Αναβαθμίστε τον για να δείτε σωστά αυτό το site. Αναβαθμίστε τον browser σας τώρα!
Ένας κλέφτης πινάκων του Βαν Γκογκ μιλάει στην «Κ».
ΚΟΙΝΩΝΙΑ 11.07.2021 • ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Οκτάβ Ντούραμ γνωρίζει πλέον καλά ότι στην Ολλανδία η κλοπή έργων τέχνης αντιμετωπίζεται ως απαγωγή. «Θα σε κυνηγούν για πάντα, μέχρι να σε πιάσουν. Δεν είναι αστείο», λέει. Στις 7 Δεκεμβρίου 2002 με μια σκάλα, ένα σχοινί, μια βαριοπούλα και τη βοήθεια συνεργού αφαίρεσε δύο πίνακες του Βαν Γκογκ από το ομώνυμο μουσείο στο Άμστερνταμ. Συνελήφθη, φυλακίστηκε και έλυσε τη σιωπή του έπειτα από χρόνια, αφού η λεία του εντοπίστηκε στην κατοχή Ιταλού μαφιόζου.
«Η ζωή μου ήταν καθημερινές διαρρήξεις. Αντί για δύο τηλεοράσεις πήρα δύο πίνακες», λέει. «Άλλοι γεννιούνται δάσκαλοι ή ποδοσφαιριστές, εγώ γεννήθηκα κλέφτης».
Ο 48χρονος Ολλανδός, με οικογενειακές ρίζες από το Σουρινάμ, έχει παρακολουθήσει στη διεθνή ειδησεογραφία μόνο τα βασικά σημεία για την υπόθεση της κλοπής από την Εθνική Πινακοθήκη. Με τον Έλληνα συλληφθέντα είναι σχεδόν συνομήλικοι, ωστόσο τα κίνητρά τους φαίνεται ότι μπορεί να διαφέρουν.
Ο Ντούραμ δηλώνει ότι έχει αποσυρθεί από την παρανομία, ότι έχει αλλάξει ρότα. Το να δίνεις δημόσιο βήμα σε κάποιον πρώην κακοποιό, ακόμη και αν έχει λογοδοτήσει για τις πράξεις του, ενέχει κάποιο ρίσκο. Είναι δύσκολο να σταθμίσεις την ειλικρίνεια με την υπερβολή.
Στην τηλεφωνική επικοινωνία μας μέσω WhatsApp από το Άμστερνταμ ο Ντούραμ, ο οποίος προτιμά να συστήνεται ως «Όκι», είναι χειμαρρώδης. Μιλάει ακατάπαυστα για το παρελθόν του, ακούγεται σε αρκετά σημεία κυνικός στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει την τέχνη.
Η μαρτυρία του, αν και δεν αποτελεί ξεκάθαρη δήλωση μετανοίας, διαφωτίζει τις διασυνδέσεις της κλοπής έργων τέχνης με το οργανωμένο έγκλημα και εξηγεί πώς στα μέλη του υποκόσμου ένας κρυμμένος σπάνιος πίνακας μπορεί να χρησιμεύσει ως διαπραγματευτικό χαρτί μείωσης ποινών για άλλα αδικήματα. Παράλληλα, απομυθοποιεί τους ισχυρισμούς ορισμένων δραστών, οι οποίοι επιχειρούν να παρουσιαστούν ως «φιλότεχνοι», ως δέσμιοι μιας εμμονής που δεν κατάφεραν να τιθασεύσουν. Η αρπαγή ενός πίνακα παραμένει κλοπή, χωρίς εξιδανικεύσεις.
Ο Έλληνας που ομολόγησε την κλοπή πινάκων του Πικάσο, του Μοντριάν και ενός σχεδίου του Μονκάλβο από την Εθνική Πινακοθήκη δηλώνει «λάτρης της τέχνης» και υποστηρίζει ότι δεν επιχείρησε ποτέ να πουλήσει τα έργα που απέσπασε. «Γνωρίζω κάποιους που αγαπούν ένα έργο τέχνης περισσότερο από μια ωραία γυναίκα. Δεν ξέρω εάν συγκαταλέγεται σε αυτές τις περιπτώσεις», λέει ο Ντούραμ στην «Κ». «Εάν έκλεβε κάτι γιατί ήθελε να βγάλει χρήματα, θα το καταλάβαινα. Το να παίρνει όμως κάποιος όλο αυτό το ρίσκο και να στερεί από άλλους ανθρώπους ένα έργο τέχνης για τη δική του, προσωπική ευτυχία, γιατί θέλει να φτιάξει ένα μικρό ιδιωτικό μουσείο, είναι μια τρέλα. Το έχουν κάνει και άλλοι, όπως λένε, για τη δική τους ευχαρίστηση. Δεν το καταλαβαίνω».
Ο Ντούραμ μεγάλωσε σε μια σκληρή γειτονιά του Αμστερνταμ. Ο πατέρας του, όπως λέει, ήταν έμπορος ναρκωτικών. «Μεγάλωσα με το έγκλημα, το είδα γύρω μου. Μισώ την κοκαΐνη, δεν είχα ανάμειξη με το εμπόριο ναρκωτικών, αλλά κάποιοι από τους φίλους μου είχαν εμπλοκή και ορισμένοι σκοτώθηκαν».
Από μικρή ηλικία ο ίδιος στράφηκε στις κλοπές και στις διαρρήξεις. Πρώτα εστιάζοντας σε πιο προσιτούς στόχους, όπως καταστήματα και αργότερα σε τράπεζες. Το χτύπημα στο Μουσείο Βαν Γκογκ προέκυψε όταν εντόπισε στο κτίριο ένα τρωτό σημείο. «Περνούσα από εκεί και το είδα ως ευκαιρία. Σκέφτηκα ότι μπορώ να το κάνω, ότι επειδή πρόκειται για μουσείο θα καταφέρω να κερδίσω χρήματα. Δεν υπήρχε κάποιο μεγάλο σχέδιο, δεν είχα ήδη κάποιον αγοραστή», λέει, υποστηρίζοντας ότι αυτή «δεν είναι η πιο εντυπωσιακή» ιστορία που έχει να διηγηθεί από το παρελθόν του. Δεν γνώριζε, πάντως, ούτε την καλλιτεχνική αξία των έργων που υφάρπαξε.
«Δεν αντιλαμβανόμουν τότε, όπως τώρα, την αγάπη που έχουν οι άνθρωποι για την τέχνη. Δεν εντυπωσιάζομαι. Αλλά αυτό έχει να κάνει με τη δική μου ζωή».
Περιγράφει με λεπτομέρεια πώς έδρασε μαζί με τον συνεργό του. Λέει ότι είχαν κλέψει μια τετράθυρη BMW 325 ως όχημα διαφυγής. Αναφέρει ότι ήταν ντυμένος στα μαύρα, ότι φορούσε διπλό παντελόνι για να εγκλωβίσει τις τρίχες των ποδιών του και να μην αφήσει ίχνη, είχε ξυρίσει το κεφάλι του, είχε καλύψει το πρόσωπό του και είχε προσέξει να μην αγγίζει με γυμνά χέρια το καπέλο του. Είχε βάψει και τη λαβή της βαριοπούλας με μαύρο σπρέι για να μην τραβήξει κάποιο βλέμμα μέσα στη νύχτα. Κουβαλούσε και έναν ασύρματο, συντονισμένο στην αστυνομική συχνότητα.
«Το μέγεθος της τρύπας που θα ανοίγαμε θα καθόριζε και το είδος των πινάκων που θα παίρναμε, εάν θα ήταν μικροί ή μεγάλοι για να χωρέσουν», λέει. Η κλοπή όπως έχει δηλώσει διήρκεσε συνολικά κάτω από τέσσερα λεπτά. Έγιναν αντιληπτοί από μία φύλακα του μουσείου, η οποία όμως βάσει πρωτοκόλλου δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο από το να τους παρακολουθεί και να καλέσει την αστυνομία.
Κατά τη διαφυγή του ο Ντούραμ περιγράφει πώς μπλέχτηκε το πόδι του στο σχοινί, κρεμάστηκε ανάποδα και του έπεσαν οι πίνακες, με αποτέλεσμα μία θαλασσογραφία του Βαν Γκογκ να υποστεί φθορά στην κάτω αριστερά γωνία της. Γρήγορα απελευθερώθηκε από το σχοινί και εξαφανίστηκε με τον συνεργό του μαζί με τα κλοπιμαία.
Οι δύο δράστες απέσπασαν τον πίνακα «Άποψη της παραλίας του Σεβενίνγκεν» (1882), ο οποίος απεικονίζει ένα καράβι που μάχεται τη θαλασσοταραχή, και «Έξοδος από την εκκλησία της Νουνέν» (1884), που αναπαριστά μια εκκλησία στη νότια Ολλανδία, όπου ο πατέρας του καλλιτέχνη ήταν πάστορας.
«Ο κόσμος πάντοτε ρωτάει τι κάνει κάποιος με τα κλεμμένα έργα τέχνης; Τα πουλάει στη Γιακούζα (ιαπωνική μαφία) ή σε κάποιον σεΐχη με πετρέλαια στο Κατάρ; Δεν φαντάζονταν κάποιον Ιταλό μαφιόζο», λέει ο Ντούραμ. Θυμόταν το παράδειγμα ενός παλιού του γείτονα, του εμπόρου ναρκωτικών Κέις Χάουτμαν, ο οποίος είχε προσπαθήσει να διαπραγματευθεί την παράδοση άλλων δύο κλεμμένων πινάκων του Βαν Γκογκ με τις εισαγγελικές αρχές για να μειώσει την ποινή του.
Ο Ντούραμ αναζητώντας αγοραστή προσέγγισε τον Κορ φαν Χάουτ, διαβόητο Ολλανδό κακοποιό, ο οποίος είχε εμπλακεί στην απαγωγή του Φρέντι Χάινεκεν, κληρονόμου της ομώνυμης ζυθοποιίας, το 1983. «Μου είπε “πόσα θέλεις;” Οταν όμως διαπραγματεύεσαι κάνεις τους άλλους να μιλήσουν. Ζήτησα μια προσφορά. Αλλά ποτέ δεν δέχεσαι την πρώτη προσφορά που θα λάβεις. Ζήτησα έπειτα τα διπλάσια και δέχτηκε, αλλά την επόμενη ημέρα δολοφονήθηκε», λέει. Η αγοραπωλησία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Άλλος ένας υποψήφιος κλεπταποδόχος, τον οποίο προσέγγισε, είχε την ίδια κατάληξ, δολοφονήθηκε. «Είμαι θρησκευόμενος και προληπτικός, είπα ότι αυτοί οι πίνακες είναι καταραμένοι. Έπρεπε κάποιος να τους πάρει», τονίζει.
Με τη βοήθεια του συνεργού του προσέγγισαν τον Ραφαέλε Ιμπεριάλε, Ιταλό μαφιόζο της Καμόρα, ο οποίος είχε βάση στο Αμστερνταμ. «Δεν μπορώ να αποκαλύψω πόσα πλήρωσε για να τους αγοράσει», υπογραμμίζει ο Ντούραμ, επικαλούμενος νομικούς λόγους.
Τελικά συνελήφθη για την κλοπή περίπου ένα χρόνο αργότερα στη Μαρμπέγια της Ισπανίας. Ταυτοποιήθηκε και από δείγμα γενετικού υλικού στο καπέλο που έχασε κατά τη διάρρηξη – αν και επιμένει μέχρι σήμερα ότι είχε προσπαθήσει να μην αφήσει κανένα ίχνος σε αυτό. Καταδικάστηκε και παρέμεινε περίπου 26 μήνες στη φυλακή για την κλοπή. Για χρόνια δεν παραδεχόταν την ενοχή του, ούτε αποκάλυπτε σε ποιον είχε πουλήσει τους πίνακες, ώσπου τα έργα εντοπίστηκαν από τις ιταλικές αρχές το 2016. «Αν το έλεγα νωρίτερα θα ήμουν νεκρός», υποστηρίζει.
Δύο εβδομάδες μετά την αγοραπωλησία ο Ιμπεριάλε φέρεται να έστειλε τους δύο πίνακες στην Ιταλία. Χρόνια αργότερα, από το Ντουμπάι όπου είχε διαφύγει, ο Ιταλός μαφιόζος υπέδειξε σε πολυσέλιδο γράμμα προς τις εισαγγελικές αρχές της πατρίδας του ότι διαθέτει τους δύο πίνακες, πιθανότατα προσδοκώντας ότι θα τύχαινε ευνοϊκότερης ποινικής μεταχείρισης. Τον Σεπτέμβριο του 2016, οι πίνακες εντοπίστηκαν σε οικία της μητέρας του κοντά στη Νάπολη. Σύμφωνα με διεθνή δημοσιεύματα της εποχής ήταν τυλιγμένοι με ύφασμα, κρυμμένοι πίσω από έναν ψεύτικο τοίχο στην κουζίνα του σπιτιού.
«Συνήθως οι κλέφτες έργων τέχνης ευελπιστούν να βρουν κάποιον συλλέκτη για να τα πουλήσουν, αλλά κανένας δεν θέλει να αγγίξει κάτι κλεμμένο», λέει στην «Κ» ο Ολλανδός ιδιωτικός ντετέκτιβ Άρθουρ Μπραντ, ο οποίος ειδικεύεται στην αναζήτηση κλεμμένων έργων τέχνης και παρακολουθεί στενά την υπόθεση της Εθνικής Πινακοθήκης στη χώρα μας. «Ορισμένοι εγκληματίες πάντως, όπως έκαναν ο Χάουτμαν ή ο Ιμπεριάλε, χρησιμοποιούν αυτά τα κλοπιμαία για να εκβιάσουν τις Αρχές σε περίπτωση που τους συλλάβουν για διακίνηση ναρκωτικών ή άλλα αδικήματα», προσθέτει.
Η κατάληξη ή απόπειρα διοχέτευσης κλεμμένων πινάκων στην Ιταλία δεν είναι κάτι καινούργιο. Τον Μάιο του 1997, συνελήφθη στο κέντρο της Αθήνας ο δράστης της κλοπής 40 έργων τέχνης από το Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν (η οποία είχε συμβεί τρία χρόνια νωρίτερα και είχε χαρακτηριστεί τότε «κλοπή του αιώνα», τίτλος που εσχάτως επαναλαμβάνεται για την υπόθεση της Εθνικής Πινακοθήκης).
«Ο δράστης είχε ανέβει από το πίσω μέρος του κτιρίου, υπερπήδησε ένα σιδερένιο κιγκλίδωμα ύψους δύο μέτρων και από την υπάρχουσα σιδερένια κυκλική σκάλα ανέβηκε στην ταράτσα. Στη συνέχεια διέρρηξε μια πόρτα, μπήκε στο εσωτερικό του Ιδρύματος και αφού πήρε όσα έργα μπορούσε βγήκε παραβιάζοντας από μέσα την κεντρική είσοδο», έγραφε το δημοσίευμα της «Κ» το 1997 μετά τη σύλληψή του. Σε ένα διαμέρισμα που διατηρούσε στο κέντρο της Αθήνας βρέθηκαν τα κλεμμένα έργα τέχνης. Σε άλλο χώρο στην Αγία Παρασκευή εντοπίστηκαν χρυσαφικά, γούνες και άλλα είδη σημαντικής αξίας, που είχαν κλαπεί από βίλες των Αθηνών.
Ο Έλληνας «φαντομάς», όπως τον αποκαλούσαν τότε οι εφημερίδες, ήταν παλιός γνώριμος των αστυνομικών αρχών, σεσημασμένος για κλοπές σε κοσμηματοπωλεία. Είχε προσπαθήσει να ταξιδέψει με πλαστό διαβατήριο στην Ιταλία, πιθανότατα σε μια προσπάθεια εύρεσης αγοραστών για τα έργα τέχνης, και αυτή η κίνηση φέρεται να τον πρόδωσε.
Σε παλιότερο ρεπορτάζ των New York Times σχετικά με την ανάκτηση των δύο κλεμμένων πινάκων του Βαν Γκογκ, ο τότε διευθυντής του μουσείου στο Αμστερνταμ μίλησε για την αγωνία και την απογοήτευση κατά τη διάρκεια όλων των ετών μάταιης αναζήτησης που είχαν μεσολαβήσει, ενώ κατέκρινε και τον Ντούραμ για την επιλογή του να σιωπήσει.
Έκτοτε ο πρώην διαρρήκτης διηγείται συχνά την ιστορία του. Στην πατρίδα του έχει γυριστεί ντοκιμαντέρ με πρωταγωνιστή τον ίδιο και κυκλοφορεί η βιογραφία του. Έχει μιλήσει στους New York Times και σε ιταλικά ΜΜΕ. Έχει φτιάξει και δική του σειρά καπέλων, που πουλάει διαδικτυακά με μότο: «Μη χάσεις το καπέλο σου!». Κατά τη συζήτησή μας αναφέρεται στη δημοφιλία της σειράς του Netflix για τον Αρσέν Λουπέν (επισημαίνοντας και κάποιες σεναριακές αδυναμίες). «Θα ήμουν ηλίθιος εάν σήμερα έκανα κάτι παράνομο, έχω σταματήσει», τονίζει αναφέροντας και νέα τηλεοπτικά σχέδια που έχει στα σκαριά.
«Ζούμε και οι δύο στο Αμστερνταμ και όταν τον συνάντησα μου είπε ότι δεν έχει πλέον σχέση με την παρανομία. Τιμωρήθηκε για τις πράξεις του», αναφέρει στην «Κ» ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Μπραντ. «Ήμασταν εχθροί όταν ήταν κλέφτης, αλλά τώρα αποσύρθηκε. Ζω σε έναν τόσο τρελό κόσμο με τις κλοπές έργων τέχνης, που είναι δύσκολο να με καταλάβουν άλλοι έξω από αυτόν. Αλλά επειδή ο Οκτάβ ήταν στην άλλη πλευρά, υπάρχουν ιστορίες που μπορώ να του πω ή να μοιραστεί εκείνος με εμένα», λέει.
«Είμαστε σαν δύο πυγμάχοι, πρώην αντίπαλοι που ο αγώνας τους έχει τελειώσει και πλέον μπορούν να πιουν μαζί μια μπίρα».
Για την Kαθημερινή και το Kathimerini.gr.
Κυριακή 11.07.2021