Τουρισμός, σε αναζήτηση του μέτρου

Τουρισμός, σε αναζήτηση του μέτρου

Η «Κ» ανοίγει τη συζήτηση για τη βιώσιμη ανάπτυξη των πόλεων και των νησιών την επόμενη μέρα της πανδημίας

20' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πόλεις και τόποι διεθνώς έχουν πληγεί από τους φρενήρεις αναπτυξιακούς ρυθμούς. Ο ακραίος συνωστισμός, η υποβάθμιση του περιβάλλοντος και η αισθητική απαξίωση γίνονται το άλλο πρόσωπο της τουριστικής επιτυχίας. Καθίσταται σαφές ότι η βιώσιμη ανάπτυξη προϋποθέτει αυτογνωσία για την αποσαφήνιση της «φέρουσας ικανότητας» ενός τόπου και αυτοπειθαρχία για την τήρηση των ορίων, πέρα από τα οποία η ανάπτυξη συσσωρεύει κόστος στο παρόν και στο μέλλον.

Καθώς η Ελλάδα εισέρχεται σε μια νέα εποχή δυναμικής ανάπτυξης, ο προσδιορισμός του μέτρου για τη βιώσιμη ανάπτυξη με σεβασμό στο περιβάλλον αναδεικνύεται σε κύριο μέλημα. Η «Κ» ανοίγει τη συζήτηση για τον στρατηγικό σχεδιασμό που θα μας επιτρέψει να αποφύγουμε τις «παγίδες της ανάπτυξης» και να θέσουμε τους όρους για μια Ελλάδα του μέλλοντος, όπου η πρόοδος δεν θα υπονομεύεται από την άμετρη αναζήτηση του άμεσου κέρδους και το περιβάλλον και η ποιότητα ζωής θα γίνονται σεβαστά.

Στο σημερινό Α΄ Μέρος του αφιερώματος ζητήσαμε τη γνώμη έξι προσωπικοτήτων με κατάθεση έργου και προβληματισμών στα βέλτιστα μοντέλα ανάπτυξης νησιών και πόλεων. Ο Γιάννης Α. Αίσωπος, πρόεδρος του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Πατρών, τονίζει ότι ο επανασχεδιασμός της Αθήνας περνάει μέσα από τη γνώση των διαδοχικών φάσεων της πόλης από τότε που ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Ο διευθυντής Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων Δημήτρης Αθανασούλης αποδίδει έμφαση στην προστασία του φυσικού και πολιτιστικού τοπίου των Κυκλάδων. Αναφέρεται στον «κίνδυνο ανατροπής της ισορροπίας μεταξύ τουριστικής ανάπτυξης και διατήρησης των βιώσιμων πόρων» που απειλεί ορισμένα νησιά.

Ο καθηγητής Στρατηγικής στη London Business School και σύμβουλος Στρατηγικής στην Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού (ΕΕΠΠ) Μιχαήλ Γ. Ιακωβίδης προειδοποιεί ότι «η Ελλάδα έχει ήδη αρχίσει να εκπέμπει μηνύματα καταστροφής στους πιο εικονικούς της προορισμούς» και προσθέτει ότι «το μεγαλύτερο πρόβλημα βρίσκεται στα νησιά μας και στη βιωσιμότητά τους». Ο καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Tufts των ΗΠΑ και αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών Γιάννης Μ. Ιωαννίδης προσεγγίζει την Αθήνα με το βλέμμα στο μέλλον, όπου η εξέλιξη της τεχνολογίας θα πολλαπλασιάζει τους ρυθμούς της επικοινωνίας με ευθύ αντίκτυπο στο αστικό τοπίο. «Η επικοινωνία είναι η καρδιά της πόλης», γράφει χαρακτηριστικά. Ο πολεοδόμος-χωροτάκτης και υπεύθυνος Περιβαλλοντικής Πολιτικής της ΕΕΠΠ Μιλτιάδης Λάζογλου αναλύει την έννοια της «φέρουσας ικανότητας», η οποία αφορά το μέγιστο ανεκτό όριο επιβαρύνσεων που μπορεί να δεχθεί μια περιοχή, πέραν των οποίων παύει να υπάρχει ισορροπία ανάμεσα στο περιβάλλον, στην οικονομία και στην κοινωνία της, με αποτέλεσμα να ασκούνται αρνητικές πιέσεις στους μονίμους κατοίκους αλλά και στους επισκέπτες της». Αναφέρεται επίσης σε μελέτη της ΕΕΠΠ για τον προσδιορισμό των «ορίων αντοχής» της Σαντορίνης.

Τέλος, ο ομοτ. καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και πρώην υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Δημήτρης Οικονόμου αναλύει τον σχεδιασμό για την επένδυση στο Ελληνικό και αναφέρεται στις λύσεις οι οποίες προωθούνται για τα ζητήματα που εγείρονται σχετικά με την ενσωμάτωση στην πόλη του νέου μεγάλου συγκροτήματος.

• Την επόμενη Κυριακή το Β΄ μέρος.

Του Γιάννη Μ. Ιωαννίδη*

«Τα πάντα ρει…» μετά την πανδημία

Η συγκυρία ήταν μοναδική. Σκεφτείτε να εμφανιζόταν η πανδημία το 1990, όταν η διασύνδεση της οικονομίας μέσω των εφαρμογών του Διαδικτύου ήταν κυριολεκτικά μηδαμινή σε σχέση με τη σημερινή. Ο browser που πρωτοείδα το 1992 ήταν καθαρή επιστημονική φαντασία.

Το ένα μετά το άλλο, τα κύματα της πανδημίας μετέθεσαν την υλοποίηση του Ευρωπαϊκού Σχεδίου Ανάκαμψης, τροποποιώντας και τους στόχους: Η πανδημία δημιούργησε έξη στην τηλεργασία και στις αγορές μέσω Διαδικτύου σε πρωτοφανή βαθμό, που θα μείνει μαζί μας. Επέτρεψε όμως την παροχή υπηρεσιών και τον συντονισμό δραστηριοτήτων χωρίς φυσική παρουσία, συνέχιση της οικονομικής ζωής σε μειωμένη κλίμακα, σε βαθμό προηγουμένως αδιανόητο, εμποδίζοντας καταβαράθρωση του εισοδήματος. Πολλές δραστηριότητες διακόπηκαν, δημιουργώντας κερδισμένους και χαμένους, ιδιαίτερα στα αδύναμα οικονομικά στρώματα.

Η εφαρμογή των νέων τεχνολογιών όπως και η εκμάθησή τους έγιναν άμεσα επιτακτικές. Στο μέλλον, η διά ζώσης συνεργασία αναπόφευκτα θα συγκρίνεται με την ευκολία της τηλεδιάσκεψης. Η υποκατάσταση όμως δεν είναι τέλεια – «κάτι λείπει!», αυθορμητισμός, σιωπηρή κατανόηση, άμεση συναναστροφή, γλώσσα του σώματος, μη λεκτική συναισθηματική επικοινωνία (που η σημασία της φαίνεται ιδιαίτερα στη σχολική εκπαίδευση). Σε πολλά επαγγέλματα η φυσική παρουσία είναι απαραίτητη.

Μαζί με τον νέο κορωνοϊό θα ενδημούν και οι τεχνολογίες τηλεδιάσκεψης και η τηλεργασία. Με την αναπόφευκτη παρουσία του κορωνοϊού (και νέων ζωονόσων και παθογόνων μικροοργανισμών) αυτό είναι ευκταίο, αλλά απαιτεί ταχύτατη ψηφιοποίηση της οικονομίας μας.

Οι ανθρώπινες διαδράσεις, που υπολειτουργούν στον κυβερνοχώρο αλλά εξαρτώνται απόλυτα από τον φυσικό χώρο, είναι η βάση της παραγωγικότητας, ιδιαίτερα στις σύγχρονες οικονομίες. Οποιαδήποτε αναπτυξιακή πολιτική δεν πρέπει να αγνοήσει την οικονομία στον χώρο, με την ευρεία έννοια που της αποδίδω. Η οποία κάνει πολύ πιο κατανοητή τη σχέση μεταξύ της λειτουργίας της οικονομίας από το επίπεδο της επιχείρησης σε αυτό της πόλης, αλλά και στο εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο. Αλλως, η εξωστρέφειά της είναι αδύνατη.

Η αλληλοεξάρτηση των διαδράσεων στο μικροοικονομικό επίπεδο είναι η πηγή των οικονομιών κλίμακας που επιταχύνουν την οικονομική μεγέθυνση. Τελικά είναι ο αστικός χώρος όπου κάθε είδους αλληλεξαρτήσεις εμφανίζονται σαν καινοτομικές αλλά και δυσλειτουργικές δυνάμεις που καθορίζουν την οικονομική αποτελεσματικότητα και ποιότητα ζωής και ευημερίας. Ο αστικός ιστός απαιτεί ανασχεδιασμό, μέσω παρεμβάσεων που δημιουργούνται από μεταφορά λειτουργιών, μερικές φορές μεγάλων, π.χ. το πρώην αεροδρόμιο του Ελληνικού. Οι σύγχρονες τεχνολογίες διευκολύνουν την ενσωμάτωση αναξιοποίητου δυναμικού στον υπάρχοντα αστικό ιστό. Δυσλειτουργίες λόγω αυξημένης κυκλοφορίας αποφεύγονται σε κάποιο βαθμό μέσω τηλεργασίας.

Η επικοινωνία είναι η καρδιά της πόλης, διευκολύνοντας την αποκέντρωση αλλά και συνύπαρξη δραστηριοτήτων. Τα μεγάλα αστικά κέντρα ωθούν δυνάμεις πολυκεντρικής ανάπτυξης, αξιοποιώντας ελκυστικά ιστορικά κέντρα, με ευκαιρίες ανάπτυξης και καταστολής της υποβάθμισης. Αξιοποίηση φιλόδοξων, μακρόπνοων αναπτυξιακών προγραμμάτων, όπως το σχέδιο της Επιτροπής Πισσαρίδη, η βάση του «Ελλάδα 2.0», εξαρτάται και από επιτυχείς παρεμβάσεις στον αστικό ιστό, σαν αντίβαρο στην τουριστική, που είναι διεσπαρμένη σ’ όλη τη χώρα. Οι υπηρεσίες που πρέπει να προσφερθούν στο τοπικό επίπεδο δημιουργούν άμεση ζήτηση για συγκεκριμένες δεξιότητες και ειδικότητες, πάντως χαμηλότερης ποιότητας από την ανάπτυξη εμπορεύσιμων υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας, που ευνοούν επενδύσεις ανθρωπίνου κεφαλαίου. Ενα ισοζυγισμένο αναπτυξιακό πρόγραμμα προσθέτει ευελιξία και καθιστά την οικονομία λιγότερο ευπρόσβλητη στις διαταραχές των τουριστικών ροών. Το δίδαγμα εκεί είναι σαφές.
Ανέκαθεν στην ιστορία της ανθρωπότητας, αναπάντεχα γεγονότα επηρέασαν το μέλλον αποφασιστικά. Δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στις επιλογές του 2009 ούτε του 2019: «Τα πάντα ρει…».

* Ο κ. Γιάννης Μ. Ιωαννίδης είναι καθηγητής Οικονομικής στην Εδρα Neubauer του Πανεπιστημίου Tufts, αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (https://sites.tufts.edu/yioannides/).

Του Μιλτιάδη Λάζογλου*

Ο τουρισμός και τα όρια αντοχής των νησιών μας

Επειτα από ένα καταστροφικό 2020 για τον τουρισμό έρχεται ένα «χλιαρό» 2021, το οποίο, σύμφωνα με τις προβλέψεις, θα δώσει τη θέση του σε ένα «καυτό» 2022. Ωστόσο, η εν εξελίξει κρίση της COVID-19 αποτελεί έναν πρόσθετο λόγο αλλαγής του τρόπου που ο καθένας μας σκέφτεται, δρα και θέτει προτεραιότητες. Κατ’ αναλογία και ως χώρα έχει έρθει πλέον η ώρα να καταρτίσουμε ένα τουριστικό πρότυπο με σεβασμό προς την τοπική κοινωνία και βασισμένο στα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα: στην ιδιαίτερη φύση, στα τοπία και στον μοναδικό μας πολιτισμό.

Από το 2013 η Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, με στόχο την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης της χώρας, ερευνά τον προσδιορισμό της φέρουσας ικανότητας των ελληνικών νησιών, όπως άλλωστε προβλέπει και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Η φέρουσα ικανότητα αναφέρεται στο μέγιστο ανεκτό όριο επιβαρύνσεων – φορτίσεων που μπορεί να δεχθεί μια περιοχή, πέραν των οποίων παύει να υπάρχει ισορροπία ανάμεσα στο περιβάλλον, στην οικονομία και στην κοινωνία της, με αποτέλεσμα να ασκούνται αρνητικές πιέσεις στους μόνιμους κατοίκους αλλά και στους επισκέπτες της. Η Ελληνική Εταιρεία έχει ήδη εκπονήσει αντίστοιχες μελέτες για τη Σίφνο και την Αμοργό, μεγαλύτερο πρόβλημα της οποίας δεν αναδείχθηκε ο υπερτουρισμός αλλά η προϊούσα ερημοποίηση.

Η πιο πρόσφατη προσπάθεια της Ελληνικής Εταιρείας επικεντρώθηκε στον κορυφαίο προορισμό του ελληνικού τουρισμού, τη Σαντορίνη. Οι πιέσεις που δέχεται το φυσικό περιβάλλον της Σαντορίνης τα τελευταία χρόνια λόγω της προφανούς αδυναμίας διαχείρισης της συνεχώς αυξανόμενης τουριστικής ανάπτυξης, η έλλειψη συστηματικής καταγραφής στοιχείων για κρίσιμες παραμέτρους (όπως π.χ. ο μόνιμος πληθυσμός, η εντός αλλά και εκτός σχεδίου δόμηση, τα δίκτυα υποδομής, ο πρωτογενής τομέας κ.λπ.) και η έλλειψη σε κρίσιμες υποδομές ώθησαν την Ελληνική Εταιρεία να συνεργαστεί με το Σπουδαστήριο Πολεοδομικών Ερευνών του ΕΜΠ και τον Δήμο Θήρας και να προχωρήσει σε μελέτη προσδιορισμού των «ορίων αντοχής» του νησιού. Ο επιστημονικός συντονισμός του έργου ανήκε στον Κωνσταντίνο Σερράο, καθηγητή του ΕΜΠ, και στον Γιάννη Παλαιοκρασσά, πρ. επίτροπο Περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Ενωσης και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ελληνικής Εταιρείας. Ομάδα μελετητών, με ανάδοχο τον Παναγιώτη Βουλέλλη, πολεοδόμο – χωροτάκτη, σε στενή συνεργασία με την προηγούμενη και τη σημερινή δημοτική αρχή, δραστηριοποιήθηκε δυναμικά για μια επιστημονικά ορθή καταγραφή στοιχείων.

Οι υπολογισμοί αφορούν κρίσιμες παραμέτρους (όπως τουριστικές υποδομές, κρουαζιέρα, αμπελοοινική παράδοση και παραγωγή, στοιχεία φύσης και πολιτισμού) και τη σχέση τους με τους φυσικούς πόρους (όπως γεωργική γη, υδατικοί πόροι, τοπίο, γεωλογία κ.ά.).

Η ανάλυση αυτή ακολουθείται από την, εν εξελίξει, κατάρτιση μέτρων και πολιτικών που στοχεύουν στη διαφύλαξη της αειφόρου ανάπτυξης του νησιού. Μεταξύ των προτάσεων είναι η αξιοποίηση της γεωθερμίας ως πηγής κάλυψης των ενεργειακών αναγκών του νησιού, η μελλοντική ένταξη τμήματος της Θήρας και της Θηρασιάς στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς, η επαναχωροθέτηση των μουσείων του νησιού, η διαμόρφωση μέτρων διαχείρισης επισκεπτών και κρουαζιέρας κατά την περίοδο αιχμής, η προστασία και ανάδειξη τοπικών προϊόντων (αμπελώνες, φάβα κ.ά.) και ο περιορισμός τής εκτός σχεδίου αλλά και της αυθαίρετης δόμησης.

Η εμπειρία της Ελληνικής Εταιρείας από τα εγχειρήματα της Σίφνου, της Αμοργού και τώρα της Σαντορίνης αναδεικνύει ότι η συνεργασία της Κοινωνίας των Πολιτών με την επιστημονική κοινότητα και μια αποφασισμένη για αλλαγές Τοπική Αυτοδιοίκηση αποτελεί ένα τρίπτυχο ικανό να συμβάλει στη διαμόρφωση ενός αναβαθμισμένου τουριστικού προτύπου, οικονομικά αποδοτικότερου, κοινωνικά δικαιότερου και επίσης περιβαλλοντικά και πολιτισμικά φιλικότερου από το σημερινό.

* Ο δρ Μιλτιάδης Λάζογλου είναι πολεοδόμος – χωροτάκτης, υπεύθυνος Περιβαλλοντικής Πολιτικής στην Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού.

Τουρισμός, σε αναζήτηση του μέτρου-1
Εκατοντάδες τουρίστες θαυμάζουν τη θέα στην Καλντέρα της Σαντορίνης. Οπως και για πολλούς άλλους δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς, επείγει η κατάρτιση πολιτικών για τη διαφύλαξη της αειφόρου ανάπτυξης του νησιού.

Του Γιάννη Α. Αίσωπου*

Επανεκτιμώντας την Αθήνα

Με τη συμπλήρωση 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση η πρωτεύουσα και όλη η χώρα βγαίνει από μια πολυετή κρίση – αρχικά οικονομική, τώρα υγειονομική. Οι αμφίβολοι πειραματισμοί πεζοδρομήσεων χωρίς αρχιτεκτονική δεν επαρκούν για τη σηματοδότηση της νέας εποχής. Ο επανασχεδιασμός της νέας Αθήνας θα πρέπει να βασίζεται στην επανεκτίμηση, στην εκ νέου πρόσδοση αξίας, σημαντικών τμημάτων της ιστορίας της πόλης, αρχαίας και νεότερης, που, μέσα στον χρόνο, ξεχάστηκαν, θόλωσαν ή απαλείφθηκαν.

Η επιλογή της Αθήνας ως πρωτεύουσας το 1834 επισφραγίζει τη συμβολική σύνδεση με το ένδοξο κλασικό παρελθόν. Το νεοκλασικών αρχών πολεοδομικό σχέδιο της Πόλεως των Αθηνών των αρχιτεκτόνων Κλεάνθη και Schaubert βασίζεται στη δημιουργία ενός τριγώνου μνημειακών αξόνων που οδηγούν ή αναφέρονται σε συμβολικά κτίρια ή συγκροτήματα: την Ακρόπολη και τα ανάκτορα. Το αρχικό σχέδιο τροποποιείται δύο φορές: τα ανάκτορα τοποθετούνται στην πλατεία Συντάγματος, η Ομόνοια γίνεται πλατεία, η τρίτη όμως ακμή του τριγώνου στον Κεραμεικό, η «τρίτη πλατεία», δεν υλοποιείται. Παρόλο που αυτό κάνει την Αθήνα πρωτεύουσα, το νεοκλασικό τρίγωνο δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Στα χρόνια που ακολουθούν, η Αθήνα διογκώνεται και μετασχηματίζεται σε μια εκτεταμένη μεγαλούπολη. Τον ρόλο του νεοκλασικισμού ως στοιχείου ταυτότητας αναλαμβάνει η παράδοση και το τοπίο. Μετά τον Πόλεμο η Αθήνα ανοικοδομείται εντατικά, η νέα, ισοπαχής άμορφη στρώση των αφαιρετικών πρισμάτων των πολυκατοικιών καλύπτει αδιάκριτα το φυσικό αττικό τοπίο: αυτό οδηγεί στην «ατίμωση» και εντέλει στην καταστροφή του, μαζί και στην απώλεια της ταυτότητας που αυτό προσέδιδε. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες εναποθέτουν στην πόλη νέα πολύ μεγάλης κλίμακας δίκτυα υποδομών (αυτοκινητόδρομοι και μέσα σταθερής τροχιάς) που αποτελούν μορφικά κοινότυπες χειρονομίες της διεθνούς πολεοδομίας. Συμπληρώνουν όμως τη διαμόρφωση του ιστορικού τοπίου των λόφων της Αθήνας με την υλοποίηση του αρχαιολογικού περιπάτου γύρω από την Ακρόπολη.

Η μετάβαση από τη μικρή νεοκλασική πόλη πάνω σε αρχαία ίχνη στη σύγχρονη μεγαλούπολη μέσα από ραγδαίες διαδικασίες αστικοποίησης οδήγησε στο να λησμονηθούν, να θολώσουν, να αλλοιωθούν ή και να απαλειφθούν σημαντικά σημεία ή τμήματά της και διέλυσε την ιστορική της συνέχεια. Καθίσταται επομένως επιτακτικό ζητούμενο η «επανεκτίμηση» αυτών των σημαντικών –υλικών ή άυλων, υλοποιημένων ή μη υλοποιημένων– σημείων ή τμημάτων της Αθήνας που υπήρξαν καθοριστικά στη διαμόρφωση της ιστορίας της και η επανα-συσχέτιση των πολιτών της με αυτά μέσω της αρχιτεκτονικής. Αυτό θα επιτρέψει την επανεγκαθίδρυση της ιστορικής συνέχειας της Αθήνας και τη μορφοποίηση της νέας ταυτότητάς της.
Προσμένουμε, 200 χρόνια αργότερα, την ολοκλήρωση του τριγώνου του 1833, που κατέστησε την Αθήνα πρωτεύουσα, με τη δημιουργία της πλατείας Κεραμεικού, θαμμένης σήμερα κάτω από ένα άδειο αμαξοστάσιο. Προσδοκούμε την ανάδειξη της χάραξης και της απόληξης της (αρχαίας) Ιεράς Οδού που οδηγούσε στην είσοδο της πόλης στον Κεραμεικό, καταβυθισμένη ανάμεσα σε κακόγουστης αισθητικής κέντρα νυχτερινής διασκέδασης. Αναμένουμε τη φανέρωση της πλατείας της Βαρβακείου Αγοράς ως μια περιοχή πρασίνου μαζί με χώρους αγοράς όπως την οραματίστηκαν οι Κλεάνθης, Schaubert και Klenze, σήμερα σκεπασμένη κάτω από ένα ανοίκειο μπετονένιο πλάτωμα με σκουπίδια. Προσβλέπουμε στην ολοκλήρωση, έστω και ως ένα πλαίσιο-επιφάνεια, της συνολικής μεγάλης μοντέρνας ηρωικής χειρονομίας του κατατετμημένου κτιρίου Φιξ-ΕΜΣΤ, που κατακρεουργήθηκε από ένα χονδροκομμένο στέγαστρο του μετρό, και την ανάδυση της γειτονικής κοίτης του Ιλισού, τμήμα ενός καινοτόμου αστικού παριλίσιου τοπίου. Αναμένουμε την αποσαφήνιση του άξονα του Πανεπιστημίου Αθηνών που διαπερνά τη φορτωμένη με μικροδιαμορφώσεις οδό Κοραή και χάνεται άδοξα στην αδιάφορη πλατεία Κλαυθμώνος. Προσβλέπουμε στη νέα χρήση της Βαλλιάνειου Βιβλιοθήκης που αποτέλεσε το νεότερο ένα τρίτο της Τριλογίας και υποστήριξε, μέσω της νεοκλασικής μορφής της, τη στρατηγική της εθνοποίησης του νεαρού κράτους. Προσμένουμε, τέλος, τη νέα πλατεία Ομονοίας, ομφαλό της πόλης με ποιητική ακτινοβολία.
 
* Ο κ. Γιάννης Α. Αίσωπος είναι καθηγητής και πρόεδρος του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Πατρών.

Του Δημήτρη Οικονόμου*

Πώς το Ελληνικό μπορεί να ενταχθεί στην Αθήνα

Από τότε που τέθηκε το θέμα της μετακίνησης του αεροδρομίου, άποψή μου για τον χώρο του Ελληνικού ήταν ότι έπρεπε να αξιοποιηθεί για τον μετασχηματισμό της πολεοδομικής οργάνωσης του λεκανοπεδίου: δημιουργία ενός μεγάλου πάρκου, ανάλογου με τον Εθνικό Κήπο (300 στρ.), ανάπτυξη στο υπόλοιπο τμήμα αστικών χρήσεων, αλλά με διαφορετικό τρόπο από τον κυρίαρχο στη μεταπολεμική Ελλάδα, και διάθεση των εσόδων για μείζονες αναπλάσεις στην υποβαθμισμένη δυτική Αθήνα. Τελικά οδηγηθήκαμε σε μια παρεμφερή λύση, όχι από επιλογή, αλλά υπό την πίεση του χρέους.

Προφανώς η ευκαιρία δομικού μετασχηματισμού του ευρύτερου αθηναϊκού χώρου χάθηκε. Το διαφορετικό μοντέλο οικιστικής ανάπτυξης παραμένει όμως ενεργό στοιχείο του εγχειρήματος. Με ποσοστό κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων τουλάχιστον 50% της όλης έκτασης, η σύγκριση με την «κλασική» δημόσια πολεοδόμηση, στην οποία οι χώροι αυτοί σπάνια υπερβαίνουν το 20%, είναι συντριπτική. Το νέο παράδειγμα περιλαμβάνει όμως και άλλα μείζονα στοιχεία, όπως η αλληλουχία σχεδιασμός – υποδομές – οικοδόμηση, αντί της συνήθως αντίστροφης σειράς στην Ελλάδα, όπου αφετηρία της διαδικασίας είναι η άναρχη δόμηση και κατάληξη ο «σχεδιασμός». Το πάρκο μεγάλωσε, φθάνοντας τις 2.000 στρ., στοιχείο θετικό καθαυτό, αλλά με κρίσιμο διακύβευμα τη διαχείριση ενός τέτοιου χώρου πρασίνου στην πράξη.

Ενα εύλογο, κατ’ αρχήν, ερώτημα είναι η κυκλοφοριακή ένταξη του νέου Ελληνικού στον ευρύτερο χώρο. Οι νέοι κάτοικοι θα φθάσουν τις 29.000. Το μέγεθος αυτό αντιστοιχεί στο 14% του πληθυσμού των όμορων δήμων και στο 0,6% του πληθυσμού της μητροπολιτικής Αθήνας. Τέτοια ποσοστά είναι αφομοιώσιμα από το υφιστάμενο σύστημα μεταφορών. Ωστόσο, πρόσθετοι φόρτοι θα γεννηθούν και από τις εμπορικές χρήσεις, που θα προκαλούν υπερτοπικές μετακινήσεις απασχολουμένων και επισκεπτών. Στις κυκλοφοριακές μελέτες του έργου, η επιβάρυνση αυτή καλύπτεται κυρίως με την αύξηση της μεταφορικής ικανότητας των δημόσιων συγκοινωνιών (δύο σταθμοί μετρό, νέα γραμμή τραμ). Ο σχεδιασμός αυτός κινείται σε κατεύθυνση βιώσιμης κινητικότητας, όχι στήριξης στο ιδιωτικό αυτοκίνητο, και τα κυκλοφοριακά μοντέλα δείχνουν όντως οριακή μόνο επιβάρυνση των συνθηκών στους μεγάλους οδικούς άξονες. Παρ’ όλα αυτά, θεωρώ ότι η ενίσχυση και του βασικού οδικού δικτύου είναι αναγκαία, με κύρια συνιστώσα την επέκταση της περιφερειακής του Υμηττού μέχρι τη λεωφόρο Βουλιαγμένης. Προβλέπεται ήδη στο Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας – Αττικής και πρέπει να προωθηθεί στην πράξη, για την εξυπηρέτηση όχι τόσο του Ελληνικού, όσο του συνόλου της νοτιοδυτικής Αθήνας.

Μια αναφορά στο ζήτημα της αισθητικής ένταξης του Ελληνικού στον αθηναϊκό χώρο είναι επίσης αναγκαία. Το ερώτημα δεν τίθεται για τον κύριο όγκο των νέων κτισμάτων. Θα έχουν από τον σχεδιασμό τους υψηλούς βιοκλιματικούς δείκτες και κατασκευαστική ποιότητα, αλλά από άποψη κλίμακας διατηρούν την κυρίαρχη τυπολογία της αθηναϊκής πολυκατοικίας. Θα αποτελέσουν επανερμηνεία της τελευταίας, όχι ένα ριζικά άλλο πρότυπο. Διαφορετική είναι η περίπτωση των ειδικών κτιρίων. Τα κτίρια ειδικής σχεδίασης, ιδίως το Ενυδρείο στον Αγιο Κοσμά, αποτελούν ευκαιρία καινοτομικής αρχιτεκτονικής, όχι πρόβλημα. Οι έξι «πύργοι» έχουν επαρκές ύψος, κατά μέγιστο 200 μ., για να λειτουργήσουν ως τοπόσημα του Ελληνικού, αλλά δεν είναι άλλης τάξης μεγέθους από τα ψηλά κτίρια στη σημερινή Αθήνα, τα τέσσερα μεγαλύτερα από τα οποία έχουν ύψος μεταξύ 80 μ. και 105 μ. (σε διεθνές πλαίσιο δεν πρόκειται για κάτι ιδιαίτερο, αν ληφθεί υπόψη ότι τα εκατό υψηλότερα κτίρια στον κόσμο κινούνται από 330 μ. έως 1.000 μ.). Κατά τα άλλα, η μορφολογία τους είναι σημαντικό αλλά ακόμα ανοικτό ζήτημα – που θα τεθεί στο (άμεσο) μέλλον. Ορισμένα σκίτσα του κτιρίου του καζίνο δεν ενθουσίασαν, αλλά είχαν ενδεικτικό χαρακτήρα, αφού ο σχεδιασμός δεν έχει φθάσει ακόμα πραγματικά σε αρχιτεκτονικό στάδιο. Ασφαλιστικές δικλίδες για την αποφυγή «ατυχημάτων» υπάρχουν (ειδική αδειοδοτική διαδικασία) και πρέπει να αξιοποιηθούν.

* Ο κ. Δημήτρης Οικονόμου είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, πρώην υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας.

Του Δημήτρη Αθανασούλη*

Κυκλάδες, μνημεία και τουριστική ανάπτυξη

Η τρέχουσα πρόσληψη της πολιτιστικής κληρονομιάς ως οικονομικού μεγέθους οδηγεί ενίοτε σε μονοσήμαντες προσεγγίσεις. Ετσι, στις Κυκλάδες, κορυφαίο τουριστικό προορισμό, καθώς μουσεία ή αρχαιολογικοί χώροι δεν παρουσιάζουν τον κορεσμό που συναντούμε στη Βενετία ή στο Λούβρο, θα αρκούσαν οι παραδοσιακές πολιτικές αύξησης επισκεπτών. Μνημεία και μουσεία, ενταγμένα στην ανταγωνιστική βιομηχανία της εμπειρίας, μπορούν πράγματι, με βελτίωση των παροχών, υλικών και ψηφιακών, και στοιχειώδες μάρκετινγκ, να εισπράξουν αύξηση ροών επισκεπτών επιβεβαιώνοντας τον ρόλο τους ως αναπτυξιακά εργαλεία.

Ωστόσο, το τοπίο της διαχείρισης του μνημειακού αποθέματος είναι πολύ πιο σύνθετο. Καθώς η σχέση ατόμου και κοινότητας με τα μνημεία είναι δυναμική και εύθραυστη, οι πολιτικές προσέλκυσης κοινού οφείλουν να είναι πολυεπίπεδες και να αποσκοπούν στη διαρκή καλλιέργεια νέων δεσμών ανάμεσα στο μνημείο και στην κοινότητα ή στον κάθε επισκέπτη ξεχωριστά. Περιοδικές εκθέσεις, όπως η «Vanity» στο Μουσείο Μυκόνου και η «Sight» στη Δήλο (συνεργασία με τον οργανισμό ΝΕΟΝ), δοκίμασαν νέα πεδία ανατροφοδότησης του ενδιαφέροντος του κοινού σε έναν τουριστικό προορισμό (Μύκονος) με ειδικά χαρακτηριστικά.

Κάθε νησί απαιτεί εξειδικευμένες παρεμβάσεις. Οριζόντιες δράσεις, όπως οι σωστικές αποκαταστάσεις μνημείων και οι νέες αρχαιολογικές έρευνες, εμπλουτίζουν το κυκλαδικό μνημειακό απόθεμα, ενώ κρίσιμη είναι η συμβολή στη βιώσιμη ανάπτυξη των, αντιδημοφιλών ενίοτε, μέτρων διοικητικής προστασίας του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος. Το κυκλαδικό τοπίο, δομημένο και αδόμητο, λόγω της μικρής του κλίμακας και της λιτής μορφολογίας του, είναι ιδιαίτερα ευάλωτο. Η ριζική ανατροπή του παραγωγικού μοντέλου στα Κυκλαδονήσια από τον πρωτογενή τομέα στις τουριστικές υπηρεσίες μεταβάλλει άρδην την ιστορική ισορροπία δομημένου και αδόμητου χώρου και απειλεί με μη αναστρέψιμη βλάβη την ίδια την πλουτοπαραγωγική πηγή του κυκλαδικού τουρισμού, που είναι το φυσικό και πολιτισμικό τοπίο. Στα νησιά με ορατό τον κίνδυνο ανατροπής της ισορροπίας μεταξύ τουριστικής ανάπτυξης και διατήρησης των βιώσιμων πόρων τους, πέραν του ελέγχου της δόμησης, η αξιοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς συμβάλλει στην ποιοτική μετάπτωση των τουριστικού προϊόντος από έναν, επιθετικό προς το περιβάλλον, εποχικό τουρισμό σε έναν αναβαθμισμένο τουρισμό 12μηνης διάρκειας. Η υλοποιούμενη αναβάθμιση των μουσειακών υποδομών στη Σαντορίνη ή η ανάδειξη του κάστρου Χώρας Μυκόνου, που αναμορφώνει το περιβάλλον της εμβληματικής Παραπορτιανής, σε στενή συνεργασία με τους αντίστοιχους δήμους, εντάσσονται σε αυτό το πλαίσιο.

Στα νησιά με ηπιότερους ρυθμούς τουριστικής εκμετάλλευσης, η πολιτιστική κληρονομιά συμβάλλει στη βιώσιμη ανάπτυξη μέσω της δημιουργίας μουσείων, όπως, ενδεικτικά, στην Κύθνο και στο Κουφονήσι, ή με την αναστήλωση των τοποσήμων τους, όπως η Επισκοπή Σικίνου, έργα που υλοποιούνται σε συνεργασία με την Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου.

Στη Νάξο, που τώρα παγιώνεται η τουριστική της φυσιογνωμία, η έμφαση στον ποιοτικό πολιτιστικό τουρισμό, εκτός από τη συστηματική ανάδειξη του μοναδικού δικτύου των βυζαντινών ναών της, δίνεται με την υλοποιούμενη πολυσύνθετη μουσειακή υποδομή της Νησίδας Μουσείων Κάστρου Χώρας Νάξου, όπου η μεσαιωνική ακρόπολη θα φιλοξενεί σε αποκατεστημένα μνημειακά κελύφη τρία θεματικά μουσεία: Κυκλαδικού Πολιτισμού, Αρχαίας Νάξου και Βυζαντινής Ναξίας.

Ο υπερτοπικός χαρακτήρας της Δήλου τονίζεται μέσα από ένα σύνθετο και εκτατικό πρόγραμμα, που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, αναστηλώσεις εμβληματικών μνημείων (Μέγας Ναός του Απόλλωνα, Στοά του Φιλίππου, Παλαίστρα του Γρανίτη), αναβαθμίζοντας τον ερειπιώνα μέσα στο ανέγγιχτο κυκλαδικό τοπίο τού ακατοίκητου σήμερα νησιού. Αυτή η μοναδική σύνθεση πολιτιστικού και φυσικού τοπίου σχεδιάζεται να παραμείνει αλώβητη από σύγχρονες κατασκευές υποδομών εξυπηρέτησης, οι οποίες θα αφομοιώνονται αρμονικά στο περιβάλλον. Παράλληλα, η θέσμιση άυλων δράσεων στο νησί, κατά το πρότυπο των Συμποσίων της Δήλου του Κωνσταντίνου Δοξιάδη, αναμένεται να ενισχύσει την οργανική ενσωμάτωση της κληρονομιάς της Δήλου στη σύγχρονη κοινότητα.

Σε κάθε περίπτωση, η πλήρης αξιοποίηση των κυκλαδικών μνημείων προϋποθέτει συμπεριληπτικές πολιτικές και συνέργειες με τις τοπικές κοινωνίες, την κοινωνία των πολιτών και τον ιδιωτικό τομέα, αλλά και σύνθετες δράσεις με την, εξίσου σημαντική, άυλη πολιτιστική κληρονομιά του αρχιπελάγους.

* Ο κ. Δημήτρης Αθανασούλης είναι διευθυντής Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων.

Του Μιχαήλ Γ. Ιακωβίδη*

Υπνοβατώντας προς την απαξίωση της Ελλάδας

Επειτα από μια πολύ δύσκολη χρονιά, οι ελπίδες για την ανάκαμψη της χώρας έχουν και πάλι εναποτεθεί στον τουρισμό. Το πρόβλημα δεν είναι ότι οι εκτιμήσεις για την άνοδο του τουρισμού μπορεί να είναι λανθασμένες. Το πρόβλημα είναι ότι μπορεί να είναι ορθές.

Η Ελλάδα έχει ήδη αρχίσει να εκπέμπει μηνύματα καταστροφής στους πιο εικονικούς της προορισμούς. Ο υπερτουρισμός στις κορωνίδες του Αιγαίου σαν τη Σαντορίνη έχει πλέον καταγραφεί με γλαφυρό τρόπο. Η άναρχη ανάπτυξη, η έλλειψη υποδομών, αλλά κυρίως η έλλειψη στρατηγικής, έχουν υπονομεύσει τοπία μοναδικής φυσικής και πολιτισμικής ομορφιάς.

Από την εμμονική άρνηση των επενδύσεων της προηγούμενης κυβέρνησης περάσαμε στον άκρατο ενθουσιασμό. Η συντήρηση αυθαιρέτων στους αιγιαλούς με την αναστολή κατεδαφίσεων και η διευκόλυνση και επέκταση της μίσθωση παραλιών και υπερφίαλες υπουργικές δηλώσεις δείχνουν το μέγεθος του προβλήματος. Το δέλεαρ των επενδύσεων και η ικανότητα επενδυτών να «τρέχουν το σύστημα» εγκυμονούν κινδύνους, όπως δείχνει η ραγδαία επιδείνωση του περιβάλλοντος της Ιου από έναν και μόνο επιχειρηματία.

Η επίδραση του Ελληνικού είναι ακόμη άδηλη. O αέρας Ντουμπάι στα μεγάλα κτίρια (μια χαμένη ευκαιρία αρχιτεκτονικού κληροδοτήματος) και τα κυκλοφοριακά ζητήματα εν μέρει αντισταθμίζονται από την τοπική αναβάθμιση και την προσέλκυση τουριστών. Το ερώτημα είναι «τι είδους τουριστών» και η απάντηση θα δοθεί τόσο από την αισθητική των shopping malls όσο και από το στίγμα που θα δώσει η «Λάμδα» για το οικοσύστημα που θα συνδέει τον ιδιωτικό με τον δημόσιο χώρο.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα βρίσκεται στα νησιά μας και στη βιωσιμότητά τους, η οποία, εκτός από τον υπερτουρισμό, υποσκάπτεται από τη χωροθέτηση ανεμογεννητριών, ΑΠΕ και άλλων μονάδων, στα πολεοδομικά, όπου οι αρχικές καλές προθέσεις χάθηκαν υπό το βάρος των πρακτικών προβλημάτων και των πιέσεων των ενδιαφερομένων, όπως έδειξε η πρόσφατη απόσυρση των προτάσεων για τα τυφλά οικόπεδα και η αποδοχή της ιδέας ότι κάθε «τεσσαράκι» είναι οικόπεδο προς αξιοποίηση.

Η έλλειψη στρατηγικής αλλά και ενημέρωσης των πολιτών στο τοπικό επίπεδο είναι ακόμη ο κανόνας. Σε ένα από τα πιο ήπια κυκλαδονήσια, η μοναδική γοητεία της αδόμητης πλευράς του νησιού, που φωτιζόταν μονάχα από τα βραδινά άστρα, έχει πληγεί σοβαρά από την πρόσφατη πρωτοβουλία της δημοτικής αρχής να βάλει λαμπιόνια σε κάθε στύλο, για να κρατάνε συντροφιά στις νυφίτσες και στις κουκουβάγιες στα δάση βελανιδιάς. Κανείς δεν τους εξήγησε γιατί τόσο η πανίδα όσο και οι ψηφιακοί νομάδες επιζητούν το αυθεντικό και όχι την προαστικοποίηση κάθε γωνιάς ελληνικής γης.

Καλές προθέσεις υπάρχουν. Στην πράξη όμως χωλαίνουμε. Το υπουργείο Τουρισμού έχει προωθήσει ένα νομοσχέδιο για τους οργανισμούς διαχείρισης προορισμών. Ποιες όμως θα είναι οι αρμοδιότητές τους; Πώς θα μπορέσουν να βοηθήσουν τους προορισμούς να διατηρήσουν και να επεκτείνουν το πλεονέκτημά τους; Πώς θα στελεχωθούν; Με ποιον τρόπο θα μπορέσουν τόσο να προστατέψουν και να αναδείξουν τις τοπικές ιδιαιτερότητες όσο και να πείσουν την τοπική κοινωνία για την αξία μιας στρατηγικής και της βιωσιμότητας;

Λύσεις υπάρχουν αν ξυπνήσουμε τώρα. Αντί να πριμοδοτούμε νεόδμητα ersatz τουριστικά χωριά, θα έπρεπε να δίνουμε κίνητρα για την ανακαίνιση των υφιστάμενων παραδοσιακών οικισμών. Η προσεκτικότερη διαχείριση των παραλιών, το συμβολικό τουλάχιστον τέλος σε ανοχές και παρεκκλίσεις αυθαιρέτων στον αιγιαλό, σε συνδυασμό με το κτηματολόγιο, η προώθηση των ήπιων μορφών εκμετάλλευσης, του αγροτοτουρισμού και θεματικού τουρισμού θα πρέπει από ευχολόγιο να γίνει πράξη.

Ο κ. Μητσοτάκης έτυχε ευρύτατης, ίσως απρόσμενης αποδοχής, γιατί υποσχέθηκε ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις, υφολογικές και ουσιαστικές. Ο τουρισμός και το περιβάλλον θα απαιτήσουν θαρραλέες αποφάσεις. Με την κρίση πίσω μας και τις δυνάμεις της άναρχης ανάπτυξης να επανέρχονται, καιρός να δράσει πριν είναι αργά.

* Ο κ. Μιχαήλ Γ. Ιακωβίδης (www.jacobides.com) κατέχει την έδρα Sir Donald Gordon Chair Καινοτομίας και Επιχειρηματικότητας στο London Business School όπου είναι καθηγητής Στρατηγικής. Είναι σύμβουλος Στρατηγικής στην Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή