Νέοι φοιτητές, αυτοδιοίκηση και σχεδιασμός

Νέοι φοιτητές, αυτοδιοίκηση και σχεδιασμός

2' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Με αφορμή την ανακοίνωση των βάσεων για την εισαγωγή στα Πανεπιστήμια, επανήλθε η περιοδική συζήτηση για τις απροσδόκητα χαμηλές βάσεις σε ορισμένες Σχολές. Η ηγεσία του Υπ. Παιδείας ανακοίνωσε ότι εξετάζει, μεταξύ άλλων, τη σκέψη να ορίζει κάθε Σχολή την ελάχιστη επίδοση σε ένα από τα εξεταζόμενα μαθήματα που θα απαιτείται για την εισαγωγή σε αυτήν. Η πρόταση αυτή είναι χρήσιμη για τη συζήτηση και δίνει αφορμή σε δύο παρατηρήσεις, από τις οποίες η πρώτη είναι πιο τεχνική και αφορά την ίδια τη διαδικασία εισαγωγής, ενώ η δεύτερη είναι πιο ουσιαστική και αφορά την αντίληψή μας για το Πανεπιστήμιο.

Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι η πρόβλεψη μιας τέτοιας ελάχιστης επίδοσης (τυχαίο παράδειγμα: «17 στα Αρχαία Ελληνικά για την εισαγωγή στη Νομική») μεταβάλλει τη φύση του συστήματος εισαγωγής, καθώς δεν πρόκειται πια αμιγώς για διαγωνισμό, όπου σημασία έχει μόνο η συγκριτική κατάταξη, αλλά αποκτά σημασία και η απόλυτη επίδοση. Έτσι εισάγεται και ένα στοιχείο τυχαιότητας, καθώς αποκτά σημασία ο βαθμός δυσκολίας των θεμάτων. Προς αποφυγή αυτού, ίσως θα μπορούσε η ελάχιστη απαίτηση που ορίζουν οι Σχολές να μην αφορά την απόλυτη επίδοση, αλλά και πάλι τη συγκριτική.

Αλλά σημαντικότερη είναι η δεύτερη παρατήρηση. Η εισαγωγή μιας τέτοιας αρμοδιότητας των Σχολών για την εισαγωγή σε αυτές φαίνεται να επεκτείνει την αυτοδιοίκηση. Βέβαια, στη χώρα μας η αυτοδιοίκηση των Πανεπιστημίων διακηρύσσεται πληθωρικά αλλά βιώνεται ελλειπτικά. Άλλωστε, από τη φύση της βρίσκεται σε ένταση με την ετεροχρηματοδότησή τους, την οικονομική εξάρτησή τους από το Δημόσιο. Είναι δε αλήθεια ότι τα Πανεπιστήμια πρέπει να αναζητούν σε αυξανόμενο βαθμό πηγές αυτοχρηματοδότησης, κατεξοχήν σε συνδυασμό με την έρευνα. Αλλά η ετεροχρηματοδότηση δεν είναι μόνο αναγκαίο κακό. Εκφράζει και τη σύνδεση του δημόσιου Πανεπιστημίου με σκοπούς δημόσιας πολιτικής. Σε αυτό το πλαίσιο καλείται να λειτουργήσει και η αυτοδιοίκηση.

Έτσι, ενώ η βασική σκέψη είναι σωστή, δεν φαίνεται σκόπιμο να μπορούν να περιορίζουν οι Σχολές κατά το δοκούν την πρόσβαση, προβλέποντας οσοδήποτε υψηλή (ή ενδεχομένως, από την άλλη, και χαμηλή) ελάχιστη επίδοση σε ένα εξεταζόμενο μάθημα. Όσο δεν πρέπει να αγνοείται η αντίληψη των Πανεπιστημίων για τον ενδεδειγμένο αριθμό νέων φοιτητών, άλλο τόσο πρέπει ο αριθμός αυτός να εντάσσεται σε έναν ενιαίο σχεδιασμό για τον ακαδημαϊκό χάρτη της χώρας. Σε αυτό το σημείο, σημαντικό είναι να μην επηρεαστεί υπέρμετρα η συζήτηση από ορισμένες περιπτώσεις βάσεων, έστω δυσάρεστα χαμηλών. Γενικότερα, το ζήτημα των νέων φοιτητών φαίνεται κατάλληλο προς αντιμετώπιση στο πλαίσιο της εθνικής στρατηγικής για την ανώτατη εκπαίδευση, που καταρτίζεται με εισήγηση της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘ.Α.Α.Ε.), και των συμφωνιών προγραμματικού σχεδιασμού των Πανεπιστημίων με το Υπ. Παιδείας, όπως αυτά προβλέπονται στον νόμο 4653/2020. Με χρήση αυτών των ρυθμίσεων μπορεί να επιτευχθεί και ο συγκερασμός μεταξύ θέσεων των Σχολών και ενιαίου σχεδιασμού για τον αριθμό των νέων φοιτητών.

*Ο Γιώργος Ψαρουδάκης είναι Επίκουρος Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή