή και επιδίκασε στον προσφεύγοντα ποσό 12.500 ευρώ για την ηθική του βλάβη, καθώς και ποσό 3.000 ευρώ για τα δικαστικά του έξοδα.

Πειθαρχική παύση δικηγόρου που καταδικάστηκε για απιστία

(Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, απόφ. της 19.2.2013, Müller-Hartburg κατά Αυστρίας)

Ο προσφεύγων είναι Αυστριακός δικηγόρος, ο οποίος το έτος 2003 καταδικάστηκε για απιστία σε φυλάκιση τριών ετών. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου της Βιέννης τού επέβαλε οριστική παύση, για παραβίαση των επαγγελματικών του καθηκόντων, σχετικά με την ίδια πράξη.

Παραπονείται με την προσφυγή του ότι η ενώπιον των πειθαρχικών συμβουλίων δίκη του υπερέβη τον εύλογο χρόνο, καθώς και ότι η καταδίκη σε παύση, ενώ είχε ήδη καταδικαστεί σε φυλάκιση, είναι αντίθετη με την αρχή ότι κανείς δεν καταδικάζεται δύο φορές για την ίδια πράξη.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δέχθηκε την προσφυγή του κατά την πρώτη αιτίαση, καθόσον η πειθαρχική δίκη διήρκεσε πλέον των εννέα ετών και συνεπώς παραβιάστηκε το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ για τη δίκαιη δίκη, το οποίο κατά το αστικό του σκέλος εφαρμόζεται και στην πειθαρχική δίκη, και καταδίκασε την Αυστρία να πληρώσει στον προσφεύγοντα το ποσό των 8.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη, καθώς και ποσό 3.108,38 ευρώ για τα δικαστικά του έξοδα.

Απέρριψε όμως την προσφυγή κατά το σκέλος της με το οποίο εκφέρεται το παράπονο ότι τιμωρήθηκε δύο φορές για το ίδιο αδίκημα, ήτοι πρώτα στην ποινική και μετά στην πειθαρχική διαδικασία. Τούτο, διότι στην έννοια του άρθρου 4 του 7ου Πρωτοκόλλου δεν διαλαμβάνεται και η πειθαρχική δίκη, αφού εκεί δεν δικάζεται «ποινική κατηγορία».

Το δικαίωμα του κατηγορουμένου να υποβάλει ερωτήσεις στους μάρτυρες

(Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, απόφ. της 26.2.2013, Παπαδάκης κατά FΥRΟΜ)

Ο προσφεύγων είναι Ελληνας. Τον Σεπτέμβριο του 2006 κρίθηκε ένοχος διακίνησης ναρκωτικών ουσιών και καταδικάστηκε σε ποινή στερητική της ελευθερίας οκτώ ετών. Η απόφαση έγινε αμετάκλητη το 2007. Βασιζόμενος στο άρθρο 6 παρ. 1 και 3 της ΕΣΔΑ (που διασφαλίζουν το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και το δικαίωμα εξέτασης των μαρτύρων), παραπονείται ότι η καταδίκη του στηρίχθηκε σε αποδείξεις που αποκτήθηκαν με τη χρησιμοποίηση κεκαλυμμένης παρακολούθησης και μυστικών αστυνομικών. Ιδίως ισχυρίστηκε ότι δεν επιτράπηκε σ’ αυτόν (ή τον δικηγόρο του) να αντιμετωπίσει και να υποβάλει ερωτήσεις σε έναν από τους μυστικούς αστυνομικούς που αναμείχθηκε ως agent provocateur, δηλ. που του προκάλεσε την απόφαση να συνάψει την αγοραπωλησία των ναρκωτικών και ο οποίος αστυνομικός υπήρξε ο βασικός μάρτυρας στη δίκη του.

Το Δικαστήριο, αφού εξέτασε το σύνολο της υπόθεσης, συμπέρανε ότι δεν προέκυψαν ούτε αντισταθμιστικοί παράγοντες ούτε ισχυρές δικονομικές διασφαλίσεις που να επιτρέπουν ένα δίκαιο και κατάλληλο συμπέρασμα της αξιοπιστίας της μαρτυρίας του συγκαλυμμένου μάρτυρα. Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, οι εν λόγω περιορισμοί που επηρεάζουν την άσκηση των δικαιωμάτων της υπεράσπισης είναι ασυμβίβαστοι με τις εγγυήσεις της δίκαιης δίκης και συνεπώς διαπιστώθηκαν εν προκειμένω οι προαναφερόμενες παραβιάσεις. Απορρίφθηκε όμως η προσφυγή, κατά το σκέλος της με το οποίο ζητούσε ο προσφεύγων χρηματική αποζημίωση (διαφυγόντα κέρδη κ.λπ. άνω των 600.000 ευρώ), διότι δεν προέκυψε ότι αν τηρούνταν οι ανωτέρω δικονομικές διασφαλίσεις το αποτέλεσμα της δίκης θα ήταν διαφορετικό.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή