Οδοιπορικό στα ξεχασμένα μονοπάτια των Πρεσπών

Οδοιπορικό στα ξεχασμένα μονοπάτια των Πρεσπών

Οι στοιχειωμένοι τόποι του Μακεδονικού

13' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κυριακή πρωί στους Ψαράδες των Πρεσπών, οι σερβιτόροι στρώνουν τα τραπέζια στις παραλίμνιες ταβέρνες και στα καφέ και οι βαρκάρηδες κάνουν πιάτσα στο λιμανάκι μπας και «ψαρέψουν» πελατεία για ξενάγηση στα υπέροχα βυζαντινά ασκηταριά, στις απόκρημνες σπηλιές της λίμνης. Με τη χαλάρωση των μέτρων για την COVID-19, δειλά δειλά αρχίζουν να καταφθάνουν οι πρώτοι τουρίστες που στην περιοχή τούς περιμένουν σαν το νερό στην έρημο.

Κλείνουν τρία χρόνια από την υπογραφή, στο χωριό τους, μιας από τις σημαντικές συμφωνίες της νεότερης ελληνικής πολιτικής ιστορίας αλλά και των Βαλκανίων, ωστόσο αυτό κανέναν δεν φαίνεται να απασχολεί πλέον, εδώ στην ευρύτερη περιοχή των Πρεσπών, που τόσο υπέφερε διαχρονικά από το ζήτημα του Μακεδονικού.

Στην παρόχθια αλάνα του χωριού, με το μουράγιο για τις καθηλωμένες λόγω της πανδημίας πλάβες (βάρκες), τίποτα δεν θυμίζει αυτό που στις 17 Ιουνίου του 2018 έβαλε τους Ψαράδες και την Πρέσπα στο κάδρο της παγκόσμιας γεωπολιτικής επικαιρότητας.

Καμιά επετειακή εκδήλωση δεν ετοιμάζεται, από ελληνικής πλευράς, ούτε όσους ρωτήσαμε γνώριζαν ότι «μέσα», στην Οχρίδα της Βόρειας Μακεδονίας, η κυβέρνηση Ζάεφ οργανώνει στις 2 Ιουλίου γιορτές για τη συμφωνία των Πρεσπών, με τη συμμετοχή των πρωταγωνιστών και προσωπικοτήτων της διεθνούς πολιτικής, μεταξύ των οποίων ο κ. Τσαβούσογλου και από ελληνικής πλευράς ο Αλέξης Τσίπρας.

Οδοιπορικό στα ξεχασμένα μονοπάτια των Πρεσπών-1
Στο εσωτερικό του Αη Νικόλα σώζονται ακόμα σπάνιες αγιογραφίες.

Ελπίζουν στην ανάπτυξη

Για τους κατοίκους των Ψαράδων, των παραλιμνίων χωριών με τα ξακουστά φασόλια, της Καστοριάς, της Φλώρινας, των Κορεστείων, «συμφωνία των Πρεσπών» σημαίνει επίσπευση της διάνοιξης μιας συνοριακής διάβασης με τη Βόρεια Μακεδονία, στο ύψος του χωριού Λαιμός, που θα τους φέρει πιο κοντά με το τουριστικό θέρετρο της Οχρίδας. Ελπίζουν ότι θα έρθει έτσι και η ανάπτυξη.

Τα υπόλοιπα ανήκουν πλέον στην Ιστορία, ή, όπως συνηθίζουν να λένε, «τα έλυσε και τα λύνει η ζωή», υπογραμμίζοντας το άριστο κλίμα μεταξύ των ανθρώπων που απέμειναν στα χωριά.

Οπως μου το έθεσε ο Λάζαρος Πετρίδης, στο χωριό Πλατύ, «εδώ, πλην κάποιων ελάχιστων φανατικών, είδαμε τη συμφωνία ως μια καλή εξέλιξη και τίποτα παραπάνω, δεν άλλαξε τίποτα στις μεταξύ μας σχέσεις, αλλά θέλουμε πώς και πώς να ανοίξει η διάβαση, για να έρθει κόσμος».
Το άνοιγμα της μεθοριακή διόδου, γνωστής ως «πέρασμα του Μάρκου», είναι μια παλιά ιστορία και δεν προέκυψε ως «δώρο» της συμφωνίας της 17ης Ιουνίου του 2018. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 έως και τη δικτατορία οι άνθρωποι μπαινόβγαιναν ελεύθερα, η χούντα όμως κατάργησε τη σχετική διμερή συμφωνία. Απλώς τώρα, οι κάτοικοι θεωρούν ότι οι συνθήκες έχουν βελτιωθεί και πιέζουν να επισπευστεί η επαναλειτουργία της προσδοκώντας στον τουρισμό και στο εμπόριο, μια και τα φασόλια δεν επαρκούν για να κρατήσουν στη ζωή τις ταλαιπωρημένες τοπικές κοινωνίες.
«Το περιμένουμε και το πολεμάμε όλοι για να αναπτυχθεί η περιοχή», μας λέει ο αντιδήμαρχος Πρεσπών, Κώστας Μαδούνης, που διατηρεί κατάστημα στους Ψαράδες.

«Στην Αχρίδα, απέναντι, έρχονται κάθε χρόνο 150.000 Βορειοευρωπαίοι και διεκδικούμε και εμείς μερίδιο από αυτόν τον τουρισμό. Για να πάει κάποιος όμως στην Αχρίδα σήμερα, πρέπει να κάνει τον γύρο και να διανύσει 150 χιλιόμετρα, ενώ με τη λειτουργία της διάβασης θα χρειαστεί εξήντα», λέει και αναφερόμενος στο θέμα του Μακεδονικού, τονίζει: «Κακώς που δεν διδάχθηκε από τα σχολεία αυτό το θέμα για να ξέρει ο κόσμος. Ερχονται εδώ από όλη την Ελλάδα άσχετοι, φανατικοί, που δεν ξέρουν τι τους γίνεται…». Κάποιοι ντόπιοι, μάλιστα, κάνουν σχέδια για την επομένη μέρα προσδοκώντας στην έλευση των «από μέσα» όταν θα ανοίξει ο μεθοριακός σταθμός.

Οδοιπορικό στα ξεχασμένα μονοπάτια των Πρεσπών-2
Ερειπωμένο πλινθόκτιστο σπίτι στον Μαυρόκαμπο. Εδώ έγιναν γυρίσματα για την ταινία «Νύφες» του Παντελή Βούλγαρη. 

Τα πλινθόκτιστα που μαραζώνουν αβοήθητα

Eκτός από το βαρύ ιστορικό φορτίο που κουβαλάνε τα χωριά των Κορεστείων, τα παλιά πλινθόκτιστα σπίτια με την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική τους, έστω και μισογκρεμισμένα, τους προσδίδουν εντυπωσιακά χαρακτηριστικά.

«Τα σπίτια αυτά δεν θα έπεφταν ποτέ αν η σκεπή τους ήταν συντηρημένη, είναι φτιαγμένα όλα με πλιθί. Οι στέγες ήταν αχυροσκεπές, από άχυρο βρίζας, που έχει μεγάλο ύψος. Την έκοβαν με το δρεπάνι, έπαιρναν τον καρπό, έβαζαν τα άχυρα πάνω από τη σκεπή με μια άριστη τεχνική. Δεν την ανανέωναν αλλά έβαζαν και άλλα άχυρα από πάνω. Hταν μια τέλεια μόνωση και ταυτόχρονα μια απόκρυψη του χωριού. Αν κοίταζες από το βουνό δεν διέκρινες το χωριό. Οι τοίχοι ήταν από κόκκινα πλιθιά, ίδια με το χώμα, και οι σκεπές από άχυρο και έτσι δεν κοκκίνιζε από μακριά», εξηγεί ο κ. Χρηστίδης.

Η σύζυγός του, Μυροφόρα Λιθοξοΐδου, επικεφαλής παλαιότερα του προγράμματος «Σπίτι του Παιδιού» στην περιοχή, υποστηρίζει πως «θα μπορούσαμε να έχουμε αυτά τα χωριά ως παραδοσιακούς οικισμούς» και προσθέτει πως «κάναμε προσπάθειες για να γίνουν παραδοσιακοί οικισμοί η Χαλάρα, η Κρανιώνα, και ο Μαυρόκαμπος, αλλά δεν προχώρησε το θέμα και φοβάμαι ότι διαχρονικά τα αφήνουν σκόπιμα να εξαφανιστούν, να τα καταπιεί ο χρόνος».

Ο δε κ. Χρηστίδης προσθέτει: «Παλεύουμε να τα αναδείξουμε, τουλάχιστον να αναπαλαιωθούν τέσσερα πέντε σπίτια και να υπάρχουν, να βλέπει ο κόσμος πώς ζούσαν αυτοί οι άνθρωποι».

Ο ίδιος λέει ότι ένας φοιτητής ήρθε από τη Σουηδία και έκανε μεταπτυχιακό για τα Κορέστεια. «Πήγαμε μαζί στα χωριά. Οι δικοί μας δεν ενδιαφέρονται. Κάποια στιγμή, ένας υπηρεσιακός παράγοντας μου είπε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, διότι ο νόμος δεν προβλέπει διατήρηση πλινθόκτιστων. Τα σπίτια αυτά φτιαγμένα από πηλό ήταν σπίτια αρχοντικά».

Οδοιπορικό στα ξεχασμένα μονοπάτια των Πρεσπών-3
Συνθήματα εποχής στους τοίχους σπιτιού στη Χαλάρα.

Στον Αη Νικόλα ζει το «φάντασμα» του εμφυλίου

O ογδοντάχρονος Ηλίας Παπαδόπουλος στο χωριό Τρίγωνο, στα Ανω Κορέστεια, ξεκλειδώνει με αργές κινήσεις την πόρτα της εκκλησίας του Αη Νικόλα. Μας ξεναγεί σε αυτόν τον υπέροχο ναό του 1500 μ.Χ., με τις σπάνιες αγιογραφίες, τον διπλό γυναικωνίτη και τον υπερυψωμένο ξύλινο άμβωνα. Διαμαρτύρεται για την αδιαφορία της πολιτείας να τον αναπαλαιώσει και να τον σώσει, αλλά για το μεγάλο μυστικό που κρύβει στο εσωτερικό του υποστηρίζει ότι δεν γνωρίζει τίποτα.

Το Τρίγωνο, με παλιά ονομασία Οστσιμα, εγκαταλείφθηκε από τους σλαβομακεδονικής συνείδησης κατοίκους του στον εμφύλιο και σήμερα ζουν εκεί τρεις όλες κι όλες οικογένειες υπερήλικων κτηνοτρόφων.

Ο πατέρας του λεγόταν Ποπόφσκι, αλλά αναγκάστηκε να το αλλάξει σε Παπαδόπουλος, και ο ίδιος μικρό παιδί έφυγε με το παιδομάζωμα, στις ανατολικές χώρες. Οταν επέστρεψε δεν έτυχε, όπως ισχυρίζεται, να ακούσει τίποτα για τη δίκη, μέσα στην εκκλησία του Αη Νικόλα, του ταξίαρχου του ΔΣΕ, Γιώργου Γεωργιάδη, με την κατηγορία της προδοσίας που του απήγγειλε η τότε ηγεσία του ΚΚΕ.

Ισως και να λέει αλήθεια, αφού όταν γύρισε δεν βρήκε σχεδόν κανέναν στο χωριό, ή η υπόθεση δεν ενδιέφερε κανέναν για να συζητηθεί. Η ιστορία, ωστόσο, έχει αποφανθεί. Σε αυτόν τον ναό γράφτηκε μία από τις πιο μελανές σελίδες της κομμουνιστικής αριστεράς, στην κορύφωση της σύγκρουσης στον Γράμμο και στο Βίτσι.

Μπαίνοντας στον ναό η σκέψη μου πήγε στο τι μπορεί να είδαν οι άγιοι μέσα από τις εικόνες τους εκείνη τη νύχτα: τον Γούσια, τον Βλαντά, τον Μπαρτζώτα στα στασίδια, ίσως και στο ιερό, να παρακολουθούν, σε ρόλο κομματικής «αγίας τριάδας», το διορισμένο από τους ίδιους ανταρτοδικείο να νομιμοποιεί την προειλημμένη απόφαση για την τύχη του Γεωργιάδη, από τους καλύτερους αξιωματικούς του ΔΣΕ, κατηγορούμενου για «προδοσία». Η ετυμηγορία ήταν θάνατος διά τυφεκισμού, απόφαση που εκτελέστηκε την επομένη έξω από το χωριό Καρυές.

Ελάχιστοι γνώριζαν τον ακριβή τόπο της δίκης και της εκτέλεσης, καθώς και τι ειπώθηκε στο «δικαστήριο», και όσοι ήξεραν κρατούσαν το στόμα τους κλειστό, όσο εξουσίαζαν το κόμμα ο Ζαχαριάδης και οι πιστοί του. Οταν όμως το 1956 ανατράπηκε στο πλαίσιο της αποσταλινοποίησης, στην αρμόδια επιτροπή της νεοεκλεγείσας Κ.Ε. του ΚΚΕ έφτασε η επιστολή ενός πολιτικού πρόσφυγα από την Τασκένδη, που υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας στη δίκη.
«Οταν θυμάμαι αυτήν τη δίκη δακρύζω. Για την ιστορία του κόμματός μας αποτελεί μαύρη κηλίδα», έγραφε ο τότε αντάρτης Προκόπης Μπαράκος, τον οποίο η ηγεσία του ΚΚΕ είχε επιστρατεύσει μαζί με δύο άλλους συμπολεμιστές τους, για να αποτελέσουν, κατά τα προβλεπόμενα, το «ακροατήριο» της δίκης!

«Οργανωτής όλης αυτής της σκηνοθεσίας και υπεύθυνος για την καταδίκη σε θάνατο του σ. Γεωργιάδη ήταν ο σ. Γούσιας, ο οποίος φώναζε στον Γεωργιάδη: σήμερα εδώ θα τα πληρώσεις όλα». Ο Μπαράκος περιέγραφε ότι η δίκη έγινε «μέσα σε μια υγρή εκκλησιά με τέσσερις δικαστές, έναν λαϊκό επίτροπο, δύο μαχητές για την ασφάλεια και τρεις ακροατές», μεταξύ των οποίων ήταν και ο ίδιος.

Η επιστολή Μπαράκου ανακαλύφθηκε σε έρευνες του ΑΣΚΙ και διαβάστηκε από την κ. Ιωάννα Παπαθανασίου σε συνέδριο στις Πρέσπες πριν από λίγα χρόνια, αποκαθιστώντας την αλήθεια γύρω από την πολύκροτη υπόθεση που διαδραματίστηκε στο ερημωμένο αυτό χωριό.

Οδοιπορικό στα ξεχασμένα μονοπάτια των Πρεσπών-4
«Ιχνη» από κόμματα και… πυροβολισμούς κυνηγών.

Τα απομεινάρια των Κορεστείων, ο διχασμός και οι ταινίες

Στα 22 χιλιόμετρα από την πόλη της Καστοριάς, ο επαρχιακός δρόμος προς τη Φλώρινα εισέρχεται στην κατάφυτη κοιλάδα των Κορεστείων. Στα δεξιά ορθώνεται το Βίτσι, αριστερά υψώνεται το Μάλι Μάδι, βουνά όπου γράφτηκαν κάποιες από τις πιο τραγικές σελίδες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, και στον «πυθμένα» μερικοί πλινθόκτιστοι οικισμοί στοιχειώνουν ακόμα σήμερα την αδυσώπητη αντιπαράθεση για το Μακεδονικό Ζήτημα.
Είναι τα χωριά των Κορεστείων, το πιο ισχυρό εναπομείναν αποτύπωμα μιας σύγκρουσης που ξεκίνησε από τα τέλη του 18ου αιώνα για το μοίρασμα των εδαφών της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και εξελίχθηκε σε όλα τα επίπεδα έως και την εκπνοή του 20ού.  

Και αν το πρόβλημα αυτό που ταλάνισε την εξωτερική μας πολιτική επί δεκαετίες αρχίζει να ξεθωριάζει στις μνήμες και στις ψυχές των ανθρώπων (Κωνσταντίνος Μητσοτάκης), τα φαντάσματα των Κορεστείων είναι εκεί για να θυμίζουν το βίαιο πέρασμα της ιστορίας από το «κορμί» της ακριτικής αυτής γωνίας της ελληνικής γης, που βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα της σύγκρουσης.

«Εγιναν πολλά και άσχημα πράγματα στον τόπο μας. Αυτή εδώ η κοιλάδα υπήρξε διαχρονικά η “καρδιά” της διένεξης. Το Μακεδονικό, ο Εμφύλιος, η μετανάστευση, μας ρήμαξαν και τώρα απέμειναν μόνο κουφάρια, όπως θα δείτε», μου είπε ο συνταξιούχος δάσκαλος Βασίλης Χρηστίδης, καθώς ξεκινούσαμε ένα μικρό οδοιπορικό στα χωριά της λήθης.

Οδοιπορικό στα ξεχασμένα μονοπάτια των Πρεσπών-5
O ογδοντάχρονος Ηλίας Παπαδόπουλος στην είσοδο του Αη Νικόλα, στο Τρίγωνο. Σήμερα ζουν εκεί μόλις τρεις οικογένειες υπερήλικων κτηνοτρόφων.

Επτά οικισμοί

Τα Κορέστεια αριθμούν επτά οικισμούς, ζωντανές κοινότητες στο παρελθόν: Γάβρος, Ανω και Κάτω Κρανιώνα, Μαυρόκαμπος, Χαλάρα, Αγιος Αντώνιος, Μακροχώρι και Μελάς. Ολα είχαν άλλα, σλαβικά ονόματα έως τα τέλη της δεκαετίας του 1920 οπότε και μετονομάστηκαν. Οσοι κάτοικοί τους δεν τα εγκατέλειψαν λόγω των δύσκολων καταστάσεων, μετεγκαταστάθηκαν από τη δεκαετία του ’70 και εντεύθεν στον Νέο Οικισμό, που φτιάχτηκε ειδικά γι’ αυτόν τον σκοπό.

Πριν από τον πόλεμο ζούσαν σε αυτά τα πλινθόκτιστα χωριά περισσότεροι από 5.000 άνθρωποι, αυτόχθονες στη συντριπτική τους πλειονότητα, καλλιεργώντας, όπως ολόκληρη η περιοχή έως τις Πρέσπες, τα ξακουστά φασόλια τα οποία φημίζονται ως τα καλύτερα. Σήμερα, στον Νέο Οικισμό έχουν απομείνει λιγότεροι από πεντακόσιοι και στους ρημαγμένους οικισμούς είναι ζήτημα αν μένουν δυο τρεις άνθρωποι στον καθένα. Οι υπόλοιποι σκόρπισαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, σε Καναδά, ΗΠΑ, Αυστραλία, Ρωσία, Γιουγκοσλαβία και άλλες ανατολικές χώρες.

Βορειότερα απλώνονται τα Ανω Κορέστεια, με χωριά-φαντάσματα και αυτά, όπως η Κορυφή, το Τρίβουνο, το Τρίγωνο, το Βατοχώρι, η Κρυσταλλοπηγή, το Ανταρτικό και παραπάνω τα χωριά των Πρεσπών. Δίχως αμφιβολία, το πιο γνωστό (ίσως το μοναδικό) από τα χωριά των Κορεστείων είναι ο Μελάς, παλιά Στάτιστα, λόγω του ότι εκεί σκοτώθηκε από τουρκικά αποσπάσματα ο Παύλος Μελάς, και σήμερα λειτουργεί μουσείο. 

Σλαβόφωνοι στο σύνολό τους, πλην ενός χωριού, του Αγίου Αντωνίου όπου κυριαρχούσε το τουρκόφωνο στοιχείο, οι κάτοικοι των Κορεστείων βρέθηκαν στη δίνη της διένεξης για την τύχη της Μακεδονίας, και ενεπλάκησαν σε αυτήν, ηθελημένα ή διά της βίας, σε όλες τις φάσεις της. Συντάχθηκαν με τους εξαρχικούς, υπό τον τρόμο των Βουλγάρων (πιέσεις προσηλυτισμού), εναντίον των (υποστηριζόμενων από την Ελλάδα) πατριαρχικών στα τέλη του 18ου – αρχές του 19ου αιώνα και συμμετείχαν ενεργά στην υποκινούμενη από τους Βουλγάρους εξέγερση του Ιλιντεν, το 1903, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να πνίξουν τα χωριά στο αίμα.

Διχάστηκαν στον εμφύλιο πόλεμο, με μια σημαντική μερίδα τους να βγαίνει ένοπλη (ΣΝΟΦ, ΝΟΦ) στο βουνό, ανταποκρινόμενη στα κελεύσματα της ηγεσίας του ΚΚΕ για αυτονομία της Μακεδονίας ή στρατολογήθηκαν από τον ΔΣΕ υποχρεωτικά και πλήρωσαν ακριβό τίμημα, που αποτυπώνεται στα σημερινά ερείπια. Ηρθε και η αναγκαστική μετανάστευση ως συνέπεια της ήττας για να αποτελειώσει τα χωριά.

Αλλά και εκεί, μακριά στην ξενιτιά, το δηλητήριο του Μακεδονικού τούς χώρισε σε δύο στρατόπεδα, σε ακραιφνείς φιλοβούλγαρους Μακεδόνες και Ελληνες – ακόμα και εκείνοι που κατάγονταν από το ίδιο χωριό και μπορεί να ήταν και γείτονες.

«Αλλοι εκκλησιάζονταν σε βουλγάρικους και άλλοι σε ελληνικούς ναούς στον Καναδά, ακόμα και τα ημερολόγια που έβγαζαν για τα χωριά μας εδώ στα Κορέστεια, άλλα ήταν στα ελληνικά και άλλα στα ντόπια», μου λέει ο Βασίλης Χρηστίδης. «Ντόπιος δίγλωσσος», όπως μου συστήνεται, δηλώνει περήφανος γι’ αυτό. «Δεν είμαι Πόντιος, παρότι το επώνυμό μου λήγει σε “-ιδης”. Πόντιους δεν έφεραν στα Κορέστεια με τις ανταλλαγές πληθυσμών. Κανονικά ο προπάππος μου ονομαζόταν Χρήστου αλλά γύρω στο 1926 άλλαξαν πολλά επίθετα και ονομασίες σε ανθρώπους, τοποθεσίες και χωριά», μου λέει καθώς κατευθυνόμαστε –«ένα τσιγάρο δρόμος»– στον ερημωμένο Μαυρόκαμπο, όπου γεννήθηκε.

«Πονάω κάθε φορά που έρχομαι και το βλέπω, δεν θέλω να το αφήσω να πέσει», μου είπε συγκινημένος ενώ ξεκλείδωνε την παλαιά πόρτα του διώροφου της οικογένειάς του και αφηγήθηκε την ιστορία της σύλληψης σε μια κρύπτη (την έδειξε) στο ισόγειο, του πάτερα του από αντάρτες του ΔΣΕ για να τον πάρουν στο βουνό και να πολεμήσει.

Οδοιπορικό στα ξεχασμένα μονοπάτια των Πρεσπών-6
Ο συνταξιούχος δάσκαλος Βασίλης Χρηστίδης με τη σύζυγό του Μυροφόρα Λιθοξοΐδου. Ο ίδιος μας ξενάγησε σε ερειπωμένα χωριά των Κορεστείων.

Κινηματογραφικό σκηνικό

«Εδώ γυρίστηκαν σκηνές από την ταινία του Βούλγαρη οι “Νύφες” και το “Ψυχή βαθιά”. Γυρίσματα έκανε και ο Αγγελόπουλος για το “Μετέωρο βήμα του πελαργού”. Τους βοήθησα εγώ να βρουν σπίτια κατάλληλα για σκηνικά», μου λέει και μου δείχνει ένα άλλο δίπατο πλίνθινο, υπό κατάρρευση και αυτό.

«Εχει πολλά τέτοια σπίτια, τα είχαν άνθρωποι οικονομικά ευκατάστατοι, εγώ τα λέω αρχοντικά της λάσπης», εξηγεί και στην ερώτησή μου τι απέγινε όλος αυτός ο κόσμος, απαντάει: «Εφυγαν μετανάστες, στον Καναδά, στην Αυστραλία, στις ΗΠΑ και άλλοι, πολλοί, με τον Εμφύλιο πέρασαν πίσω από τα σύνορα. Τα σπίτια δημεύθηκαν και δόθηκαν σε συγγενείς τους ή και σε άλλους».

Δεν υπάρχει σιωπή σαν τη σιωπή των εγκαταλελειμμένων κατοικιών στην ερημιά και οπωσδήποτε η καθεμιά από αυτές που βλέπαμε μπροστά μας, στον Μαυρόκαμπο, στη Χαλάρα, στην Κρανιά, στον Γάβρο, είχαν να αφηγηθούν και το δικό τους δράμα. Αν μπορούσαν να μιλήσουν…

«Οταν το 1985 επιτράπηκε σε όσους ήθελαν να έρθουν για λίγο στην πατρίδα από τις ανατολικές χώρες εδώ είχαμε συγκινητικές ιστορίες. Ηρθαν πολλοί να δουν τον τόπο που γεννήθηκαν. Ο αδερφός του πατέρα μου ήρθε με τη σύζυγό του που ήταν από τη Χαλάρα. Η γυναίκα ρώτησε αν μπορεί να δει το σπίτι που γεννήθηκε. Το είχε πλέον κάποιος συγχωριανός και ο άνθρωπος της το επέτρεψε. Με το που πέρασε την πόρτα άρχισε να κλαίει και να φωνάζει “μάνα ήρθα…”, αλλά η μάνα της είχε πεθάνει από καιρό».

Το θέαμα ήταν απόκοσμο, με τα εγκαταλελειμμένα σπίτια στα χωριά να στέκουν καταθλιπτικά λες και εκλιπαρούσαν για ανθρώπους. Σε μερικά από αυτά, στην Κρανιώνα αλλά και στον Μαυρόκαμπο, μόλις διακρίνονταν στους τοίχους ξεθωριασμένα συνθήματα υπέρ των εμπολέμων στον Εμφύλιο, αλλά και της εξέγερσης του Ιλιντεν (!), σε σλαβική γραφή – κάποια άλλα έφεραν ακόμη σημάδια από σφαίρες και θραύσματα βλημάτων όλμων και κανονιών!

Τις σύγχρονες πινακίδες με την ονομασία των χωριών είχαν αναλάβει να καταστήσουν διάτρητες, πυροβολώντας ασκόπως, οι κυνηγοί. Ελάχιστοι απ’ όσους έφυγαν στην Αμερική και στην Αυστραλία ενδιαφέρθηκαν, όπως μας λέει ο κ. Χρηστίδης, για τα σπίτια και τις περιουσίες που άφησαν πίσω, με αποτέλεσμα ο χρόνος να κάνει τη δική του διαβρωτική δουλειά.

Οι αρκούδες και τα αγριογούρουνα που κατεβαίνουν από το Βίτσι, είναι εδώ και χρόνια οι μόνιμοι επισκέπτες σε αυτά τα χωριά. Στα χαλάσματά τους κρύβεται ενταφιασμένο ένα κομμάτι της ιστορίας του μακεδονικού ζητήματος.

«Μας φώναζαν Βούλγαρους»

Ρώτησα τον Βασίλη Χρηστίδη για το αν ο ίδιος ως ντόπιος υπέστη διακρίσεις, στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν τον εμφύλιο. «Στον στρατό ήθελα να γίνω δόκιμος αξιωματικός, αλλά δεν με έκαναν. Ενας στρατιώτης του Α2 μου έδειξε τον φάκελό μου που έγραφε ότι είμαι ντόπιος και έχω αδελφή στο παραπέτασμα» απάντησε, προσθέτοντας πως «πολλές φορές μας αποκαλούσαν Βούλγαρους».

Οπως τονίζει, όμως, σιγά σιγά αυτά ξεπεράστηκαν, ο ίδιος παντρεύτηκε Πόντια από τη Φλώρινα, πράγμα σπάνιο πριν από μερικά χρόνια, και σήμερα οι άνθρωποι στον Νέο Οικισμό, όπου μένει και ο ίδιος, ομιλούν χωρίς κανέναν φόβο την ντοπιολαλιά. Οσο για τη Συμφωνία των Πρεσπών: «Οπως παντού, άλλοι την είδαν έτσι, μερικοί αλλιώς, όμως στους ντόπιους πληθυσμούς ήρθε καλοδεχούμενη».

«Τι απέμεινε από εκείνες τις εποχές που να τις θυμίζει σήμερα;» ήταν η ερώτηση που του απηύθυνα, καθώς επιστρέφαμε από το «πεδίο». «Αυτό που είδατε, τα άδεια χωριά με τα ρημαγμένα σπίτια, και αυτό που δεν είδατε, όλους εκείνους που έφυγαν στα ξένα» απάντησε.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή