Οι δύο όψεις του Ρουμελιώτη αγωνιστή Μακρυγιάννη

Οι δύο όψεις του Ρουμελιώτη αγωνιστή Μακρυγιάννη

3' 20" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Γιάννης Βλαχογιάννης ανακάλυψε τα δύο χειρόγραφα του Μακρυγιάννη. Το πρώτο δημοσιεύθηκε με σχόλια του αναδόχου του, το δεύτερο, που κυκλοφόρησε το 1984 με τίτλο «Οράματα και θάματα», υπήρξε κατά τον Βλαχογιάννη «παραλήρημα τρελού». Αν θελήσουμε να εξηγήσουμε την οργή του Ρουμελιώτη αγωνιστή κατά των επώνυμων συγχρόνων του, μπορούμε ίσως να την αποδώσουμε σε φθόνο. Στα «Απομνημονεύματά» του παρελαύνουν οι Κολοκοτρωναίοι, ο Παπαφλέσσας, ο Μαυροκορδάτος και πολλοί ακόμα, στολισμένοι με ποικίλες κατηγορίες. Από την άλλη, ο Μακρυγιάννης αναδεικνύει πολλούς άγνωστους αγωνιστές και δύο γνωστούς συνεργάτες των Τούρκων. Αναρωτιέται κανείς γιατί οι δύο αυτοί αποσυνάγωγοι προβάλλονται ως ήρωες.

Η αντιπολίτευση βέβαια που ασκεί ο Μακρυγιάννης στους Μοραΐτες, στον Καποδίστρια, στους Βαυαρούς και στους κουμπάρους του, Μαυροκορδάτο και Κωλέττη, περιέχεται σε κείμενο που κανείς από αυτούς δεν διάβασε ποτέ, με αποτέλεσμα οι σχέσεις του Μακρυγιάννη με αυτούς να παραμένουν αδιατάρακτες. Ο Ρουμελιώτης αγωνιστής φαίνεται να προορίζει τις κατηγορίες του ως κατάθεση για τους επιγενομένους, ώστε να γνωρίζουν το ποιόν των κατηγορουμένων και την ανωτερότητα του ίδιου.

Η κριτική που ασκεί στους περισσότερους ήρωες του Αγώνα μάς οδηγεί λογικά στο συμπέρασμα ότι ο Μακρυγιάννης ήταν αναθεωρητής της Επανάστασης, αφού μας λέει άλλωστε ότι η λευτεριά που γευτήκαμε ήταν τόσο κακή, ώστε «θα περικαλούσαμε τον Θεόν να μας αφήσει με τους Τούρκους άλλα τόσα χρόνια για να γνωρίσουμε τι θα πη πατρίδα, τι θα ειπή θρησκεία, τι θα ειπή φιλοτιμία, αρετή, τιμιότη».

Είναι φανερό ότι η οθωμανική πραγματικότητα ευνοούσε τους επαγγελματίες ενόπλους περισσότερο από ό,τι το ελεύθερο ελληνικό κράτος. Τους παρείχε ευκαιρίες ως μισθοφόρους και ευελιξία στην επιλογή συμμάχων. Το ελληνικό κράτος άφησε πολλούς απέξω, αλλά όχι τον Μακρυγιάννη.

Ο Μακρυγιάννης κατέγραψε τις αναμνήσεις του ανάμεσα στο 1829 και στο 1840. Περιγράφει έτσι με την αντίληψη της νεωτερικότητας την προνεωτερική εποχή των πρώτων ξεσηκωμών του Αγώνα. Οταν προβαίνει στις γνωστές παραινέσεις του, «το εγώ να γίνει εμείς», βρίσκεται ακόμα στην περιγραφή του εμφυλίου ανάμεσα σε Ρούμελη και Υδρα εναντίον του Μοριά. Τον καιρό δηλαδή που οι Ρουμελιώτες διαγούμιζαν τις περιουσίες των Πελοποννησίων. Οι αναχρονισμοί ανάμεσα στην εποχή κατά την οποία διαδραματίζονται τα γεγονότα αυτά και σε εκείνη της αποτίμησής τους αποτελεί μόνιμο πρόβλημα επαλήθευσης του αφηγήματος.
Την ανάδειξη της λογοτεχνικής αξίας του κειμένου του Μακρυγιάννη ανέλαβαν κορυφαίοι Ελληνες δημιουργοί, όπως οι Γιώργος Σεφέρης και Γιώργος Θεοτοκάς. Τι κοινό μπορούσε να έχει ο Σεφέρης με τον αγράμματο αγωνιστή; Και οι δύο ασκούν κριτική κατά των συγχρόνων τους και εξαντλούν την αυστηρότητά τους σε όσους ρύθμιζαν την τύχη της χώρας τους. Ο Σεφέρης, ως μέλος του υπουργείου Εξωτερικών στην εν εξορία ελληνική κυβέρνηση, κεραυνοβολεί τους πρωθυπουργούς Μ. Τσουδερό και Γεώργιο Παπανδρέου, όπως και τον αντιπρόεδρο Παναγιώτη Κανελλόπουλο.

Η σύντομη προσωπική μου γνωριμία με τον Σεφέρη μού άφησε την εντύπωση ενός κλειστού ατόμου που μοιραζόταν τον εσωτερικό του κόσμο μόνο με τους αναγνώστες της ποίησής του. Ομως και ο Κανελλόπουλος δε συγχωρούσε τις αδιακρισίες του Σεφέρη. Θεωρούσε τον Τάκη Παπατσώνη καλύτερο ποιητή και τον Σεφέρη αστοιχείωτο μουσικά, ενώ πίστευε ότι η τέχνη αυτή ήταν απαραίτητο εφόδιο των ποιητών. Ο φιλόμουσος Κανελλόπουλος δεν κατάλαβε ποτέ την πεζολογική ποίηση του Σεφέρη.

Η μεγάλη ανακολουθία του Μακρυγιάννη για όσους έχουν διαβάσει τα γραπτά του είναι ότι κατηγορεί τους Ελληνες για τους εμφυλίους και από την άλλη υπερασπίζεται αυτούς που υπερέχουν σε έργα καταστροφής.

Στην πολιορκία της Αρτας από τις δυνάμεις του Αλή Πασά εναντίον του σουλτάνου, ο Μακρυγιάννης κατσαδιάζει τα παλικάρια του γιατί βασανίζουν τους χριστιανούς ώστε να αποκαλύψουν τις κρυψώνες των περιουσιών τους και στη συνέχεια μας πληροφορεί ότι ο ίδιος έλαβε τα 2/3 της λείας επειδή ήταν αρχηγός. Πρόκειται βέβαια για την ιδιοτέλεια που ο προνεωτερικός άνθρωπος προβάλλει με υπερηφάνεια έναντι του νεωτερικού, που φροντίζει για το καλό των ομοίων του.

Ο Μακρυγιάννης είναι σίγουρα ο αγωνιστής της προνεωτερικότητας και της κατακερματισμένης κοινωνίας, όπως τη χαρακτηρίζει ο Ερνεστ Γκέλνερ. Καμώνεται όμως τον νεωτερικό άνθρωπο της κοινωνίας του Καποδίστρια και των Βαυαρών, αλλά η μέριμνά του για τη δικαιοσύνη αφορά κυρίως το δίκιο του ίδιου. Η ένταση αυτού του διχασμού ίσως προκάλεσε και το τελικό παραλήρημα στο δεύτερο κείμενό του.
 
* O κ. Θάνος Βερέμης είναι ομότιμος καθηγητής στο ΕΚΠΑ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή