Καλπάκι, Φούρκα: Οι πρώτες αναχαιτίσεις

Καλπάκι, Φούρκα: Οι πρώτες αναχαιτίσεις

6' 59" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Εκεί εδοξάσθη το τσαρούχι του τσολιά και η αρβύλα του φαντάρου». Με αυτά τα λόγια περιγράφει στο ημερολόγιό του ο τότε υπολοχαγός του Πυροβολικού Γεώργιος Καϊμάρας την ιστορική μάχη στο Καλπάκι Ιωαννίνων, στις αρχές Νοεμβρίου, όπου ανακόπηκε για πρώτη φορά η προέλαση των ιταλικών στρατευμάτων που είχαν εισβάλει στην Ελλάδα. Ο Γ. Καϊμάρας υπηρέτησε στο ελληνοαλβανικό μέτωπο από την έναρξη του πολέμου μέχρι την 28η Απριλίου 1941 – δηλαδή την υποχώρηση του ελληνικού στρατού στην Αθήνα μετά τη γερμανική εισβολή. Στο ημερολόγιό του, το οποίο απέστειλε στην «Κ» η κόρη του Νόρα Παντελάκη, γράφει για την ελληνική νίκη στο Καλπάκι:

«[…] Οταν εφθάσαμεν εκεί [στο Καλπάκι] ενεφανίσθησαν αιφνιδιαστικώς εχθρικά αεροπλάνα ιπτάμενα εις ύψος 2.000 μ. και ερχόμενα προς την κατεύθυνσίν μας. Την στιγμήν εκείνην ο Λόχος του Στρατηγείου έπερνε συσσίτιον. Η συγκέντρωσις των ανδρών επρόδωσε την θέσιν μας εις τους αεροπόρους οι οποίοι ήρχισαν να ρίπτουν τας βόμβας των. Μαζύ με τον Ανθ/γόν Ρίφτην επέσαμε πρηνηδόν κοντά σε ένα πουρνάρι. Αίφνης σφύριγμα δαιμονιώδες και συνεχές έφθανε στα αυτιά μας. Ηταν το σφύριγμα των βομβών που έρριψαν τα αεροπλάνα. “Ο Θεός βοηθός” είπα εις τον Ανθ/γόν και ό,τι θέλει ας γένη. Μετά πάροδον 2 δευτερολέπτων ακούστηκε ο τρομακτικότερος ήχος της πρώτης βόμβας. Η τρίτη βόμβα έσκασε περί τα 5 μ. υψηλότερα από ημάς, τα δε χώματα με τον άμμον μας εκάλυψαν.

Οι υπόλοιπες βόμβες έπεσαν ες απόστασιν μεγαλυτέραν των 50 μ. Αμέσως ακούστηκαν κραυγές πόνου. Κάποιος είχε κτυπηθή. Πράγματι μόλις απεμακρύνθησαν τα αεροπλάνα διεπιστώσαμε ότι μια βόμβα εσκότωσε δυο στρατιώτας του Πεζικού. Του ενός έκοψε τα πόδια του άλλου το χέρι. […]

Καλπάκι, Φούρκα: Οι πρώτες αναχαιτίσεις-1
Επιστολικό δελτάριο του λοχία Π. Κουμερτά προς τη Μ. Δημητροκάλλη. (Αποστολέας: Ι. Γ. Δημητροκάλλης)

Εις την έξοδον της στενωπού του Καλπακίου και εκατέρωθεν ταύτης εθραύσθη η προέλαση των μηχανοκινήτων φαλάγγων των Ιταλών αι οποίαι εβάδιζον συντεταγμέναι διά να φθάσουν το βράδυ στα Ιωάννινα όπως ελέγαν. Εκεί εδοξάσθη το τσαρούχι του τσολιά και η αρβύλα του φαντάρου. Εκεί το πυροβολικόν μας έγραψε τας ωραιοτέρας σελίδας της Ιστορίας του. Το θέαμα είναι απερίγραπτον. Τανκς αναποδογυρισμένα, μοτοσυκλέτες κατά εκατοντάδες πεταμένες, όπλα, οπλοπολυβόλα, πυροβόλα, φυσίγγια και παντός είδους πολεμικόν υλικόν ευρίσκετο εκεί εγκαταλειφθέν υπό των φυγάδων Ιταλών. Ο τόπος είχεν ανασκαφθή τελείως από τας βόμβας των αεροπλάνων και τας οβίδας των πυρ/λων. Η ατμόσφαιρα μολυσμένη και πνιγηρά από τα κατά εκατοντάδας εν αποσυνθέσει κείμενα πτώματα των πεσόντων Ιταλών από το πυκνόν και θεριστικόν πυρ της τοποθεσίας αντιστάσεως. – Το Καλπάκι υπήρξεν πράγματι και το δεύτερο Καπορέτο των Ιταλών».

Η «ματιά» ενός γιατρού

Τις ίδιες ημέρες, σκληρές συγκρούσεις διεξάγονταν στο ύψωμα Προφήτης Ηλίας, στη Φούρκα της Κόνιτσας. Στις συγκρούσεις αφιερώνει 9 σελίδες από το ημερολόγιό του ο γιατρός Αλέξανδρος Καταρόπουλος, το οποίο διασώζουν οι γιοι του Δημήτρης και Ορέστης.

«2 Νοεμβρίου: Πρωί – πρωί διατασσόμαστε v’ αφήσουμε όλα μας τα πράγματα χάμω, και να μην ανησυχούμε, θα μας τα φέρουν αργότερα. Αυτό δε γίνεται για να ’μαστε πιο σβέλτοι κατά την πορεία μας. Και ξεκινούμε. Αλλά η τόση βιασύνη μάς έδωσε λαβή να πιστέψουμε πως βαδίζαμε ασφαλώς προς σύγκρουση με τον εχθρό κι αυτό μας ενέβαλε σε μεγάλη ανησυχία. […] Ομολογώ δεν μπόρεσα να εξηγήσω την τόση μυστικότητα και υποψιάζομαι ότι γινόταν προφανώς για να μη μας επηρεάσουν ψυχικά δυσμενώς, πτοηθούμε και πέσει το ηθικό μας. Αργότερα ξεπρόβαλε αργά-αργά ο ήλιος ανάμεσα απ’ τις φυλλωσιές των δένδρων ενός μπροστινού μας μικρού λόφου. Ω, πόσο απαραίτητος μας ήταν· σωστό βάλσαμο για να στεγνώσουμε και για να ζεσταθούμε. Ανεβαίνουμε κατεβαίνουμε χαμηλούς λόφους περνώντας από δάση και λαγκάδια. Δεν είχε κακοτοπιές κι η πορεία μας δεν ήταν κουραστική. Κάπου δω κοντά, πέρα απ’ το βαθύσκιο ρέμα βρίσκεται το μοναστήρι της Παναγίας Κλάδορνας. Το στομάχι μας άρχισε να διαμαρτύρεται. Μας μοίρασαν μεν από μια γαλέττα, αλλ’ αυτή θέλει δυστυχώς δόντια τρωκτικού για να τραγανιστεί. Το μεσημεράκι ο δρόμος μας άρχιζε ν’ ανηφορίζει καθώς κατευθυνόμασταν προς το βουνό Προφήτη – Ηλία που ’ταν στα νοτιοδυτικά, ύψους κάπου 1.700 μ. Υστερα απο 1 1/2 ώρα το φθάσαμε. Επικρατούσε ησυχία και παρόλο αυτό μέσα μας άρχισε να υποβόσκει μια κάποια ανησυχία. Πριν φθάσουμε πάντως κάτι πρέπει να ’χε συμβεί, γιατί αδειανοί κάλυκες βρέθηκαν χάμω σ’ αφθονία, κι ένας σκοτωμένος φασίστας κείταν, απ’ το στόμα του οποίου μάλιστα πρόβαλλαν δύο χρυσά δόντια και του λείπαν άλλα δύο.

Είμαστε σ’ οροπέδιο λίγα μέτρα πίσω απ’ τη βαλλόμενη γραμμή. Οι σφαίρες σφυρίζουν από πάνω μας κατά ριπές. O εχθρός συγκεντρωμένος κάτω στο βαθύσκιο από μεγάλα πλατάνια ρέμα, και με τμήματα προωθημένα προς την πλαγιά του βουνού μας, δείχνει να ’χει πρόθεση να μας επιτεθεί. Αλλά κι οι δικοί μας, όπως βλέπω, επισπεύδουν τις προετοιμασίες να προφθάσουν να προηγηθούν. Πασκίζουν οι αξιωματικοί μας να συμμαζέψουν τους άντρες να τους ακροβολήσουν γρήγορα. Εγώ άραξα λίγο παραπέρα βορειοδυτικά απ’ το εξωκλησάκι. Εκεί, κάτω απ’ ένα γέρικο δέντρο με μια θεριά κουφάλα στη βάση που χώραγε άνθρωπο, τέντωσα ένα φύλλο αντίσκηνο, και έκανα το σταθμό για τη δουλειά μου. Ξαφνικά κάτι δυσάρεστο συμβαίνει. Κάποιος ανώτερος αξιωματικός είχε τραυματιστεί στην πλαγιά, κι ένας αξιωματικός τρέχει κατατρομαγμένος φωνάζοντας γιατρό. Ρίχνομαι τότε αυτοστιγμής στην πλαγιά με την ψυχή μου στα δόντια γιατί τα πυρά ήσαν σφοδρά». 

«Από εκεί αρχίσαμε τον ιερό αγώνα»

Καλπάκι, Φούρκα: Οι πρώτες αναχαιτίσεις-2
Η πρώτη σελίδα από το ημερολόγιο του Νικολάου Κωνσταντουδάκη. (Αποστολέας: Κατερίνα Ρόρη)

«Και σ’ ένα μέρος φτάσαμε, Κλεισούρα την ελένε/ που έκαμε μάνες και παιδιά, χρόνια πολλά να κλαίνε./ Και από εκεί αρχίσαμε τον ιερό αγώνα,/ σε Ιστορίες θα γραφτεί και θα διηγάται χρόνια». Στρατιώτης της Πέμπτης Μεραρχίας Κρητών, ο Νικόλαος Κωνσταντουδάκης από την Παλαιόχωρα Χανίων, κατέγραψε στο ημερολόγιό του (το οποίο μας απέστειλε η Κατερίνα Ρόρη), τις εμπειρίες του με έμμετρο τρόπο…

«Εβγαλα τις αρβύλες μου μετά από 6 μέρες, τα πόδια μου έτρεχαν αίματα»

Καλπάκι, Φούρκα: Οι πρώτες αναχαιτίσεις-3
Επιστολή που έστειλε από το μέτωπο στις 22 Ιανουαρίου 1941 ο Δημήτριος Κόκκας στον πατέρα του.

«Μόλις μπήκαμε στο χωριό και μας αντιλήφθηκαν οι Ελληνες το τι έγινε δεν περιγράφεται με λόγια. Τα αγνά και παθητικά φιλιά ανδρών και γυναικών ανεξαρτήτου ηλικίας, ανακατεύονταν με δάκρυα χαράς. Το χωριό όμως εβάλλετο από όλμους πυροβολικού και από σφαίρες. Ηταν πολύ κοντά ο εχθρός. (…) Ο καιρός εξακολουθεί ο ίδιος. Βρέχει πολύ δυνατά και ψιλορίχνει χιόνι. (…) Μείναμε σε ένα σπίτι, του Μπάρμπα Δημήτρη, ενός των πλέον ακραιφνών Ελλήνων της Αλβανίας. Μας έδωσε και φάγαμε νερόβραστες πατάτες με λίγο ρύζι, ένα βλάχικο άνοστο φαγητό, τόσο όμως απαραίτητο για μας που είχαμε να φάμε τόσες εβδομάδες. Επεσα δίπλα στη γωνιά τουρτουρίζοντας. Τα πολλά ξύλα και η δυνατή φωτιά με έκαναν να ξεχάσω την πενηνταεξάωρη (56) περιπέτειά μου.

Μου ’ρθε πάλι στο μυαλό η σκηνή με εκείνο τον Ιταλό αιχμάλωτο στην Καστάνιανη. Ηταν ένα παλληκάρι μέχρι 20 ετών Δεκανέας. Μόλις πλησιάσαμε κοντά του, άρχισε να τρέμει καθώς αντιλήφθηκε ότι είμαστε Ελληνες, παρόλο που είχε τα μάτια του δεμένα. Οταν πήγα από οίκτο να του βάλω ένα τσιγάρο στο στόμα υποχώρησε έντρομος φωνάζοντας: “Μάμα μία”.

Καλπάκι, Φούρκα: Οι πρώτες αναχαιτίσεις-4
Ο ιατρός Αλέξανδρος Καταρόπουλος. (Αποστολείς: Δημήτης και Ορέστης Καταρόπουλος)

Αλλά μήπως είχε άδικο; Τους είχαν πει ότι οι Ελληνες είναι αγριάνθρωποι και ότι θα τους έγδερναν ζωντανούς αν τους έπιαναν αιχμαλώτους. Οταν του είπα “cigarette” και του το άναψα σκύβοντας, γονάτισε και άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. Σπουδαία εμπειρία αυτή για μένα. Μου ήρθε στο μυαλό εκείνη η σκηνή στην Καστάνιανη με τους 7 δικούς μας φαντάρους που μόλις είχαν πάρει το βάπτισμα του πυρός. Τους είχαν μπρούμυτα με την πλάτη κατακόκκινη από το αίμα για να τους θεωρήσουμε τραυματισμένους, ενώ στ’ αυτιά μου ακόμα άκουγα το μουγκρητό του Ιταλού που πέθανε από μόλυνση με το πόδι πρησμένο, τριπλάσιο από το κανονικό. Πανικόβλητοι οι Ιταλοί εγκατέλειψαν τους τραυματίες τους στην Καστάνιανη, τους οποίους ούτε εμείς μπορέσαμε να τους προσφέρουμε καμία βοήθεια γεγονός που μας στεναχώρησε πολύ.

Αποκοιμήθηκα με αυτές τις ζοφερές αναμνήσεις. Πιο βαριά από έναν πεθαμένο, αφού έβγαλα τις αρβύλες μου μετά από 6 μέρες. Τα πόδια μου έτρεχαν αίματα, κυρίως το δεξί γιατί η αρβύλα δεν σωζόταν, παρά μόνο τα κορδόνια τους με τα γύρω επάνω πετσιά της, δεμένα στην τρύπια κάλτσα.
Χαράματα σχεδόν με ξύπνησε ο Διοικητής μου που παρόλα τα 65 του χρόνια, φαίνεται πολύ νεότερος από εμάς. Φύγαμε πάλι για την πρώτη γραμμή που απείχε 400 μέτρα περίπου. Στον δρόμο έτσι όπως βαδίζαμε ο ένας πίσω από τον άλλο και σε απόσταση 4-5 μέτρων με προφύλαξη, ακούω ένα δυνατό σφύριγμα σαν φτερούγισμα βιαστικού πουλιού και ύστερα άλλο, άλλο, τέσσερα όμοια. Μας αντιλήφθηκαν οι εχθροί. Ηταν όλμοι που έσκασαν οι δύο πλάι μας περί τα 60 μέτρα ο ένας, κι ο άλλος σχεδόν μπροστά μου περί τα 7 μέτρα.»
 
Από το ημερολόγιο του Εμμανουήλ Σωτ. Νάκη. (Αποστολέας: Μάνος Μπουρίκας)

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή