Ο επετειακός εορτασμός της Ελληνικής Επανάστασης δεν στάθηκε ποτέ τυχερός. Τα εκατό χρόνια της (1921) συνέπεσαν με τη Μικρασιατική Εκστρατεία, τα εκατό πενήντα (1971) πέσανε μέσα στη δικτατορία, ενώ τα φετινά διακόσια μέσα στην παγκόσμια πανδημία. Ατυχία! Από την άλλη, ας σκεφτούμε, για να μη μελαγχολήσουμε ολότελα, μήπως η πανδημία με όλα τα δεινά της μας γλιτώνει από πολλούς δεκάρικους λόγους και από ποικίλες κακογουστιές. Τίποτε δεν μπορεί να αντισταθμίσει τις ζωές που χάνονται, αλλά ίσως τούτη η πικρή πραγματικότητα μέσα στην οποία ζούμε να είναι η καταλληλότερη φιλοσοφική στιγμή για έναν εορτασμό περισσότερο ουσιαστικό και λιγότερο θορυβώδη, καθώς μας διδάσκει από μόνη της ότι τίποτε στην Ιστορία (όπως ακριβώς και στη ζωή) δεν είναι βέβαιο και δεδομένο, ότι όλα είναι απρόβλεπτα, μια ανοιχτή δυνατότητα, ότι η Ιστορία δεν υπακούει σε νόμους αλλά είναι το πεδίο για την άσκηση της ανθρώπινης επινοητικότητας και δημιουργικότητας, ένα πεδίο μάλιστα όπου δεν παίζεις ποτέ μόνος σου, παίζουν πάντα και πολλοί άλλοι, ο καθένας με τις δικές του επιδιώξεις.

Τούτη η νέα επιστημονική γνώση που αθροίζεται σιγά σιγά, όταν περάσει, με όλη την αναγκαία βραδύτητα, στην εκπαίδευση, μπορεί να αποτελέσει τη στέρεη βάση για να απαλλαγεί η ιστορική αυτοκατανόησή μας από πολλούς μύθους. Ενας από τους πιο αφελείς, κατά τη γνώμη μου, που εντάσσεται πάντως στο προσφιλές μας εθνικό άθλημα της αυτομαστίγωσης, είναι ότι οι Ελληνες έχουν μέσα τους το μικρόβιο της διχόνοιας, αυτή είναι που δεν τους αφήνει να μεγαλουργήσουν, και απόδειξη ότι άρχισαν να αλληλοσφάζονται πριν καλά καλά ελευθερωθούν. Τούτος ο αφελής όσο και βολικός εθνικός μύθος έχει μάλιστα και την επικύρωση του Σολωμού στον «Υμνο». Μα δεν υπήρξε Επανάσταση, χωρίς εμφύλιο. Οι εμφύλιες συγκρούσεις της Ελληνικής Επανάστασης είναι παιδική χαρά μπροστά σε ό,τι ακολούθησε τη Γαλλική. Κοινωνία σημαίνει αυτονόητα διαίρεση και σύγκρουση, και εν προκειμένω, μιας και ο λόγος για ιστοριογραφία, σημαίνει και σύγκρουση ερμηνειών.
Πάνω στην αλήθεια των πραγμάτων, χωρίς φόβο για τις διαφορετικές και αντιφερόμενες ερμηνείες και αυτοερμηνείες, μπορούμε να οικοδομήσουμε ως κοινωνία την ήρεμη αυτοπεποίθηση που τόσο μας λείπει. Αυτοπεποίθηση, μακριά από κάθε αυτοϋποτίμηση και απαξίωση όσων έχουμε πετύχει, αλλά σεμνή και ήρεμη αυτοπεποίθηση, χωρίς δηλαδή υποτίμηση των άλλων και χωρίς παραληρηματικές ιδέες μεγαλείου. Αυτή την ήρεμη αυτοπεποίθηση, τόσο αναγκαία στην Ιστορία (όπως ακριβώς και στη ζωή), θα μπορούσα να την πω αλλιώς αληθινή αγάπη για την πατρίδα, την παράδοσή της, τη γλώσσα της, τους ανθρώπους της.
* Ο κ. Σταύρος Ζουμπουλάκης είναι φιλόλογος, συγγραφέας και πρόεδρος του Εφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης.
Περισσότερα άρθρα του αφιερώματος της «Κ» με τίτλο: «Ελλάδα του ’21, του σήμερα και του αύριο»