Ηλίας Μόσιαλος στην «Κ»: Ετσι θα σώσουμε ανθρώπινες ζωές

Ηλίας Μόσιαλος στην «Κ»: Ετσι θα σώσουμε ανθρώπινες ζωές

Ο Ηλίας Μόσιαλος αναλύει στην «Κ» το Εθνικό Σχέδιο για τη Δωρεά και Μεταμόσχευση Συμπαγών Οργάνων

11' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η πολυετής διαπίστωση ότι η Ελλάδα βρίσκεται πολύ πίσω στις μεταμοσχεύσεις δεν αφαιρεί τη δραματική της ουσία: ανθρώπινες ζωές χάνονται λόγω έλλειψης οργάνων. «Υπάρχει ένας αρνητισμός, ένας δισταγμός των πολιτών απέναντι στη δωρεά οργάνων και στις μεταμοσχεύσεις, ένας φόβος ότι “θα μας πάρουν τα νεφρά μας”. Η αρνητική αυτή στάση οφείλεται τόσο στην παρουσίαση της δωρεάς και των μεταμοσχεύσεων σαν κάτι κακό όσο και στο έλλειμμα ενημέρωσης», λέει ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας και διευθυντής του LSE Health Ηλίας Μόσιαλος, ο οποίος μαζί με τον καθηγητή Χειρουργικής Μεταμοσχεύσεων στο Imperial College London και πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Μεταμοσχεύσεων Βασίλη Παπαλόη συνέταξαν το Εθνικό Σχέδιο για τη Δωρεά και Μεταμόσχευση Συμπαγών Οργάνων, με πρωτοβουλία του Ιδρύματος Ωνάση. «Ντοκιμαντέρ για την παράνομη αγορά οργάνων κυρίως σε χώρες χαμηλού εισοδήματος, ταινίες θρίλερ με απαγωγές νέων ανθρώπων για την κλοπή των οργάνων τους, σχηματίζουν μια αρνητική εικόνα στο μυαλό των θεατών».

Επειτα, «δεν είναι ευρέως γνωστό», συνεχίζει ο κ. Μόσιαλος, «ότι περισσότεροι από 1.300 νεφροπαθείς στη χώρα μας βρίσκονται στη λίστα αναμονής για μεταμόσχευση, με μέσο χρόνο αναμονής 8,8 χρόνια, και αυτοί αποτελούν μόλις το 10% όσων βρίσκονται στο τελικό στάδιο της νεφρικής ανεπάρκειας και υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση. Δεν είναι ευρέως γνωστό ότι 12.000 και πλέον συμπολίτες μας βρίσκονται σε αιμοκάθαρση. Από αυτούς, το 75% είναι άνεργοι. Οτι ένας ασθενής 55 ετών που εισάγεται στην αιμοκάθαρση χάνει κατά μέσον όρο 22 χρόνια ζωής, καθώς το 56% των αιμοκαθαρόμενων θα καταλήξει μέσα στα τέσσερα πρώτα χρόνια και το 25% μέσα στον πρώτο χρόνο. Κι αν στη λίστα αναμονής για μεταμόσχευση εισαγόταν όχι το 10% αλλά το 20% των ασθενών με νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου, ο μέσος χρόνος αναμονής θα ήταν 17,6 χρόνια».

Ο ρόλος του Αλμοδοβάρ

Στην Ισπανία, που είναι «πρωταθλήτρια» στις μεταμοσχεύσεις στην Ευρώπη, αναφέρει ο κ. Μόσιαλος, «σημαντικότατο ρόλο έπαιξε, μεταξύ άλλων, ο σκηνοθέτης Πέδρο Αλμοδόβαρ, ο οποίος με τις ταινίες του, κυρίως την ταινία “Ολα για τη μητέρα μου”, όπου μια ομάδα νεαρών γιατρών εκπαιδεύεται στο πώς να μιλάει στους συγγενείς θανόντα για τη δωρεά οργάνων του οικείου που θρηνούν, συνέβαλε στη θετική στάση απέναντι στη μεταμόσχευση».

Η δραστική τομή στον χώρο των μεταμοσχεύσεων που έχει ανάγκη η Ελλάδα έχει αρχίσει ήδη να γίνεται. Το 2019 το Ιδρυμα Ωνάση, αφού πρώτα διασφάλισε διακομματική συναίνεση, ανέθεσε στο London School of Economics (LSE) την εκπόνηση μελέτης, σε συνεργασία με το Imperial College London, για την κατάρτιση του Εθνικού Σχεδίου για τη Δωρεά και Μεταμόσχευση Οργάνων στην Ελλάδα, με επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας Ελλήνων και ξένων επιστημόνων τους καθηγητές Ηλία Μόσιαλο και Βασίλη Παπαλόη. Η διακομματική συναίνεση επετεύχθη, «καθώς πρόκειται για μια προσπάθεια που αφορά το δημόσιο σύστημα υγείας, είναι χαμηλής πολιτικής, αποτελεί μια ανεξάρτητη, όχι κυβερνητική πρωτοβουλία, έπειτα ο κ. Παπαλόης κι εγώ είμαστε ανεξάρτητοι επιστήμονες, δεν συνδεόμαστε με κάποιο πολιτικό κόμμα». Στις 6 Ιουλίου αυτή η μελέτη-οδικός χάρτης των μεταμοσχεύσεων στην Ελλάδα, ένα πρωτόγνωρο επιστημονικό πόνημα παγκοσμίως, παραδόθηκε στην πολιτεία, η οποία ήδη προχωράει στη σύσταση ειδικής Επιτροπής Υλοποίησης του Σχεδίου.

Μεταμοσχευτικό κέντρο

Παράλληλα, το Ιδρυμα Ωνάση κατασκευάζει ένα σύγχρονο μεταμοσχευτικό κέντρο για όλους, το Ωνάσειο Εθνικό Μεταμοσχευτικό Κέντρο, ακριβώς δίπλα στο Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο, το οποίο αναμένεται να παραδοθεί στην πολιτεία το 2024. Θα λειτουργεί ως μέρος ενός εθνικού δικτύου αριστείας και θα συνεργάζεται στενά με όλα τα μεταμοσχευτικά κέντρα της χώρας, παρέχοντας σε αυτά καθοδήγηση και υποστήριξη.

«Το Εθνικό Σχέδιο συντάχθηκε από μια ανεξάρτητη διεθνή επιτροπή επιστημόνων, που συμπεριλάμβανε και Ελληνίδες εμπειρογνώμονες, την Αναστασία Κοτανίδου και την Αλίκη Ινιωτάκη, όπως και εμπειρογνώμονες από χώρες της Νότιας Ευρώπης. Μελετήσαμε πέντε επιτυχημένα εθνικά συστήματα δωρεάς και μεταμόσχευσης οργάνων, της Κροατίας, της Ιταλίας, της Πορτογαλίας, της Ισπανίας, που έχουν κοινά χαρακτηριστικά με εμάς αλλά πολύ μεγαλύτερο αριθμό μεταμοσχεύσεων, αλλά και του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς τόσο ο κ. Παπαλόης όσο κι εγώ εργαζόμαστε στη Μ. Βρετανία και έχουμε γνώση του συστήματος. 

»Εστιάσαμε ιδιαίτερα στην Πορτογαλία, με την οποία είμαστε πιο κοντά όσον αφορά τον πληθυσμό και την οικονομική ανάπτυξη. Βέβαια, πρώτη στις μεταμοσχεύσεις στην Ευρώπη είναι η Ισπανία, που διαθέτει πολύ οργανωμένα μεταμοσχευτικά κέντρα, απολύτως διαφανές σύστημα και συντονιστές δωρεάς οργάνων (γιατροί και νοσηλευτές που αναλαμβάνουν, με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στα νοσοκομεία, να συζητούν μαζί με ψυχολόγους και κοινωνιολόγους με τους συγγενείς εγκεφαλικά νεκρών). Ακόμη, εκπαιδεύει τους πολίτες σε θέματα πρόληψης της νεφρικής νόσου και της δωρεάς οργάνων από το δημοτικό, οργανώνει εκστρατείες ενημέρωσης, έχει ανθρώπους όπως ο Αλμοδόβαρ που αναδεικνύουν την αξία των μεταμοσχεύσεων», σημειώνει ο κ. Μόσιαλος.

Στην Ελλάδα η κατάσταση είναι δραματική. «Συγκριτικά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, η χώρα μας έχει ανάγκη για τουλάχιστον 100% περισσότερες μεταμοσχεύσεις και πραγματοποιεί 75% λιγότερες. Το 2019 πραγματοποιήσαμε 138 μεταμοσχεύσεις νεφρού και η Πορτογαλία 514. Πραγματοποιήσαμε 33 μεταμοσχεύσεις ήπατος, η Πορτογαλία 240· καμία μεταμόσχευση παγκρέατος, η Πορτογαλία 25· καμία μεταμόσχευση πνεύμονα, η Πορτογαλία 70· 15 μεταμοσχεύσεις καρδιάς, η Πορτογαλία 21· τρεις παιδιατρικές, η Πορτογαλία 31. Συνολικά στην Ελλάδα πραγματοποιήσαμε 229 μεταμοσχεύσεις, η Πορτογαλία 901. Το έλλειμμα, συνδυασμός έλλειψης δοτών αλλά και συνεχιζόμενης επίπτωσης της νεφρικής νόσου, είναι μεγάλο. Το ένα στοίχημα είναι να ενισχυθούν οι υποδομές των μεταμοσχεύσεων και να αυξηθεί η δωρεά οργάνων και το άλλο να μειωθεί η ζήτηση με την πρόληψη, να μη φτάνουν τόσο πολλοί συμπατριώτες μας στο τελικό στάδιο νεφρικής ανεπάρκειας. 

»Οι αιμοκαθαρόμενοι στην Ελλάδα είναι 40% περισσότεροι του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Δεν έχουμε σοβαρή πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, δεν γίνεται συστηματικός έλεγχος π.χ. ασθενών που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη, ένα ποσοστό των οποίων ενδέχεται να αναπτύξει νεφρική ανεπάρκεια. Χρειάζεται πολύ καλύτερη οργάνωση σε πρωτοβάθμιο επίπεδο και σοβαρότερες προληπτικές παρεμβάσεις, ώστε με ενημέρωση των γιατρών και καλύτερη ιατρική φροντίδα να σταματάμε τη νεφρική ανεπάρκεια, μια αθόρυβη νόσο, σε πρώιμο στάδιο, να καθυστερούμε όσο γίνεται το πέρασμα στο τελικό στάδιο».

Στη χώρα μας, όπως αναφέρει ο κ. Μόσιαλος, «έχουμε πολλές μικρές μονάδες αιμοκάθαρσης, 10 φορές περισσότερες ανά εκατομμύριο πληθυσμού σε σύγκριση με το Ην. Βασίλειο, πράγμα που καθιστά δύσκολο τον έλεγχό τους όσον αφορά την ποιότητα του αποτελέσματος, άρα θα πρέπει να αναμορφωθεί ο χάρτης των μονάδων και να γίνεται αξιολόγηση από ανεξάρτητη επιτροπή τού ποιος μπαίνει στη λίστα για μεταμόσχευση. Επειτα, η αιμοκάθαρση δεν είναι απλώς ένα τρίωρο, σαν να πηγαίνεις για έναν καφέ ή μια παρτίδα τάβλι στο καφενείο, ο ασθενής λαμβάνει κατά κανόνα τρεις θεραπείες ανά εβδομάδα, διάρκειας 3 έως 5 ωρών, που με τις τυχόν καθυστερήσεις λόγω παρενεργειών και τη μετακίνηση μπορεί να φτάσει και το 8ωρο ή 10ωρο. Επιβαρύνεται η υγεία του, δεν μπορεί να εργαστεί, δηλαδή υπάρχουν επιπτώσεις στη ζωή του και στης οικογένειάς του».

Το κόστος

Η αιμοκάθαρση κοστίζει πάνω από 40.000 ευρώ ανά ασθενή τον χρόνο, «δαπάνη που προφανώς αντέχει η ελληνική πολιτεία, όμως η μεταμόσχευση, πέρα από τα υγειονομικά και κοινωνικά πλεονεκτήματά της (οι μεταμοσχευθέντες μπορούν να επιστρέψουν στην εργασία τους), είναι σε βάθος χρόνου πιο αποτελεσματική και από οικονομική σκοπιά. Αν η χώρα μας φτάσει στο επίπεδο της Πορτογαλίας, μπορεί να εξοικονομήσει περίπου 10 εκατ. ευρώ τον χρόνο και να τα επανεπενδύσει σε προληπτικά προγράμματα για τη νεφρική νόσο, για την αναμόρφωση των υπηρεσιών αιμοκάθαρσης, για την ενίσχυση των μεταμοσχεύσεων, τη βελτίωση της ποιότητας ζωής και του προσδόκιμου ζωής των ασθενών».

Στις τελευταίες θέσεις της Ευρώπης είμαστε αναφορικά και με τους ζώντες δότες. «Υπάρχει μια παρανόηση, ότι αν κάποιος δώσει το ένα νεφρό του σε συγγενή του, στο παιδί ή στη σύζυγό του, θα έχει στη συνέχεια μακροχρόνια προβλήματα υγείας. Ενώ οι ζώντες δότες επιλέγονται με πολύ αυστηρά κριτήρια, δεν μπορούν όλοι να δωρίσουν νεφρό και παρακολουθούνται μετεγχειρητικά για την πολύ μικρή πιθανότητα να προκύψει πρόβλημα υγείας. Προσωπικά, δεν δίστασα να μπω στη διαδικασία να δωρίσω νεφρό σε συγγενικό μου μέλος, πέρασα από όλες τις εξετάσεις και ιατρικό συμβούλιο, όμως τελικά δεν στάθηκε δυνατό, γιατί υπήρχε ανατομικό πρόβλημα στο ένα νεφρό μου. Ομως δεν δίστασα στιγμή. Η συγγενής μου έλαβε μόσχευμα από ζώσα δότρια. Δεν έχουμε πολλούς ζώντες δότες, σε αντίθεση με άλλες χώρες, όπως η Τουρκία, που βρίσκεται σε πολύ καλύτερη θέση».

Ανεξάρτητη αρχή

Τι προβλέπει το Εθνικό Σχέδιο; «Ο Εθνικός Οργανισμός Μεταμοσχεύσεων μετατρέπεται σε ανεξάρτητη αρχή και αναπτύσσεται πανελλαδικά. Κατά τη γνώμη μου θα πρέπει να στελεχωθεί με μεγαλύτερη επάρκεια, πέραν του διοικητικού συμβουλίου να υπάρχουν δύο πυλώνες, ένας ιατρός διευθυντής του οργανισμού και ένας διευθύνων σύμβουλος, επιχειρησιακός διευθυντής, αμφότεροι με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση. Τα σημερινά μέλη του Δ.Σ. επιτελούν εξαιρετικό έργο, αλλά δεν είναι αυτή η καθημερινή τους δουλειά. Προβλέπεται να ενισχυθούν τα μεταμοσχευτικά κέντρα όλης της χώρας, με σύμφωνη γνώμη και στήριξη της πολιτείας, και να αυξηθεί το προσωπικό για τον συντονισμό των μεταμοσχεύσεων, τη συγκέντρωση και καταγραφή έγκυρων στοιχείων, την αποτύπωση των ποιοτικών χαρακτηριστικών των συστημάτων αιμοκάθαρσης και μεταμοσχεύσεων, ώστε να υπάρχει απόλυτη διαφάνεια».

Μεγάλη σημασία έχει «η ενημέρωση και η εκπαίδευση των πολιτών και των μαθητών από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, σε συνεργασία με το υπουργείο Παιδείας. Η εκπαίδευση και μετεκπαίδευση του υγειονομικού προσωπικού των νοσοκομείων με ΜΕΘ, σε συνεργασία με τις επιστημονικές ενώσεις και εταιρείες. Η εξειδίκευση και συνεχής μετεκπαίδευση των χειρουργών, η πιστοποίηση των συντονιστών μεταμοσχεύσεων. Ηδη ο θεσμός του συντονιστή έχει αρχίσει να εφαρμόζεται στα κορυφαία νοσοκομεία της χώρας σε πρώτη φάση από το Ιδρυμα Ωνάση, αλλά θα πρέπει να θεσπιστεί και να ενισχυθεί από την πολιτεία. Η αύξηση των μονάδων εντατικής θεραπείας λόγω της πανδημίας θα βοηθήσει πολύ».

Αλλά για όλα αυτά «χρειάζεται πολιτική βούληση. Το όφελος θα είναι τεράστιο σε σχέση με το κόστος αν φτάσουμε στα επίπεδα της Πορτογαλίας».

Πρέπει να αυξηθούν, κατά το δυνατόν, οι δημόσιες δαπάνες υγείας

Μπορεί το εθνικό σχέδιο για τις μεταμοσχεύσεις να αποτελέσει οδηγό και για άλλους τομείς της Υγείας; Δηλαδή να συνταχθεί ένα εθνικό σχέδιο για τα καρδιαγγειακά, για τον καρκίνο; «Η Ελλάδα χρειάζεται άμεσα σχέδιο για ένα σύγχρονο Εθνικό Σύστημα Υγείας, καθώς το υπάρχον ΕΣΥ έχει υπερβεί εδώ και πολλά χρόνια τα όριά του. Χρειαζόμαστε ένα σύγχρονο ΕΣΥ, το οποίο να ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές των συστημάτων υγείας των ανεπτυγμένων χωρών της Ε.Ε. Δεν το έχουμε, θα πρέπει να το ανασχεδιάσουμε λαμβάνοντας υπόψη τα μεταβαλλόμενα δημογραφικά χαρακτηριστικά του ελληνικού πληθυσμού, τα μεταβαλλόμενα επιδημιολογικά πρότυπα, τις ανάγκες που θα προκύψουν τα επόμενα 10-20 χρόνια. Αλλά δεν θα είναι εύκολη η διακομματική συναίνεση. Απευθύνω έκκληση προς τα πολιτικά κόμματα, το καθένα ξεχωριστά να καταθέσει ολοκληρωμένες προτάσεις για ένα σύγχρονο ΕΣΥ.

»Επιμέρους σχέδια για τα καρδιαγγειακά νοσήματα ή τη διαχείριση του καρκίνου θα προχωρήσουν ευκολότερα με διακομματική συναίνεση, καθώς δεν αφορούν τη συνολική δομή και φιλοσοφία του ΕΣΥ, είναι χώροι λιγότερο ιδεολογικά φορτισμένοι. Μπορούν να εστιάσουν στην πρόληψη των νοσημάτων. Δεν έχουμε οργανωμένα προληπτικά προγράμματα για τα καρδιαγγειακά και τον καρκίνο. Μαζί με αποτελεσματικές θεραπευτικές παρεμβάσεις, τα νοσήματα αυτά θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν καλύτερα. Είμαστε πίσω. Για παράδειγμα, δεν έχουμε εξειδικευμένα ιατρικά κέντρα για την αντιμετώπιση των αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων και την αποκατάσταση. Είναι πολλά που πρέπει να γίνουν».

Ποιος είναι ο ρόλος των Οικονομικών της Υγείας; «Πολύ σημαντικός, γιατί συνδέονται άμεσα με τις δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας. Διαθέτουμε ένα σημαντικό ποσοστό του ΑΕΠ για την Υγεία, αλλά ένα μεγάλο μέρος των δαπανών αυτών είναι ιδιωτικές, αποτελούν τη συμμετοχή των πολιτών στο κόστος της ασθένειας, δεν αφορούν ιδιωτική ασφάλιση, όπως σε άλλες χώρες. Αφορούν τις άμεσες πληρωμές για νοσηλείες σε ιδιωτικά θεραπευτήρια, φάρμακα, οδοντιατρικές υπηρεσίες –ο οδοντιατρικός τομέας είναι κατεξοχήν ιδιωτικός–, αλλά και παράτυπες πληρωμές. Δηλαδή, ενώ στις συνολικές δαπάνες υγείας δεν είμαστε πολύ πίσω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, είμαστε πολύ πίσω στην Ε.Ε. στις δημόσιες δαπάνες υγείας ως ποσοστό του ΑΕΠ. Το ερώτημα είναι πόσο η ελληνική οικονομία μπορεί να αντέξει την ενίσχυση του δημόσιου χαρακτήρα του συστήματος υγείας, προκειμένου να μειωθούν οι ιδιωτικές δαπάνες.

»Επειτα το θέμα δεν είναι μόνο να αυξηθούν οι δημόσιες δαπάνες, αλλά και να διατεθούν σε παρεμβάσεις που θα αποδώσουν. Οι δημόσιες επενδύσεις στον τομέα της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και της πρόληψης μπορεί να είναι πολύ αποτελεσματικές. Θα εξοικονομήσουμε πόρους, θα κερδίσουμε ανθρώπινες ζωές και ποιότητα διαβίωσης. Με το σταμάτημα της εξέλιξης των ασθενειών, άτομα παραγωγικής ηλικίας δεν θα περνούν σε τελικά στάδια. Ολοι κάποια στιγμή θα νοσήσουμε από κάτι, είναι αναπόφευκτο, αλλά είναι διαφορετικό να νοσήσεις στα πενήντα και διαφορετικό στα ογδόντα. Ο ρόλος ενός καλού συστήματος υγείας είναι να μεταθέσει την ασθένεια για το αργότερο δυνατό. Να ζούμε περισσότερα χρόνια υγιείς.

»Κατά τη γνώμη μου, τα επόμενα χρόνια θα πρέπει να αυξηθούν, κατά το δυνατόν, οι δημόσιες δαπάνες υγείας. Με τα χρήματα του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης η χώρα μας θα περάσει, μετά την πανδημία, σε μια νέα φάση ανάπτυξης, που δεν θα πρέπει να αγνοήσει την κοινωνική συνιστώσα. Η Ελλάδα είναι μια χώρα χτυπημένη από πολλαπλές κρίσεις, τη δεκαετή οικονομική κρίση, στην οποία προστέθηκε η υγειονομική. Η ελληνική κοινωνία έχει υποφέρει πολλά. Ο Ελληνας θα πρέπει να νιώσει ασφαλής, να αισθανθεί ότι αν προκύψει πρόβλημα υγείας δεν θα χρειαστεί να πουλήσει ένα διαμέρισμα ή ένα οικόπεδο για να το αντιμετωπίσει. Αυτή την ασφάλεια δεν νομίζω ότι την έχει ο μέσος Ελληνας πολίτης, ζει με τον φόβο ότι θα χρειαστεί να πληρώσει πολλά για υψηλής ποιότητας υπηρεσίες υγείας. Στόχος κάθε ευνομούμενης πολιτείας είναι να αφαιρέσει από την κοινωνία αυτόν τον φόβο».

Να φτάσουμε την Πορτογαλία

«Στόχος μας είναι η Ελλάδα να φτάσει τα επίπεδα της Πορτογαλίας τα επόμενα πέντε χρόνια. Αλλά αυτό προϋποθέτει εντατικές προσπάθειες από την πολιτεία, τον ΕΟΜ, τα μεταμοσχευτικά κέντρα, τις υγειονομικές αρχές, τα υπουργεία Υγείας και Παιδείας, τις επιστημονικές ιατρικές ενώσεις και τις ενώσεις των ασθενών. Ομως, πέρα από την αύξηση των μεταμοσχεύσεων, σημασία έχει και η μείωση της ζήτησης, διότι ακόμη κι αν φτάσουμε στα επίπεδα της Πορτογαλίας, θα υπάρχει πρόβλημα εάν το σύστημα πιέζεται διαρκώς με νέους ασθενείς. Η οργάνωση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και της πρόληψης θα πάρει περισσότερο χρόνο. Θα πρέπει να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις την επόμενη πενταετία έτσι ώστε να αρχίσει να μειώνεται η ζήτηση τη μεθεπόμενη πενταετία».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή