Η κρίση στις σχέσεις Παπάγου – Μαρκεζίνη

Η κρίση στις σχέσεις Παπάγου – Μαρκεζίνη

6' 8" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η διαφωνία και εν συνεχεία η ρήξη στις σχέσεις μεταξύ του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Παπάγου και του υπουργού Συντονισμού Σπύρου Μαρκεζίνη τον Απρίλιο του 1954 δεν είχε τόσο άμεσες πολιτικές συνέπειες, όπως η διαφωνία του Κωνσταντίνου Καραμανλή με τους Παναγή Παπαληγούρα και Γεώργιο Ράλλη το 1958, που οδήγησε σε νέες εκλογές, ή η ρήξη του Γεωργίου Παπανδρέου με ισχυρά στελέχη της Ενωσης Κέντρου το 1965, που οδήγησε στην ανατροπή της κυβέρνησης του Κέντρου και σε μια μακρά πολιτική κρίση. Ο στρατάρχης Παπάγος διατήρησε την πρωθυπουργία έως τον θάνατό του, τον Οκτώβριο του 1955, και το κυβερνών κόμμα του Ελληνικού Συναγερμού την κοινοβουλευτική του πλειοψηφία παρά την αποχώρηση 25 βουλευτών, οι οποίοι συντάχθηκαν με τον Μαρκεζίνη το 1954. Πιο ενδιαφέρον ήταν το προσωπικό υπόβαθρο της διαφωνίας καθώς και πολιτικές προεκτάσεις που αφορούσαν την οικονομική και εξωτερική πολιτική, οι οποίες όμως δεν διαλευκάνθηκαν πλήρως.

Ασυμφωνία με έντονο προσωπικό στοιχείο

Η προσωπική διάσταση της ρήξης δεν ήταν ασήμαντη. Ο Μαρκεζίνης υπήρξε βασικός εμπνευστής και χειριστής της εισόδου του Παπάγου στην πολιτική. Ηδη από το 1948 είχε κινηθεί με επιμονή, για να πείσει το στέμμα και τους Αμερικανούς για την ανάγκη ανάθεσης της διακυβέρνησης με έκτακτες εξουσίες στον Παπάγο, προκειμένου να αντεπεξέλθει το αστικό καθεστώς στην πρόκληση του εμφυλίου πολέμου. Αν και το στέμμα πείσθηκε, η λύση Παπάγου τελικά δεν προωθήθηκε λόγω της ανάγκης των Αμερικανών και των Βρετανών να διατηρήσουν ένα κοινοβουλευτικό καθεστώς στην Ελλάδα προκειμένου η εμπλοκή του Ψυχρού Πολέμου να μπορεί να νομιμοποιηθεί στον δυτικό κόσμο ως προσπάθεια υποστήριξης της δημοκρατίας έναντι του ολοκληρωτικού σταλινικού κομμουνισμού. Ο Παπάγος θα αναλάμβανε όμως τον Ιανουάριο 1949 την αρχιστρατηγία με τις ένοπλες δυνάμεις αυτονομημένες από κάθε πολιτικό έλεγχο.

Η νίκη του στρατού στον εμφύλιο θα προσέδιδε στον Παπάγο άνευ προηγουμένου γόητρο και τον τίτλο του στρατάρχη. Ο Μαρκεζίνης θα επιχειρούσε στη συνέχεια να προωθήσει το σενάριο της εμπλοκής του Παπάγου στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι και μετά το καλοκαίρι του 1951 θα εξελισσόταν σε βασικό «επιτελή» του Ελληνικού Συναγερμού, σαφώς ισχυρότερος από άλλα ηγετικά στελέχη όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο Στέφανος Στεφανόπουλος, ο Εμμανουήλ Τσουδερός. Τον Νοέμβριο του 1952 ο Μαρκεζίνης θα αναλάμβανε ως υπουργός Συντονισμού την ευθύνη της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης Παπάγου, η οποία ταυτίστηκε με την υποτίμηση της δραχμής του Απριλίου του 1953 και τη σταθεροποίηση, αν και πρέπει να σημειωθεί ότι το βασικό πλαίσιο της πολιτικής αυτής είχε εφαρμόσει με συνέπεια και εκλογικό κόστος ο Γεώργιος Καρτάλης ως υπουργός Συντονισμού της κυβέρνησης του Κέντρου του 1951-52.

Το διακύβευμα

Οταν ανακοινώθηκε η παραίτηση του Μαρκεζίνη, τον Απρίλιο του 1954, η είδηση εξέπληξε καθώς δεν υπήρχαν δημόσια προμηνύματα της διαφωνίας του με τον πρωθυπουργό. Ο ίδιος επικαλέστηκε αργότερα ως αιτίες την επιθυμία του να αναζητήσει οικονομική βοήθεια από τη Σοβιετική Ενωση μετά τα πενιχρά αποτελέσματα της επίσκεψής του στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη διαφωνία του με την ανακίνηση του Κυπριακού, καθώς προεξοφλούσε την αποτυχία της πολιτικής σύγκρουσης με τον βρετανικό παράγοντα. Σύμφωνα πάντοτε με τον ίδιο, απέβλεπε στην ανάληψη του υπουργείου Εξωτερικών. Διπλωματικές, αλλά και δημοσιογραφικές πηγές της εποχής δεν εντοπίζουν διαφωνία για αναζήτηση βοήθειας στη Σοβιετική Ενωση, αλλά επιβεβαιώνουν τη διαφωνία του Μαρκεζίνη με την ανακίνηση του Κυπριακού και προσθέτουν ως στόχο του την ανάληψη της αντιπροεδρίας της κυβέρνησης και όχι του υπουργείου Εξωτερικών. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε προσπάθεια του Μαρκεζίνη να προδιαγράψει τη διαδοχή του Παπάγου και να αυξήσει την ισχύ του στον μηχανισμό λήψης αποφάσεων.

Από το σύνολο των πηγών προκύπτει ότι η διαφωνία είχε ακόμα εντονότερο προσωπικό στοιχείο, καθώς ο υπουργός Συντονισμού εμφανιζόταν ανυπόμονος έναντι του πρωθυπουργού και πολυπράγμων, καθώς ενδιαφερόταν για το σύνολο της κυβερνητικής πολιτικής. Ο Μαρκεζίνης παρερμήνευε βασικά δεδομένα στη σχέση του με τον Παπάγο αλλά και στη συγκρότηση της βάσης ισχύος του καθενός τους. Ενώ ο υπουργός Συντονισμού είχε πράγματι διαδραματίσει σημαντικό παρασκηνιακό ρόλο στην ανάμειξη του Παπάγου στην πολιτική, ο τελευταίος διέθετε δική του βάση ισχύος τόσο στο εκλογικό σώμα όσο και στον στρατό, την οποία δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί ο Μαρκεζίνης. Ο τελευταίος είχε παραμείνει εκτός Βουλής κατά τις εκλογές του Μαρτίου του 1950 και το Νέο Κόμμα, του οποίου ηγείτο, είχε αναδείξει μόλις έναν βουλευτή παρά το ότι είχε ισχύσει σύστημα απλής αναλογικής. Η μόνη βιώσιμη στρατηγική εν όψει της διαδοχής για τον Μαρκεζίνη ήταν η αναμονή, όχι η ρήξη.

Η οριστική ρήξη ήρθε τον Νοέμβριο του 1954

Η στρατηγική της αναμονής θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί ακόμα και αν ο Μαρκεζίνης παρέμενε εκτός κυβέρνησης, αλλά εντός του κόμματος. Η κρίση δεν σήμαινε άμεσα οριστική ρήξη, καθώς φίλοι του Μαρκεζίνη διατήρησαν, από τον Απρίλιο έως τον Νοέμβριο του 1954, σημαντικές θέσεις στην κυβέρνηση και δεν φαίνεται να έλειψαν κάποιες προσπάθειες γεφύρωσης του χάσματος αν και όχι επιτυχείς. Η δεύτερη κρίση, αυτή του Νοεμβρίου του 1954, απετέλεσε πιο καθοριστικό γεγονός σε σχέση με αυτήν του Απριλίου. Ο ίδιος ο Παπάγος υιοθέτησε την εκδοχή ότι ο Μαρκεζίνης, κατά τη διάρκεια των συνομιλιών του στη Βόννη τον Νοέμβριο του 1953, είχε δεσμεύσει πέραν των ορίων της εντολής του την ελληνική κυβέρνηση για την ανάθεση σε γερμανικές εταιρείες (Siemens, Telefunken) παραγγελιών στον τομέα των τηλεπικοινωνιών και της ραδιοφωνίας. Ο Μαρκεζίνης τόνιζε ότι είχε υποσχεθεί στη γερμανική κυβέρνηση πως απλώς θα εισηγείτο θετικά και παρέπεμπε σε σχετικές επιστολές, οι οποίες βρίσκονταν στο υπουργείο Εξωτερικών το οποίο διηύθυνε ο διεκδικητής της διαδοχής και ευθυγραμμισμένος με τον Παπάγο Στέφανος Στεφανόπουλος. Η εκδοχή αυτή επιβεβαιώθηκε, αν και καθυστερημένα για τον πρώην υπουργό Συντονισμού, καθώς οι επιστολές αυτές ανευρέθησαν στο γραφείο του υπουργού και δόθηκαν στη δημοσιότητα από τον διάδοχο του Στεφανόπουλου και πρώτο υπουργό Εξωτερικών της κυβέρνησης Καραμανλή, Σπύρο Θεοτόκη.

Το ζήτημα όμως υπερέβαινε τους τύπους καθώς, όπως παρατηρούσαν στη βρετανική πρεσβεία των Αθηνών, ο Μαρκεζίνης είχε επιδείξει μάλλον απειρία κατά τον χειρισμό του θέματος αφού έπρεπε να είναι βέβαιος ότι ανεξάρτητα από τις διατυπώσεις η γερμανική πλευρά θα ισχυριζόταν προς την Αθήνα ότι είχε αναληφθεί πολιτική δέσμευση. Ο ρόλος του αμερικανικού παράγοντα παραμένει αδιευκρίνιστος. Η Ουάσιγκτον ευνοούσε τη γενική ανάπτυξη των ελληνογερμανικών σχέσεων στο πλαίσιο ενός σχήματος κατανομής των βαρών της βοήθειας μεταξύ των Αμερικανών και των ισχυρών συμμάχων τους, αλλά δεν είναι βέβαιο κατά πόσον αντιμετώπιζε θετικά τη γερμανική επιχειρηματική επέκταση στον κλάδο των τηλεπικοινωνιών. Γενικότερα όμως ο αμερικανικός παράγοντας δεν φαινόταν διατεθειμένος να αποσταθεροποιήσει την κυβέρνηση Παπάγου η οποία, παρά την εμπλοκή της στο Κυπριακό, παρέμενε για την Ουάσιγκτον η πιο αξιόπιστη πολιτική λύση από την αμερικανική οπτική των προτεραιοτήτων του Ψυχρού Πολέμου. Σε τελική ανάλυση, Αμερικανοί παρατηρητές διαπίστωναν ότι η κυβέρνηση είχε διατηρήσει επαρκή πλειοψηφία, ενώ οι Βρετανοί σημείωναν ότι τις εξελίξεις θα μπορούσε να επηρεάσει όποιος βρισκόταν εντός του κόμματος της πλειοψηφίας. Από την άποψη αυτή ο Μαρκεζίνης θα βρισκόταν, όταν εξελίχθηκαν οι διεργασίες για τη διαδοχή του ασθενούντος Παπάγου από την άνοιξη έως το φθινόπωρο του 1955, μακριά από το επίκεντρο των γεγονότων.

Από την άποψη των ελληνογερμανικών οικονομικών σχέσεων αυτές, ανεξάρτητα από επιμέρους ζητήματα όπως αυτό που έθετε η υπόθεση Μαρκεζίνη, θα επεκτείνονταν σε σημείο που θα καθιστούσαν τη Βόννη τον σημαντικότερο εμπορικό εταίρο της Αθήνας. Η Δυτική Γερμανία ήταν η πιο δυναμική οικονομία της δυτικής Ευρώπης και διέθετε πιστώσεις και βιομηχανικά προϊόντα που ενδιέφεραν μια αναπτυσσόμενη οικονομία όπως η ελληνική. Επρόκειτο όμως για έναν κατά βάση οικονομικό συνεταιρισμό. Από στρατηγικής πλευράς η ατλαντική επιλογή, με κεντρική σε αυτήν την ελληνοαμερικανική σχέση, θα παρέμενε καθοριστική και κατά τη δεκαετία του 1960 θα συμπληρωνόταν από ένα ευρωπαϊκό σκέλος που συνυφαινόταν με την ανάπτυξη των ελληνογαλλικών σχέσεων.

* Ο κ. Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής ερευνών στο Κέντρο Ερευνας της Ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή