Το παιδί που γελάει

2' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ξύπνησε από έναν ήχο. Καθισμένη στην καρέκλα της, είχε κλείσει για λίγο τα μάτια της.

Η αποψινή ήταν μία από αυτές τις ήσυχες νύχτες. Η βάρδια της είχε ξεκινήσει στις έντεκα και θα τέλειωνε στις επτά το πρωί. Τα παιδιά κοιμούνταν στα κρεβάτια τους με κάποιο γονιό δίπλα τους. Ολόκληρη η κλινική βυθισμένη σ’ ένα γλυκό, νανουριστικό ημίφως. 

«Ακουσες κάτι;» ρώτησε την προϊσταμένη. «Οχι», είπε εκείνη ξερά. «Ιδέα σου ήταν». «Μπορεί να το ονειρεύτηκα πάλι», είπε – περισσότερο στον εαυτό της. 

Βγήκε έξω, στον διάδρομο. Εσυρε τα βήματά της έως το δωμάτιο 22 και έστησε αυτί. Δοκίμασε ν’ ανοίξει, μα ήταν κλειδωμένη η πόρτα. Οπως κάθε δωμάτιο που δεν είχε ασθενή: απολυμαινόταν, σφραγιζόταν και μετά παρέμενε κλειδωμένο έως ότου υποδεχθεί κάποιο νέο παιδί που είχε νοσήσει.  
Το άκουσε ξανά. Μέσα από το άδειο, κλειδωμένο δωμάτιο. Ενα παιδί που έκλαιγε. Επειδή πονούσε. Επειδή φοβόταν. Επειδή ήθελε να γυρίσει σπίτι του. «Μην κλαις», του ψιθύρισε απ’ έξω. «Σε παρακαλώ, μην κλαις», επανέλαβε σιγανά, πολύ σιγανά, μην την ακούσει καμία συνάδελφός της και την περάσει για τρελή.

«Τελευταία δείχνεις κάπως», της είπε την επομένη ο φίλος της, ξαπλωμένος στο πλάι της στο κρεβάτι. «Από τότε που πήρες μετάθεση στο παιδογκολογικό». Δεν του απάντησε. Δεν είπε ποτέ τίποτα σε κανέναν. 

Κάποια νύχτα δεν άντεξε. Πήρε στα κρυφά τα κλειδιά από το γραφείο της προϊσταμένης και άνοιξε το δωμάτιο 22. 

Ηταν άδειο φυσικά. Και σκοτεινό. Εκλεισε την πόρτα πίσω της. Δεν άναψε κανένα φως. Διστακτικά πήγε και ξάπλωσε στο κρεβάτι. «Πού είσαι;» ψιθύρισε μέσα στο σκοτάδι. 

Γύρισε στο πλάι και κουλουριάστηκε. «Πού είσαι; Εγώ είμαι εδώ. Ηρθα για σένα». 

Ενιωσε ότι ανεβάζει πυρετό. Σαν να ζαλίστηκε. Ενας ίλιγγος μέσα στο σκοτάδι. Επειτα, ίδρωσε απότομα. Πολύ γρήγορα την τύλιξε μια γαλήνη. 
Κάθε τόσο μισάνοιγε τα μάτια της. Ακόμα ήταν νύχτα. Μέσα στο γλυκό της νανούρισμα άκουσε φωνές έξω από το δωμάτιο. Δύο γυναικείες φωνές. Αναστέναξε. Μάλλον ήταν γογγυσμός παρά στεναγμός. Δεν κατάλαβε από πόσο βαθιά μέσα της αναδύθηκε αυτή η βραχνιασμένη, βελούδινη φωνή.
Ηθελε να φωνάξει τώρα, να τους πει ότι όλα ήταν μια χαρά, ήθελε να τους πει να φύγουν, μα όπως γίνεται στα όνειρα, η φωνή της έβγαινε με δυσκολία.  
«Τι τρέχει;» άκουσε τη μία φωνή έξω από την πόρτα να λέει. «Ακουσε», αποκρίθηκε η δεύτερη. «Ενα παιδί είναι εκεί μέσα». «Μα τι λες;» αντέδρασε η άλλη και άνοιξε την πόρτα για να της αποδείξει ότι το δωμάτιο ήταν άδειο. 

«Βλέπεις;» τη ρώτησε, ανάβοντας το φως. «Κανένας. Ιδέα σου ήταν». 

«Παράξενο», είπε η άλλη νοσηλεύτρια. «Ημουν σίγουρη ότι άκουσα ένα παιδί να γελάει. Γελούσε με την καρδιά του».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή