Β. Σκουρής: Το κράτος δικαίου ενώπιον του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου

Β. Σκουρής: Το κράτος δικαίου ενώπιον του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου

5' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το πρόσφατο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (Ε.Σ.), δηλαδή το θεσμικό όργανο που αποτελείται από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων, ασχολήθηκε κατά τη Σύνοδό του της 10/11 Δεκεμβρίου 2020 με μία σειρά θεμάτων, από τα οποία στη χώρα μας κυριάρχησαν –δικαιολογημένα– οι αποφάσεις σχετικά με την κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο και τις σχέσεις της Ε.Ε. με την Τουρκία. Ωστόσο, για την ίδια την πορεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι εξόχως σημαντικά τα συμπεράσματα των εργασιών του Ε.Σ. σχετικά με το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο της Ενωσης σε συνδυασμό με το λεγόμενο Next Generation EU, δηλαδή των εργαλείων με τα οποία επιδιώκεται η ανάκαμψη από την πρωτοφανή κρίση της COVID-19. Εδώ υπήρξε σφοδρή αντιπαράθεση ως προς τη συγκεκριμενοποίηση της δέσμευσης για γενναία χρηματοδότηση που θα λάβουν τα κράτη-μέλη από το Next Generation EU με την τήρηση των βασικών αρχών του κράτους δικαίου, δέσμευση που είχε αποφασισθεί στην προηγηθείσα Σύνοδο του Ε.Σ. τον Ιούλιο 2020. Πίσω από την αντιπαράθεση αυτή κρύβεται η ανησυχία ορισμένων κρατών-μελών, όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία, που επανειλημμένως έχουν κατηγορηθεί από τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. (και ιδίως από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Επιτροπή) και σε αρκετές περιπτώσεις έχουν μάλιστα καταδικασθεί από το Δικαστήριο της Ε.Ε., επειδή έχουν παραβιάσει αρχές του κράτους δικαίου, να στερηθούν την προσδοκώμενη πρόσβαση στα ευρωπαϊκά ταμεία. Η υπαγωγή της έγκρισης του προϋπολογισμού της Ε.Ε. στον κανόνα της ομοφωνίας επέτρεψε στους ηγέτες της Ουγγαρίας και της Πολωνίας να προβάλουν αξιώ-σεις και να απειλήσουν με βέτο. Τελικώς –και με τη μεσολάβηση της γερμανικής προεδρίας στο Συμβούλιο– αποφεύχθηκε η κρίση και επιτεύχθηκε συμβιβασμός, ο οποίος όμως θέτει μία σειρά από ερωτήματα.

Μετά τις αποφάσεις του Ιουλίου 2020 η Επιτροπή, η οποία διαθέτει και ασκεί τη νομοθετική πρωτοβουλία στην Ε.Ε., εκπόνησε «σχέδιο κανονισμού περί γενικού καθεστώτος αιρεσιμότητας για την προστασία του προϋπολογισμού της Ενωσης» που βρίσκεται στο τελικό στάδιο της ψήφισής του από τα νομοθετικά όργανα, δηλαδή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Στην οριστικοποίηση του σχεδίου αυτού παρεμβαίνει το Ε.Σ. στο κεφάλαιο Ι των συμπερασμάτων του και εξειδικεύει σε 11(!) σημεία τους όρους της συμφωνίας που επιτεύχθηκε στους κόλπους του. Τα σημεία αυτά επιδέχονται μεγάλη συζήτηση, η οποία ωστόσο δεν μπορεί να γίνει στο πλαίσιο ενός ενημερωτικού άρθρου. Αλλωστε, για να γίνουν αντιληπτές η έκταση και η ένταση της παρέμβασης του Ε.Σ. αρκεί η παράθεση του σημείου Ι 2 γ΄ των συμπερασμάτων.

«Προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση αυτών των αρχών (νομιμότητα, απαγόρευση των διακρίσεων και ίση μεταχείριση των κρατών-μελών), η Επιτροπή προτίθεται να αναπτύξει και να θεσπίσει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα εφαρμόσει τον κανονισμό… Σε περίπτωση που ασκηθεί προσφυγή ακύρωσης όσον αφορά τον κανονισμό, οι κατευθυντήριες γραμμές θα οριστικοποιηθούν μετά την απόφαση του Δικαστηρίου (της Ε.Ε.), ώστε να ενσωματωθούν όλα τα σχετικά στοιχεία που θα προκύψουν από την εν λόγω απόφαση… Εως ότου οριστικοποιηθούν οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, η Επιτροπή δεν θα προτείνει μέτρα στο πλαίσιο του κανονισμού».

Παράλληλα το Ε.Σ. χαιρετίζει στο σημείο Ι 3 των συμπερασμάτων «την πρόθεση της Επιτροπής να εγκρίνει δήλωση, προς καταχώριση στα πρακτικά του Συμβουλίου που θα λάβει την απόφαση σχετικά με τον κανονισμό, στην οποία θα εκφράζεται η δέσμευσή της να εφαρμόζει τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 2 ανωτέρω, τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της κατά την εφαρμογή του κανονισμού».

Τι προκύπτει από την απλή ανάγνωση των ανωτέρω σημείων; Πρώτον, το Ε.Σ. απευθύνεται στην Επιτροπή και ορίζει πλαίσιο για την έκδοση κατευθυντήριων αρχών σχετικά με την εφαρμογή του υπό ψήφιση κανονισμού. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι η σύνταξη κατευθυντήριων γραμμών είναι ένα σύνηθες φαινόμενο, προκειμένου η Επιτροπή να ενημερώσει τα κράτη-μέλη, αλλά και τους ιδιώτες που θίγονται από τις αποφάσεις της, με ποιον τρόπο προτίθεται να ασκήσει συγκεκριμένες αρμοδιότητές της. Οπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ενωσης, οι κατευθυντήριες γραμμές συνιστούν εργαλεία αυτοδέσμευσης της Επιτροπής, δεν έχουν όμως κανονιστικό περιεχόμενο και πάντως δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο. Στην προκειμένη περίπτωση το Ε.Σ. δίδει εντολές στην Επιτροπή ως προς τον τρόπο εκπόνησης και τον χρόνο έκδοσης των κατευθυντήριων γραμμών και μάλιστα απαιτεί από την Επιτροπή να μην προτείνει μέτρα στο πλαίσιο του κανονισμού –δηλαδή με άλλες λέξεις να μην εφαρμόσει(!) τον κανονισμό– πριν από την οριστικοποίηση των κατευθυντήριων γραμμών.

Δεύτερον, η παρέμβαση του Ε.Σ. γίνεται ακόμη εντονότερη, καθώς εμπλέκει και το Δικαστήριο της Ενωσης, αφού απαγορεύει στην Επιτροπή να οριστικοποιήσει τις κατευθυντήριες γραμμές όσο χρονικό διάστημα εκκρεμεί ενδεχόμενη προσφυγή ακυρώσεως του κανονισμού. Για να γίνει κατανοητή η σημασία αυτής της ρήτρας, πρέπει να σημειωθεί ότι κατά του υπό ψήφιση κανονισμού μπορεί να ασκηθεί εντός προθεσμίας δύο μηνών προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου. Εδώ το Ε.Σ. έχει προφανώς κατά νουν τα «απείθαρχα» κράτη-μέλη Ουγγαρία και Πολωνία, που άφησαν να εννοηθεί ότι θα καταφύγουν στο ένδικο αυτό βοήθημα, προσφυγή ακυρώσεως μπορούν όμως να ασκήσουν (με περιορισμένες πιθανότητες επιτυχίας) και ιδιώτες, οπότε τίθεται το ερώτημα αν όλες οι προσφυγές ακυρώσεως θα αποτρέπουν τη θέσπιση των κατευθυντήριων γραμμών και συνακόλουθα την επιβολή μέτρων κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού. Στην ουσία μέσω της αναβολής οριστικοποίησης των κατευθυντήριων γραμμών για όσο διάστημα εκκρεμούν προσφυγές ακυρώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου της Ενωσης επιτυγχάνεται η αναστολή εκτελέσεως του κανονισμού, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 278 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ενωσης οι προσφυγές ακυρώσεως δεν αναστέλλουν την εφαρμογή των προσβαλλόμενων πράξεων. Η δε αναστολή της εφαρμογής διατάσσεται μόνον από το Δικαστήριο και μόνον αν συντρέχουν οι αυστηρές προϋποθέσεις, τις οποίες έχει αναπτύξει η νομολογία.

Βλέπουμε λοιπόν ότι οι αποφάσεις του Ε.Σ. της 10/11 Δεκεμβρίου 2020 έχουν βαρύ θεσμικό κόστος. Επιβάλλουν στην Επιτροπή να ασκήσει συγκεκριμένη αρμοδιότητα, την έκδοση κατευθυντηρίων γραμμών, προσδιορίζοντας σε μεγάλο βαθμό το περιεχόμενό τους, αποδίδουν δεσμευτικό χαρακτήρα στις εν λόγω «γραμμές» και τις καθιστούν προϋπόθεση για την εφαρμογή του υπό ψήφιση κανονισμού, ενώ εντάσσουν πιθανές προσφυγές ακυρώσεως του κανονισμού στην όλη διαδικασία και επιτυγχάνουν στην πραγματικότητα την αναστολή εκτελέσεως του κανονισμού χωρίς την απαραίτητη εμπλοκή του Δικαστηρίου της Ενωσης. Και όλα αυτά υποτίθεται ότι γίνονται προκειμένου να ενισχυθεί το κράτος δικαίου στην Ε.Ε., όταν στα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του κράτους δικαίου ανήκει η αρχή της διάκρισης των εξουσιών και ο αμοιβαίος σεβασμός των αρμοδιοτήτων των κρατικών/θεσμικών οργάνων και όταν στο άρθρο 15 παρ. 1 εδάφιο β΄ της Συνθήκης για την Ε.Ε. διαβάζουμε ότι το Ε.Σ. «δεν ασκεί νομοθετική λειτουργία»…

Παραμένει συνεπώς το ερώτημα αν το τίμημα για την επίτευξη της ομοφωνίας στο Ε.Σ. είναι μεγαλύτερο του οφέλους.
 
* Ο κ. Βασίλης Σκουρής είναι ομ. καθηγητής του ΑΠΘ, πρόεδρος του Δικαστηρίου της Ε.Ε. (2003-2015).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή