Πέρασαν εννέα χρόνια για να εξιχνιαστεί η «κλοπή του αιώνα» από την Εθνική Πινακοθήκη και η υπόθεση καλύπτεται ακόμη από πέπλο μυστηρίου. Στο τρίγωνο Ελλάδας – Αγγλίας – Ολλανδίας, στα ταξίδια και στην πολυσχιδή επαγγελματική δραστηριότητα του 49χρονου που συνελήφθη για την κλοπή των έργων τέχνης, καθώς και στο παρασκήνιο μιας δημοπρασίας του 2019 στη Φλωρεντία της Ιταλίας ενδέχεται να κρύβονται κρίσιμες απαντήσεις.
⇒ Διαβάστε επίσης: Η Πινακοθήκη έλειπε από το κάδρο
Ο 49χρονος κρίθηκε προφυλακιστέος για το αδίκημα της διακεκριμένης κλοπής μετά την απολογία του, ενώ ο ανακριτής θα ζητήσει εκ νέου πραγματογνωμοσύνη των δύο έργων τέχνης που ανακτήθηκαν. Η πιστοποίηση του ύψους της αξίας τους θα κρίνει και τη μετέπειτα ποινική μεταχείριση του δράστη, όπως προβλέπεται από τις σχετικές διατάξεις.
Σύμφωνα με τις αστυνομικές αρχές, επαγγελματικά ο συλληφθείς ασχολείται με οικοδομικές εργασίες ως ελαιοχρωματιστής. Ωστόσο στο προφίλ που είχε αναρτήσει στην πλατφόρμα LinkedIn (το οποίο έχει πλέον απενεργοποιηθεί) ο ίδιος εμφανιζόταν να κατέχει άλλα πόστα σε μεγάλες αποθηκευτικές εταιρείες του εξωτερικού. Εκτός λειτουργίας έχει τεθεί και ο λογαριασμός του στο Twitter με το ψευδώνυμο «ArtFreak», όπου αναρτούσε συχνά φωτογραφίες από την Ολλανδία και την Αγγλία και εμφανιζόταν ως θαυμαστής του Πικάσο.
⇒ Διαβάστε ακόμη: Προφυλάκιση για την «κλοπή του αιώνα»
Οι αρχές φέρεται να έφτασαν στα ίχνη του τους τελευταίους δύο μήνες κι ενώ τα προηγούμενα χρόνια οι έρευνές τους είχαν φτάσει μέχρι και τη Σερβία αλλά και την Ελβετία και είχαν επικεντρωθεί σε ιδιοκτήτες γκαλερί και άτομα με παρελθόν στην αρχαιοκαπηλία, χωρίς αποτέλεσμα. «Βρισκόμουν μεταξύ Ελλάδας, Ολλανδίας και Αγγλίας. Κάποια στιγμή εκμυστηρεύτηκα σε μια κοπέλα που είχα σχέση στην Αγγλία ότι είχα τους πίνακες, αλλά δεν έδωσε βάση στα λεγόμενά μου», φέρεται να δήλωσε προανακριτικά ο 49χρονος.
Ηταν ξημερώματα της 9ης Ιανουαρίου 2012 όταν ο δράστης κατάφερε να μπει στο εσωτερικό της Πινακοθήκης από μια ανασφάλιστη μπαλκονόπορτα. Αφού παραπλάνησε τον φύλακα προκαλώντας επί ώρα ψεύτικους συναγερμούς, άρπαξε τους πίνακες και στη συνέχεια κάθισε στα σκαλιά που οδηγούν στο υπόγειο και με ένα μαχαίρι αφαίρεσε τα κάδρα. Σύμφωνα με μια εκδοχή, στην «επιχείρηση» είχε πάρει μέρος και δεύτερο άτομο σε ρόλο τσιλιαδόρου. Ο συλληφθείς σήμερα υποστηρίζει ότι έδρασε μόνος. Η διαβόητη διάρρηξη στέρησε από τη μόνιμη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης σημαντικά εκθέματα, το «Γυναικείο κεφάλι» του Πάμπλο Πικάσο, τον «Ανεμόμυλο Στάμμερ» του Πιτ Μοντριάν και το σχέδιο των αρχών του 17ου αιώνα με τίτλο «Ο άγιος Diego de Alcala σε έκσταση με την Αγία Τριάδα και σύμβολα του πάθους», του Ιταλού ζωγράφου Γουλιέλμο Κάτσια (Μονκάλβο).
Σύμφωνα με τις αστυνομικές αρχές, ο 49χρονος είχε κατηγορηθεί σε νεαρή ηλικία για κλοπές από καταστήματα, αλλά δεν υπήρχε στο ποινικό παρελθόν του άλλη συναφής υπόθεση με κλοπή έργων τέχνης. Ο συλληφθείς φέρεται να κατέθεσε ότι επί έξι μήνες, σχεδόν σε καθημερινή βάση, παρακολουθούσε το κτίριο της Εθνικής Πινακοθήκης αναζητώντας τρωτά σημεία και παρατηρώντας τις συνήθειες των φυλάκων.
Από τους πίνακες που εκλάπησαν, αυτός του Πικάσο έχει για τη χώρα μας ιδιαίτερη ιστορική και συναισθηματική σημασία, πέρα από την καλλιτεχνική του αξία. Το έργο, που ο ζωγράφος φιλοτέχνησε το 1939, δωρίστηκε από τον ίδιο στον ελληνικό λαό μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ως τιμητική προσφορά για τη γενναία αντίστασή του κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής. Μάλιστα στο πίσω μέρος του αναγράφεται χειρόγραφα η αφιέρωση «Pour le peuple Grec. Hommage de Picasso», 14/10/1939. Η πρώτη φορά που εκτέθηκε στο κοινό το «Γυναικείο κεφάλι» του Πικάσο ήταν το 1949 στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας. Τότε έγινε η παρουσίαση των έργων της «Δωρεάς των Γάλλων καλλιτεχνών», όπως ονομάστηκε η συλλογή – αποτελείται από 28 πίνακες, 6 σχέδια, 6 χαρακτικά, 4 γλυπτά και 2 βιβλία, προσφορά σημαντικών καλλιτεχνών, ανάμεσά τους βεβαίως ο Πικάσο, ο Ματίς, ο Μπονάρ, ο Πικαμπιά. Η έκθεση, που έδειχνε έμπρακτα την υποστήριξη της Γαλλίας σε μια Ελλάδα που ανέκαμπτε σιγά σιγά μετά τα οδυνηρά μεταπολεμικά χρόνια, πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του ζεύγους Ροζέ και Τατιάνας Μιλιέξ. Πρόκειται, όπως αναφέρει η επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης Ζίνα Καλούδη, για πορτρέτο της φωτογράφου Ντόρα Μάαρ, συντρόφου του Πικάσο κατά την περίοδο 1936-1943. Η παρουσία του έργου σε φωτογραφία της Μάαρ από το ατελιέ στο Ρουαγιάν το 1940, όπου είχαν καταφύγει όταν καταλήφθηκε το Παρίσι από τα γερμανικά στρατεύματα, επαληθεύει την άποψη της ειδικού.
«Γυναίκα που κλαίει»
Η Ντόρα Μάαρ υπήρξε η φωτογράφος που απαθανάτισε με τον φακό της όλη τη διαδικασία δημιουργίας του έργου «Γκερνίκα» (1937), ενώ, λόγω της ψυχοσύνθεσής της, υπήρξε για τον Πικάσο ο τύπος της «γυναίκας που κλαίει». Πέρασαν περισσότερες από τρεις δεκαετίες για να παρουσιαστεί και πάλι η δωρεά, και το συγκεκριμένο έργο, στο κοινό, το 1980. Παρέμεινε εκτεθειμένο για αρκετό διάστημα πριν επιστρέψει στις αποθήκες και βγήκε και πάλι στην επιφάνεια το καλοκαίρι του 2007 για ένα μήνα, όταν η Εθνική Πινακοθήκη συμμετέχοντας στον εορτασμό των 100 χρόνων του Γαλλικού Ινστιτούτου εξέθεσε εκ νέου τη δωρεά. Η επόμενη και τελευταία εμφάνιση του πορτρέτου στο κοινό έγινε τον Οκτώβριο του 2011, στη μεγάλη έκθεση «Στα Αδυτα της Εθνικής Πινακοθήκης». Περιελάμβανε 200 έργα μεγάλων ξένων και Ελλήνων καλλιτεχνών, και όπως τότε είχε σχολιάσει η διευθύντρια της Πινακοθήκης, Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, αποτελούσε μια πρόγευση του μέλλοντος, παρουσιάζοντας μερικά από τα έργα που έβρισκαν τη θέση τους στις μόνιμες συλλογές του νέου μουσείου όταν αυτό θα άνοιγε και πάλι. Η έκθεση ολοκληρώθηκε στις αρχές του 2012 και η Πινακοθήκη ετοιμάστηκε να κλείσει προκειμένου να αρχίσουν οι εργασίες της ανακαίνισης και επέκτασής της.
Οι πίνακες του Πιτ Μοντριάν που κατέχει η Εθνική Πινακοθήκη ανήκουν στην πρώτη περίοδο του καλλιτέχνη. Και τα δύο έργα με λάδι, του 1905 αμφότερα –το μεν ένα απεικονίζει ένα τυπικό αγρόκτημα κοντά στο Αμστερνταμ, ενώ το άλλο τον ανεμόμυλο Στάμμερ κατά μήκος του πλωτού ποταμού Γκάασπερ Τρέκβααρτ–, προμηνύουν εικαστικά το πέρασμα του ζωγράφου από τον εξπρεσιονισμό στην αφηρημένη ζωγραφική, που τον καθιέρωσε αργότερα ως έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της σύγχρονης τέχνης. Το έργο αγοράστηκε το 1963 από τον Αλέξανδρο Παππά, ο οποίος το δώρισε στη συνέχεια στην Εθνική Πινακοθήκη.
Η τύχη του σχεδίου του Μονκάλβο παραμένει άγνωστη. Ο συλληφθείς για την κλοπή στην Εθνική Πινακοθήκη ισχυρίζεται ότι το κατέστρεψε. Φέρεται να κατέθεσε προανακριτικά ότι με αυτό σκούπισε το ματωμένο χέρι του κατά την προσπάθεια διαφυγής του από την Πινακοθήκη, το έχωσε βιαστικά στην τσέπη του και αργότερα το πέταξε στη λεκάνη μιας τουαλέτας για να το εξαφανίσει. Τον Σεπτέμβριο του 2019, όμως, ένα σχέδιο σχεδόν πανομοιότυπο εμφανίστηκε στον ηλεκτρονικό κατάλογο οίκου δημοπρασιών στη Φλωρεντία, προκαλώντας εύλογα ερωτήματα. Το συγκεκριμένο έργο αποσύρθηκε από τη δημοπρασία μόλις έγινε αντιληπτό.