Oσο ο καιρός είναι καλός θα τους δεις νωρίς το πρωί του Σαββατοκύριακου να περπατούν με γρήγορο βάδην στα μικρά ξέφωτα του Αλσους Βεΐκου. Μαζί με όσους κάνουν την πρωινή τους γυμναστική στα υπαίθρια όργανα ή τρέχουν στο γήπεδο του στίβου, οι γονείς των παιδικών πάρτι ακροβολίζονται στα υψώματα του καταπράσινου πάρκου, κάτω από δέντρα και κιόσκια. Τώρα, με μάσκες στα πρόσωπα και αντισηπτικά ανάμεσα στα τυροπιτάκια, οι «πρωινοί» του άλσους κρεμάνε μπαλόνια γενεθλίων στα κλαδιά των δέντρων, ενώ όσο περνάει η ώρα βλέπεις τους «μεσημεριανούς» να απλώνουν πολύχρωμα τραπεζομάντιλα για ένα πικ-νικ κάτω από τη σκιά των δέντρων προτού πέσει ο ήλιος και το πάρκο γεμίσει με παιδικά καρότσια, παγωτά και καλαμπόκια στα κάρβουνα.
Το Αλσος Βεΐκου αποτελεί σταθερό σημείο αναφοράς για το Γαλάτσι. Πρόκειται για έναν από τους λίγους δημοτικούς, πράσινους, ανοιχτούς χώρους της Αθήνας που παραμένει καλοδιατηρημένος και έχει να δώσει κάτι σε όλους: παιδικές χαρές για τους μικρούς επισκέπτες, χώρους άθλησης, καφέ, θερινό σινεμά και βόλτες στον λόφο της Φιλοθέης, στα Τουρκοβούνια, στα άτυπα σύνορα των δύο περιοχών.
Τα μονοπάτια του εκτίμησαν αρκετοί, ανάμεσά τους και εγώ, κατά τη διάρκεια της καραντίνας. Μια συνήθεια που ξεκίνησε από ανάγκη αλλά συνεχίζεται και τώρα αφού μόλις ανέβεις λίγα μέτρα πιο ψηλά από την πολυσύχναστη Λεωφόρο Βεΐκου η βοή των αυτοκινήτων εξαφανίζεται. Η ανηφόρα, που μπορεί να γίνει απαιτητική σε μερικά σημεία, είναι βέβαιο ότι θα σε αποζημιώσει στην κορυφή της καθώς θα σου προσφέρει μια μοναδική θέα του Λεκανοπεδίου από ύψος που αγγίζει τα 350 μέτρα. Το Γαλάτσι βρίσκεται στο πιο προνομιακό μπαλκόνι της Αθήνας και είτε βρεθείς στο άλσος ή στους φιδογυριστούς δρόμους του Πανοράματος, η θέα κόβει την ανάσα.
Αυτή όμως είναι η ευχή και η κατάρα της περιοχής. Ποιος θα μπορούσε να αντισταθεί σε μια τέτοια θέα και σε μια περιοχή που ήταν γνωστή για το καλό της κλίμα και το πιο σημαντικό, την αφθονία της σε νερό; Την απάντηση μας τη δίνει η ίδια η εικόνα από ψηλά. Αυτό που βλέπει κανείς κάτω από τον ορίζοντα είναι μια θάλασσα από τσιμέντο. Βουτώντας μέσα της αποκαλύπτεται στον επισκέπτη η ιστορία της πόλης και εν μέρει της σύγχρονης Αθήνας, η οποία ξεκίνησε από ένα φυσικό υλικό που βρίσκεται παντού στα Τουρκοβούνια. Την πέτρα.
Οι λόφοι του Γαλατσίου αποτελούνται από ασβεστολιθικά πετρώματα, κάτι που έφερε στο μικρό χωριό των αρχών του 20ού αιώνα τη λειτουργία λατομείων πέτρας και ασβεστοκάμινων. Ενα από τα πιο γνωστά είναι το Καμίνι των Κρητικών Τσιδάκη και Μιχαλάκη που χτίστηκε το 1930 στην καρδιά του Γαλατσίου και σήμερα λειτουργεί ως πολιτιστικό κέντρο. Η υψικάμινος των 90 μέτρων μπούκωνε με καπνό την περιοχή αλλά παρήγαγε τα απαραίτητα υλικά για να καλυφθούν οι οικοδομικές ανάγκες της πρωτεύουσας. Το Γαλάτσι, γράφει ο Νέστορας Χατζούδης στο βιβλίο του «Το Γαλάτσι και οι Γαλατσιώτες στο διάβα του 20ού αιώνα», διέθετε δύο σημαντικά πλεονεκτήματα για τον σκοπό αυτό. Πλούσια πέτρα καλής ποιότητας και εγγύτητα στα σημεία ζήτησης.
Στο ερώτημα, ποιοι ήταν εκείνοι που εργάστηκαν στην πέτρα και δημιούργησαν το σημερινό Γαλάτσι, ο Μάνος Ελευθερίου μας παραπέμπει στον τόπο καταγωγής του, τη Νάξο. Ο πρόεδρος του Πολιτιστικού και Αθλητικού Οργανισμού του Δήμου Γαλατσίου έλκει την καταγωγή του από το πετρόκτιστο χωριό της Απείρανθου και μας λέει για τους συμπατριώτες που ήρθαν στον οικισμό Γαλάτσι του Δήμου Αθηναίων στις αρχές του 20ού αιώνα.
«Εκτός από τους Ρουμελιώτες που έφτασαν από τους πρώτους στην περιοχή και κάποιους Κρητικούς, από τους πιο εργατικούς ανθρώπους που ήρθαν εδώ ήταν οι Νάξιοι. Γνωρίζουν καλά την πέτρα και εδώ τους δινόταν η ευκαιρία να δουλέψουν. Ο ένας έφερνε τον άλλο, στην αρχή ζούσαν σε παράγκες και σταδιακά, τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 φτιάχτηκε η πόλη», μας λέει. Οι Ναξιώτες εγκαθίστανται γύρω από μια μικρή ταβέρνα της περιοχής που έγινε στέκι των εργατών στα νταμάρια, την ταβέρνα του Λιναρά, στο νούμερο 69 της Λεωφόρο Γαλατσίου.
Μεταναστευτικές ροές προς το Γαλάτσι, γράφει ο Χατζούδης, υπήρξαν και από άλλα μέρη της χώρας, όπως την Ηπειρο, την Πελοπόννησο, το Ασβεστοχώρι της Μακεδονίας, τις Κυκλάδες και τη Λέσβο. Ωστόσο, οι κάτοικοι της Νάξου αποτελούσαν τον μεγαλύτερο πληθυσμό που όμως εμφάνιζε ένα παράδοξο. Ενώ οι περισσότεροι σχημάτιζαν συλλόγους με το τοπωνύμιο ενός γεωγραφικού διαμερίσματος, εκείνοι ίδρυσαν πολιτιστικούς συλλόγους ανάλογα με τον ιδιαίτερο τόπο καταγωγής τους. Ετσι, στο Γαλάτσι υπάρχουν πάνω από δέκα διαφορετικοί σύλλογοι Ναξιωτών. «Υπάρχει ένας έντονος τοπικισμός και μια διαφορετικότητα. Κάθε χωριό στη Νάξο έχει τα δικά του ήθη και έθιμα και υποθέτω ότι οι παλιοί ήθελαν να παντρέψουν τα παιδιά τους με παιδιά από το χωριό τους», συμπληρώνει ο κ. Ελευθερίου.
Κάπως έτσι οι λιγοστοί κάτοικοι του Γαλατσίου αναπτύσσονται εκατέρωθεν της Λεωφόρου Γαλατσίου σχηματίζοντας τις συνοικίες Ναξιώτικα (σημερινά Περιβόλια) και τα Κρητικά στις αρχές του 20ού αιώνα. Αργότερα αναπτύσσεται η Λαμπρινή και τα Μενιδιάτικα και τα Καραγιαννέικα από αγρότες και βοσκούς που έφερναν τα πρόβατα τους από το Μενίδι για βοσκή. Την περιοχή αλλάζουν το εργοστάσιο μπίρας των αδελφών Κλωναρίδη στις αρχές της Γαλατσίου και το ξενοδοχείο «Δροσιά» που προσφέρει τον χώρο του για δεξιώσεις της εποχής. Το νερό που ρέει άφθονο χάρη στα υπόγεια ρέματα και ακόμα είναι ορατό στην αρχική του πηγή, στην πλατεία της Αγίας Γλυκερίας, ξεδιψά τους κατοίκους και αρδεύει τα πλούσια περιβόλια της περιοχής. Η Μικρασιατική Καταστροφή και αργότερα οι προσφυγικοί συνοικισμοί που δημιουργούνται αυξάνουν τη ζήτηση για οικοδομικά υλικά οπότε συρρέουν εργάτες και κάτοικοι στο Γαλάτσι. Το 1930 έρχονται με λεωφορείο από την Αθήνα.
Στην «Ομορφοκκλησιά» και στα μπαρ της πλατείας
Απέναντι από το άλσος βρίσκεται ο ναός του Αγίου Γεωργίου, η λεγόμενη «Ομορφοκκλησιά». Ενα βυζαντινό μνημείο που ανοίγει μόνο τέσσερις φορές τον χρόνο και μέσα του κρύβει μοναδικές τοιχογραφίες του 13ου αιώνα, με πιο γνωστή την εικόνα του Παντοκράτορα, για την οποία είχε δηλώσει τον θαυμασμό του ο ζωγράφος Φώτης Κόντογλου. Πρόκειται επίσης για ένα από τα λιγοστά ίχνη του γαλατσιώτικου παρελθόντος που δεν χάθηκε από την απότομη οικιστική ανάπτυξη που βίωσε η περιοχή μετά το 1970. Η ταβέρνα του Λιναρά, παλιά στέκια όπως το μπαρ Le Roi, κινηματογράφοι που άφησαν εποχή, όπως ο «Αλέξανδρος», έχουν κλείσει ή κατεδαφιστεί για ακόμα μια πολυώροφη πολυκατοικία. Σήμερα, το Γαλάτσι μοιάζει με το σχήμα ενός σταυρού: ενώνει την Κυψέλη με τα βόρεια προάστια και δίνει διέξοδο προς τη λεωφόρο Κηφισίας για τα Πατήσια και τις γύρω περιοχές, με αποτέλεσμα να δέχεται μεγάλο κυκλοφοριακό φορτίο. Το βράδυ, η Βεΐκου αλλάζει χρώματα από τα φώτα των κάθε λογής καταστημάτων, μπαρ και καφέ που αναπτύσσονται εκατέρωθεν του δρόμου, ενώ μια πιο παρεΐστικη κατάσταση θα βρει κανείς στα καφέ και τα μπαρ γύρω από την πλατεία του Αγίου Ανδρέα. Το παγωτό της «βιοτεχνίας» Il Vero είναι πάντα μια καλή ιδέα χειμώνα – καλοκαίρι, όπως και το μικρό αλλά θαυματουργό ουζερί «Λέσβιον» που βρίσκεται στα ψηλά του Γαλατσίου.
Στην πυκνοδομημένη πολιτεία μπορεί ο αέρας να μη δροσίζει όπως παλιά, αλλά οι συκιές και οι μουριές της που βρίσκονται διάσπαρτες στα πιο απίθανα μέρη δεν θα σας αφήσουν χωρίς γευστικούς καρπούς και όσο ανεβαίνετε πιο ψηλά θα νιώθετε το βάλσαμο της φύσης αλλά και την ευθύνη για τη διατήρησή της.