Γ. Δελλής: ν+2 (;) στα ΑΕΙ, μια δύσκολη εξίσωση

Γ. Δελλής: ν+2 (;) στα ΑΕΙ, μια δύσκολη εξίσωση

3' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το υπουργείο Παιδείας προτείνει την εισαγωγή ανώτατου χρονικού ορίου για τις σπουδές στα ΑΕΙ. Πρόκειται για το λεγόμενο «ν+2», σύμφωνα με το οποίο η ελάχιστη (τετραετής) διάρκεια των σπουδών επιμηκύνεται το πολύ για δύο έτη, με δυνατότητα επιπλέον εξαιρέσεων και παρατάσεων για συγκεκριμένους λόγους. Με τον απλό αυτό τύπο επιχειρείται να δοθεί απάντηση σε μια ομολογουμένως περίπλοκη εξίσωση, αντίστοιχη των μαθηματικών σπαζοκεφαλιών που αναζητούν τον λύτη τους ανά τους αιώνες. Μόνο που η λύση στο συγκεκριμένο πρόβλημα δεν θα προέλθει από στενά ορθολογικές και αποδείξιμες μεθόδους. Ακόμη χειρότερα, μια ατυχής απόπειρα θα έχει κόστος για το πανεπιστήμιο. Θα πάει τα πράγματα πίσω, καθώς θα εκληφθεί ως νίκη από εκείνους που υπεραμύνονται του στρεβλού status quo. Το ρίσκο είναι μεγάλο, ευθέως ανάλογο του επαίνου που αναλογεί στην υπουργό σε περίπτωση επιτυχίας.

Μιλώντας με τους φοιτητές μου αλλά και με τους φοιτητές γιους μου –οι δεύτεροι μου «τα χώνουν» πιο άνετα από τους πρώτους– διαισθάνομαι ότι το μεγαλύτερο πρόσκομμα στις συζητούμενες αλλαγές είναι μια, όχι ακατανόητη, θεσμική δυσπιστία. Πρωτίστως, απέναντι στο ίδιο το πανεπιστήμιο και στα όργανά του. Η δυσπιστία αυξάνεται από τη χρήση των λάθος επιχειρημάτων υπέρ των μεταρρυθμίσεων. Το μεγαλύτερο όφελος του ανώτατου ορίου σπουδών είναι ότι παρέχει τα κατάλληλα κίνητρα –και αντικίνητρα– στον νεοεισερχόμενο, ώστε ολοκληρώνοντας σε εύλογο χρόνο να αποκομίσει τα περισσότερα οφέλη. Η έλλειψή του έχει οδηγήσει νέους με εξαιρετικά μυαλά να σπαταλήσουν χρόνια από τη ζωή τους. Ωστόσο, η συγκεκριμένη αλήθεια αναφέρεται περιθωριακά στη συζήτηση. Η έμφαση δίνεται στο, υποτίθεται, μεγάλο διοικητικό κόστος που προκαλούν οι «αιώνιοι φοιτητές». Παράλληλα, δεν ακούγεται η φωνή εκείνων τους οποίους αφορά προεχόντως το μέτρο: των «πραγματικών» φοιτητών και όχι των «αιωνίων». Παραμερίζοντας τα μειοψηφικά ιδεολογήματα, οι βαθύτερες επιφυλάξεις εντοπίζονται στο κατά πόσον το μέτρο δεν θα μετατραπεί σε εργαλείο αποκλεισμών. Αν θα υπάρξουν στην πράξη (παρά τις νομοθετικές εξαγγελίες) οι κατάλληλες δικλίδες ώστε όσοι εργάζονται, αντιμετωπίζουν ένα προσωπικό πρόβλημα ή επιθυμούν τεκμηριωμένα να αξιοποιήσουν διαφορετικά ένα εμβόλιμο διάστημα μέχρι την ολοκλήρωση της φοίτησης, να μην βρεθούν εκτός των πυλών.

Ας μη βιαστούμε να απορρίψουμε τις επιφυλάξεις τους. Και οι 20χρονοι εαυτοί μας δυσπιστούσαν απέναντι στους θεσμούς χωρίς να έχουν πάντα άδικο. Ποιος εγγυάται σήμερα ότι εκείνοι που με τόσο κόπο εισάγονται στα πανεπιστήμια, αλλά κινδυνεύουν να κοπούν για μία ακόμη φορά από ένα στραβόξυλο –πάντα θα υπάρχουν στραβόξυλα– την τελευταία εξεταστική περίοδο που τους δίνει ο νόμος, θα προστατεύονται μέσω διαφανών και αντικειμενικών αναβαθμολογήσεων; Ή ότι το αίτημά τους για διακοπή και επανεκκίνηση των σπουδών θα εξεταστεί προσηκόντως; Τέτοια αντίβαρα δεν έχουν επαρκώς δημιουργηθεί διότι, απλούστατα, δεν ήταν απαραίτητα στο τέλμα που είχαμε περιέλθει. Ούτε υπήρξε συστηματική προσπάθεια βελτίωσης όλα αυτά τα χρόνια, με ευθύνη όλων μας, των φοιτητικών παρατάξεων συμπεριλαμβανομένων.

Οι υγιείς φοιτητικές αντιδράσεις στις –επί της αρχής απαραίτητες– τομές που επιχειρεί το υπουργείο Παιδείας είναι μια κραυγή για καλύτερα πανεπιστήμια. Μια κραυγή που επιβάλλεται να αφουγκραστούμε, χωρίς να παραιτηθούμε από την αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων. Να δημιουργήσουμε το οργανωτικό περιβάλλον ώστε ο κάθε φοιτητής να μην καταντά απρόσωπη μονάδα, παρατημένη στο χάος μιας παρατεταμένης ακινησίας. Αλλά και ο νομοθέτης ας αντιληφθεί ότι η ουσία δεν βρίσκεται στο παζάρι για το ακριβές χρονικό όριο των σπουδών –ν+2, ν+3 ή άλλο– όσο στην ανάγκη για ένα πιο ανοιχτό, πιο θεσμικά ώριμο, άρα πιο δίκαιο και εντέλει καλύτερο πανεπιστήμιο. Αυτή είναι η πιο δύσκολη εξίσωση από όλες, στην επίλυση της οποίας θα πρέπει να συμβάλει κάθε προτεινόμενο μέτρο· διατηρώντας παράλληλα την επαφή με τη –συχνά σιωπηλή, αλλά όχι αδιάφορη– πλειονότητα του φοιτητικού σώματος, στο οποίο εντέλει απευθύνεται. Για να μην καταντήσει το νομοσχέδιο απρόσφορη απόπειρα, μία ακόμη, χρήσιμη μόνο για προεκλογική κατανάλωση του τύπου «εμείς πάντως ψηφίσαμε μέτρα, αλλά κάποιοι δεν τα εφαρμόζουν». Βλέποντας τις εκατέρωθεν ακρότητες στη δημοσιογραφική κάλυψη και στη διαδικτυακή συζήτηση για το –ακόμη πιο ακανθώδες– ζήτημα της φύλαξης των ΑΕΙ, παραμένω ανήσυχος, παρότι είμαι βέβαιος για τις καλές προθέσεις της υπουργού. Ας μη χαθεί και 
αυτή η ευκαιρία.
 
* Ο κ. Γιώργος Δελλής είναι καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή